Γνωμοδότηση Καθηγητή Ν. Αλιβιζάτου για την ενοποίηση του Α΄ Βαθμού δικαιοδοσίας στην πολιτική δικαιοσύνη

         Δημοσιεύεται γνωμοδότηση του Καθηγητή Ν. Αλιβιζάτου για την ενοποίηση του Α΄Βαθμού δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων.

 

Λήψη γνωμοδότησης σε μορφή pdf

 

Πίνακας με τον χρόνο έναρξης ισχύος των νέων τροποποιήσεων στους Ποινικούς Κώδικες με τον N. 5090/2024

Ενόψει του ότι οι νέες αλλαγές στους ποινικούς κώδικες με τον Ν. 5090/2024 συνοδεύονται από μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 138 Ν. 5090/2024) που προβλέπουν την σταδιακή εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων και ορίζουν διαφορετικό χρόνο έναρξης ισχύος αυτών, εκτεινόμενο μέχρι και την 1.7.2024, κρίθηκε χρήσιμη η συγκέντρωση των τροποποιούμενων ρυθμίσεων σε έναν πίνακα και παρουσίαση του χρόνου έναρξης κάθε μιας τροποποιούμενης διάταξης.

 

Αθήνα, 26.2.2024

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης

 

Λήψη αρχείου σε μορφή WORD

 

Άρθρο ΠΚ/ΚΠΔ Άρθρο Ν. 5090/2024 Αντικείμενο ρύθμισης Χρόνος έναρξης Άρθρο Ν. 5090/2024 που ρυθμίζει την έναρξη

Ποινικός Κώδικας

5 3 Δικαιοδοσία επί εγκλημάτων σε πλοία ή αε­ροσκάφη που φέρουν την ελληνική σημαία 1.5.2024 138 παρ. 1
8 4 Τιμώρηση πάντοτε κατά τους ελληνικούς νόμους πράξεως στην αλλοδαπή που στρέφεται κατά υπαλλήλου δημόσιου διεθνούς ή υπερεθνικού οργανι­σμού ή φορέα ή απευθύνεται προς αυτούς και της δω­ροδοκίας προσώπου που ασκεί δημόσιο λειτούργημα ή υπηρεσία για λογαριασμό ξένης χώρας 23.2.2024 138 παρ. 3
47 5 Καθορισμός προϋποθέσεων άμεσης και απλής συνέργειας 1.5.2024 138 παρ. 1
52 6 Διάρκεια κάθειