ΤριμΕφΠειρ 106/2022: λήξη προθεσμίας άσκησης έφεσης, όταν κατατίθεται με ηλεκτρονικά μέσα

Παρατηρήσεις: Με την απόφαση αυτή (δημοσίευση Αρμ (2022), 951) κρίθηκε ότι η προθεσμία για την άσκηση έφεσης λήγει την 19:00 ώρα της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας, ακόμα και αν η έφεση κατατίθεται με ηλεκτρονικά μέσα, καθώς η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 Ν. 4267/2014 δεν καταργεί ούτε τροποποιεί τις διατάξεις του ΚΠολΔ. Την ίδια αυτή άποψη υποστήριξε και ο καθηγητής Π.Γιαννόπουλος σε γνωμοδότησή του, που δημοσιεύεται στο περιοδικό Αρμενόπουλος, 2022, σελ. 1049 επ.

 

 

ΤρΕφΠειρ 106/2022

Δικαστές: Σ. Μακρή, Πρόεδρος, Χ. Σαραμαντή, Μ. Δανιήλ

Δικηγόροι: Ζ. Χατζηδημητρίου, Κ. Αντωνόπουλος – Δ. Γομελάκης, Μ. Παπαγρηγοράκη, Γ. Τιμαγένης, Ι. Τιμαγένης, Κ. Ρόππας

 

….

ΙΙ. Σύμφωνα περαιτέρω με το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα η προθεσμία της εφέσεως είναι τριάντα ημερών, αν διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή είναι άγνωστη, εξήντα ημερών, ενώ και στις δυο περιπτώσεις η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη. Με τις διατάξεις αυτές επιδιώκεται η εξισορρόπηση των αντίθετων συμφερόντων αφ’ ενός του νικήσαντος διαδίκου, που έχει λόγο να επιθυμεί την άπρακτη πάροδο μιας σχετικά σύντομης προθεσμίας, προκειμένου να λήξει η σχετική αβεβαιότητα και να καταστεί τελεσίδικη μια δικαστική απόφαση, ευνοϊκή γι’ αυτόν και αφ’ ετέρου του ηττηθέντος διαδίκου, που έχει ανάγκη από, ευλόγως, επαρκή χρόνο για να αποφασίσει και να προετοιμάσει την άσκηση ενός ενδίκου μέσου, ικανού να αποτρέψει τη διατήρηση μιας δυσμενούς, για τον ίδιο δικαστικής διαγνώσεως. Με τη σκέψη, λοιπόν, ότι η προθεσμία των τριάντα ημερών είναι ικανοποιητική ως χρόνος αναμονής του νικήσαντος και προετοιμασίας του ηττηθέντος, εφ’ όσον η διαμονή του τελευταίου βρίσκεται στην ημεδαπή, θεωρήθηκε ότι το γεγονός της διαμονής του εκκαλούντος στην αλλοδαπή θα πρέπει να οδηγήσει στο διπλασιασμό της εν λόγω προθεσμίας. Σύμφωνα με τους σκοπούς της διατάξεως, κριτήριο προσδιορισμού της προθεσμίας είναι ο τόπος διαμονής του εκκαλούντος κατά την ημέρα επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, αφού από αυτόν και από την εγγύτητά του προς τον τόπο ενέργειας, εξαρτάται το εύλογο του χρόνου που απαιτείται για την άσκηση της εφέσεως. Η κατοικία του ιδίου κατά την ίδια χρονική στιγμή είναι αδιάφορη (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεσις έκδ. β’ [1979] παρ. 192). Ως διαμονή, όμως, για τον καθορισμό της προθεσμίας αυτής, δεν πρέπει να θεωρηθεί η εντελώς πρόσκαιρη ή ευκαιριακή, αλλά αυτή που εμφανίζει κάποια διάρκεια ή σταθερότητα (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ Ερμηνευτική-νομολογιακή ανάλυση, άρθρο 518 αρ. 4). Και στην περίπτωση που ο εκκαλών έχει πραγματική και μόνιμη εγκατάσταση στην ημεδαπή, ενώ η κατά νόμο έδρα ή, η κατά το καταστατικό έδρα, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, βρίσκεται στην αλλοδαπή, αποβαίνει σημαντικό να καθορισθεί κατά πόσο η τελευταία αυτή έδρα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί πραγματικό λόγο επιμηκύνσεως της προθεσμίας για την άσκηση της εφέσεως ή προβάλλεται προσχηματικά για να δικαιολογήσει την, τυχόν, αναποφασιστικότητα ή την ολιγωρία του ίδιου του εκκαλούντος ή του δικαστικού πληρεξουσίου του (ΕφΛαρ 238/2007, ΕφΘεσσ 284/1989 δημοσ στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»),

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 143 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο κατά το άρθρο 96 του ίδιου Κώδικα, διορισμένος δικαστικός πληρεξούσιος είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη, στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, εκτός αν με δικόγραφο γνωστοποιηθεί στους λοιπούς διαδίκους η αντικατάστασή του. Επομένως και στον πληρεξούσιο αυτόν, που παρέστη κατά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δίκη, νόμιμα επιδίδεται η εκδοθείσα οριστική απόφαση του Πρωτοδικείου, από την εν λόγω δε επίδοση αρχίζει και η, προς άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως, προθεσμία (ΑΠ 1115/09, ΑΠ 1091/05 Νόμος), ενώ το αποτέλεσμα αυτό, η έναρξη της προθεσμίας, επέρχεται στο πρόσωπο του διαδίκου-παραλήπτη του επιδιδόμενου στον αντίκλητο εγγράφου, αφού ο τελευταίος αντιπροσωπεύει τον διάδικο.

IV. Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 518 παρ. 1, 151, 152 παρ. 1 και 155 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η παρέλευση άπρακτης της νόμιμης προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα ασκήσεως αυτής, η οποία, στην περίπτωση που ασκηθεί, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ωστόσο ο διάδικος που δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπρόθεσμα έφεση μπορεί, αν η εκπρόθεσμη άσκηση αυτής οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε δόλο του αντιδίκου του, να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, έτσι ώστε με δικαστική απόφαση να προσδοθεί στην εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, η έννομη ενέργεια που θα είχε σε περίπτωση εμπρόθεσμης ασκήσεώς του. Η αίτηση επαναφοράς, απευθύνεται στο κατά το νόμο αρμόδιο δικαστήριο, ασκείται είτε με το δικόγραφο της εφέσεως, είτε με τις προτάσεις, είτε με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και επιδίδεται στον αντίδικο, πρέπει δε να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατόν να τηρηθεί η προθεσμία, το χρόνο της άρσεως του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία ή της γνώσεως του δόλου του αντιδίκου και τα προς απόδειξη αυτών αποδεικτικά στοιχεία. Ειδικότερα ο θεσμός της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση λόγω της αδυναμίας τηρήσεως δικονομικής προθεσμίας, στηριζόμενος στην αρχή της επιείκειας, αποτελεί ένδικο βοήθημα, χωρίς να υποκαθιστά οποιοδήποτε ένδικο μέσο, παρέχει δε τη δυνατότητα άρσεως με δικαστική απόφαση νομικής και επιβλαβούς για το διάδικο καταστάσεως, που δημιουργήθηκε από τη μη τήρηση της εν λόγω προθεσμίας, εντός της οριζόμενης από το άρθρο 153 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσεως του εμποδίου, που συνιστούσε την ανώτερη βία, ή της γνώσεως του δόλου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, για την ολοκλήρωση της ασκήσεώς της αιτήσεως επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση δεν αρκεί η, εντός των τριάντα ημερών από την άρση της ανώτερης βίας ή τη γνώση του δόλου του αντιδίκου, κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου, αλλά απαιτείται και η επίδοση του δικογράφου στον αντίδικο του αιτούντος μέσα στην ίδια προθεσμία (άρθρα 155 παρ. 1, 215 παρ. 1 και 217 ΚΠολΔ). Εάν δεν τηρηθεί η προθεσμία αυτή, το αίτημα επαναφοράς είναι απαράδεκτο (ΑΠ 937/2020, 1467/2019, 79/2019, ΑΠ 106/2017, ΑΠ 443/2015, ΑΠ 1216/2012 δημοσ στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατά την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας της ανώτερης βίας στο χώρο του δικονομικού δικαίου και ειδικότερα στην προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 152 παρ. 1 ΚΠολΔ, αυτή (ανώτερη βία) εκλαμβάνεται όπως στο ουσιαστικό δίκαιο. Έτσι στην έννοιά της περιλαμβάνεται οποιοδήποτε ανυπαίτιο, εξαιρετικής φύσεως, γεγονός που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί από το διάδικο που άσκησε εκπρόθεσμη έφεση, ούτε με την επίδειξη άκρας επιμέλειας και συνέσεως (Ολ. Α.Π. 29/1992, Α.Π. 937/2020, 366/2010, 178/2011 δημοσ στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Συνεπεία δε του κατά τα άνω μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών παραπονείται με την έφεση για την απόρριψη της αγωγής του ως ουσιαστικά αβάσιμης, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη, πριν τον έλεγχο της ουσιαστικής βασιμότητας της έφεσης, ανεξάρτητα μάλιστα από τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης (ΕφΘεσσ 1241/2021 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του Κώδικα, της αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλούμενης αποφάσεως, διότι η αντικατάσταση οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γι’ αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα. Στην περίπτωση αυτή δεν θεωρείται ότι το εφετείο έλαβε υπόψη μη προταθέντα πράγματα, κατ’ άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ (ΑΠ 322/2017, 356/2013 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ).

VI. Περαιτέρω, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης κατά το άρθρο 932 ΑΚ μπορούν να ζητήσουν και τα νομικά πρόσωπα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι εταιρίες, εφόσον με την εις βάρος τους αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 932/2019, 704/2017, 730/2015, 1381/2013, 382/2011 387/2005, 6/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για να γεννηθεί η αξίωση από την προσβολή της προσωπικότητας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγορεύει συγκεκριμένη έκφανση αυτής και να στρέφεται κατά της υπολήψεως του νομικού προσώπου, το οποίο, όπως και το φυσικό πρόσωπο, είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας (ΑΠ 464/2019, 193/2018 ΤΝΠ ΔΣΑ). Για την πληρότητα ωστόσο της αγωγής με την οποία επιδιώκεται από το νομικό πρόσωπο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, θα πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφό της η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του τρίτου αφενός και αφετέρου η υλική βλάβη την οποία το ίδιο υπέστη στην πίστη, το επάγγελμα και το μέλλον του και η οποία έχει υλική υπόσταση, με επίκληση ειδικότερα συγκεκριμένης ζημίας (ΑΠ 730/2015, ΑΠ 382/2011, ΑΠ 1265/2010, ΕφΑθ 4038/2019 αδημ., ΕφΛαρ 85/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠειρ 541/2015, ΕφΑθ 6197/2011 ΤΝΠ Νόμος, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ. αρθ. 932 αρ. 13). Περαιτέρω δε θα πρέπει το νομικό πρόσωπο να αποδείξει την εν λόγω ζημία με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο καθώς η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μία συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση (ΕφΘεσ 604/2008, Αρμ 2010/373, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΕρμΑΚ, άρθρ. 932 III αρ. 1 σελ. 817). Θα πρέπει, δηλαδή, το νομικό πρόσωπο για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατά πρώτον να επικαλείται και στη συνέχεια να αποδεικνύει συγκεκριμένη υλική ζημία (ΑΠ 1048/2020, ΕφΑθ 2709/2021 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Θα πρέπει ειδικότερα να μνημονεύεται στο οικείο δικόγραφο ότι συνεπεία της προβολής του κύρους και της φερεγγυότητάς του από τον αντίδικό του, υπέστη συγκεκριμένη βλάβη όπως ενδεικτικά ότι επηρεάστηκε αρνητικά η χρηματοδότησή του από τις τράπεζες στις οποίες απευθύνθηκε, ότι λόγω της διαμορφωθείσας αρνητικής στάσης στους οικείους ναυτιλιακούς κύκλους περιορίστηκε ο κύκλος των εργασιών του.

Στην προκειμένη περίπτωση φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α] η από 9.5.2021 έφεση της ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία «…» κατά των εναγομένων: 1. της εταιρίας με την επωνυμία «..», 2. του […] και 3. της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…» με EAK … και ΓΑΚ … της 10.5.2021 στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, β] το από 10.8.2021 δικόγραφο πρόσθετων λόγων της ίδιας ως άνω εκκαλούσας κατά των αυτών, ανωτέρω, εφεσίβλητων, με ΕΑΚ … και ΓΑΚ … της 11.8.2021, γ] η από 27.4.2021 έφεση των πρώτης και δεύτερου των εναγομένων-εφεσίβλητων με ΕΑΚ … και ΓΑΚ … της 7.5.2021 στο Πρωτοδικείο Πειραιώς κατά της ενάγουσας εταιρίας, ασκηθείσα υπό την αίρεση της αναβιώσεως της διαφοράς από την ηττηθείσα ενάγουσα-εφεσίβλητη, και, δ] η από 7.6.2021 επικουρική, όπως τιτλοφορείται, έφεση, ασκηθείσα ομοίως υπό την προϋπόθεση παραδοχής της εφέσεως της ενάγουσας-εφεσίβλητης, από την τρίτη των εναγομένων-εφεσίβλητων τραπεζική εταιρία κατά της ενάγουσας-εκκαλούσας με ΕΑΚ … και ΓΑΚ … της 7.6.2021 ομοίως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Οι εφέσεις στρέφονται κατά της με αριθμό 3561/2020 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε επί της από 15.5.2019 αγωγής της πρώτης των εκκαλούντων κατόπιν συζητήσεως αυτής κατά την τακτική διαδικασία με παρόντες όλους τους διαδίκους. Η εν λόγω απόφαση επιδόθηκε νομότυπα (άρθρα 96 και 143 ΚΠολΔ), σύμφωνα με την νόμιμα προσκομιζόμενη με αριθμό …/9.4.2021 έκθεση επιδόσεως του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή […], κατόπιν εντολής του πληρεξουσίου δικηγόρου της τρίτης των εναγομένων τραπεζικής εταιρίας, στον διορισμένο κατά το άρθρο 96 ως αντίκλητο της ενάγουσας εταιρίας (σχετ. το από 21.10.2019 πληρεξούσιο έγγραφο), ήτοι στον […] πληρεξούσιο δικηγόρο της, με έδρα την οδό […] αριθμ. […] στον Πειραιά, στις 9.4.2021. Επομένως, ως προς την εν λόγω διάδικο η οποία εκπροσωπήθηκε κατά την επίδοση από τον ως άνω αντίκλητό της, η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην με στοιχ. III σκέψη, αφετηριάζεται, όπως ορίζει το άρθρο 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, από την επομένη ημέρα μετά την επίδοση, συγκεκριμένα από τις 10.4.2021, η δε συμπλήρωσή της θα συμβεί με την πάροδο του οριζόμενου στις διατάξεις του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ χρονικού διαστήματος των τριάντα ημερών. Αυτό διότι, όπως η ίδια η ενάγουσα εκθέτει και επικαλείται στην αγωγή της αλλά και στις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις της και μάλιστα προς το σκοπό να ιδρυθεί κατά τους ισχυρισμούς της, διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών Δικαστηρίων και δη του Πειραιώς, η κατά το καταστατικό έδρα της βρίσκεται μεν στο … των νήσων Μάρσαλ, όμως «η εν τοις πράγμασι έδρα και το κέντρο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας βρίσκεται στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον Πειραιά, στη διασταύρωση των οδών […] και […] όπου η διαχειρίστρια του ανήκοντος στην πλοιοκτησία της πλοίου «.» εταιρία έχει εγκαταστήσει γραφείο και εκμεταλλεύεται το πλοίο». Εξάλλου, όπως ομοίως η ίδια συνομολογεί με την αγωγή της και επαναλαμβάνει στις προτάσεις της, τόσο ο μοναδικός διευθυντής της (.) όσο και οι μέτοχοι της (. και .) είναι κάτοικοι Ελλάδας και ο Πειραιάς είναι ο τόπος με τον οποίο συνδέονται στενότερα τα συμφέροντα της αφού στον Πειραιά ασκείται η διαχείριση των εταιρικών της υποθέσεων. Με βάση επομένως τα ανωτέρω δεν υφίσταται λόγος επιμηκύνσεως της προθεσμίας των τριάντα ημερών για την άσκηση εφέσεως από την ενάγουσα αφού η πραγματική της έδρα είναι στην ημεδαπή όπου αναπτύσσεται η επιχειρηματική της δραστηριότητα και όπου κατοικεί και ο νόμιμος εκπρόσωπός της, ενώ η καταστατική της έδρα λαμβάνεται υπόψη μόνο για τα ζητήματα που άπτονται της ικανότητας δικαίου αυτής καθώς και της συστάσεώς της (ΟλΑΠ 2/1999, 2/2003, ΕΠ 15/2005, 161/2003 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αρξάμενη με την επίδοση εγγράφου προθεσμία λήγει ώρα 7 το βράδυ της τελευταίας ημέρας (της προθεσμίας), συνεπώς η προθεσμία των τριάντα ημερών για την άσκηση εφέσεως κατά της επιδοθείσας από την τρίτη εναγομένη αποφάσεως, που άρχισε την επομένη της ημέρας επιδόσεως, ήτοι στις 10.4.2021, συμπληρώνεται ώρα επτά το βράδυ της 10.5.2021 και επομένως η ενάγουσα είχε τη δυνατότητα μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, από τις 10.4.2021 έως 10.5.2021 και ώρα 19.00, να καταθέσει στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την έφεσή της είτε δια ζώσης κατά τις (εργάσιμες) ημέρες και ώρες λειτουργίας της Γραμματείας στο εν λόγω χρονικό διάστημα, είτε ηλεκτρονικά σε οποιαδήποτε ημέρα και ώρα του ίδιου χρονικού διαστήματος, όπως ορίζει το άρθρο 119 ΚΠολΔ σε συνδ. με τα οριζόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 19 του ν. 4267/2014 τα οποία ουδόλως καταργούν τις διατάξεις του ΚΠολΔ, ούτε επιμηκύνουν τις καθοριζόμενες από τις τελευταίες προθεσμίες, αντίθετα ρυθμίζουν λεπτομερέστερα τα της ηλεκτρονικής καταθέσεως δικογράφων εντός των προθεσμιών του Κώδικα. Ειδικότερα τόσο από την αιτιολογική έκθεση του ν. 3994/2011 ο οποίος επέτρεψε το πρώτον την δυνατότητα ηλεκτρονικής καταθέσεως δικογράφων όσο και του τροποποιητικού ν. 4335/2015 σκοπός των διατάξεων αυτών είναι η απλούστερη απονομή της δικαιοσύνης με την παράλληλη διαφύλαξη της συνοχής, ενότητας και συνέχειας του ΚΠολΔ και όχι η κατάργηση ή τροποποίηση αυτού.

Κατά συνέπεια η έφεση της ενάγουσας η οποία κατατέθηκε ώρα 19.57 της 10.5.2021, σύμφωνα με την οικεία πράξη καταθέσεως του Πρωτοδικείου Πειραιώς (…/2021), ως προς την τρίτη εφεσίβλητη, η οποία συνδέεται με το δεσμό της απλής ομοδικίας με τους λοιπούς εφεσίβλητους, ως εις ολόκληρον υπόχρεοι προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας (άρθρα 481, 922, 926 Α.Κ σε συνδ με τα άρθρα 74, 75, 513 παρ.1, β και 517 β ΚΠολΔ, ΑΠ 365/2010 και 292/2009 δημοσ στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), έχει ασκηθεί εκπρόθεσμα και επομένως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη σύμφωνα με την με στοιχ. I σκέψη. Συνακόλουθα και λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα απορριπτέοι χωρίς έρευνα της ουσίας τους είναι και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως της ενάγουσας καθ’ ο μέρος αφορούν την ίδια εναγόμενη- εφεσίβλητη (Σ. Σαμουήλ: η έφεση, έκδ. 2009, παρ. 584), ενώ άνευ αντικειμένου καθίσταται μετά την άνω απόρριψη, η από 7.6.2021 έφεση της τρίτης εναγομένης-εφεσίβλητης η οποία ασκήθηκε επιτρεπτά υπό αίρεση, καθώς αυτή συνδέεται με ενδοδιαδικαστικά γεγονότα, ήτοι την παραδοχή της αντίθετης αυτοτελούς εφέσεως της ενάγουσας (σχετ. ΑΠ 474/2000 ΝοΒ 2001.870, ΑΠ 1315/1993 ΕλλΔνη 35.1593, ΕφΠατ. 363/2002 και ΕφΑθ. 2974/1990, δημ. Νόμος, Αθ. Γ. Κρητικού, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, 5η έκδ. 2019, κεφ. Δ’, σελ. 590-594). Όπως δε αναλύθηκε στην υπό στοιχ. IV σκέψη, ο μόνος τρόπος «θεραπείας» του εν λόγω εκπροθέσμου, είναι η παραδεκτή υποβολή εμπρόθεσμης αιτήσεως επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση κατά το άρθρο 152 επ. ΚΠολΔ, ενέργεια στην οποία ωστόσο η εκκαλούσα δεν προέβη.

 

0 replies

Αφήστε το σχόλιο σας

Θα θέλατε να λάβετε μέρος στην συζήτηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *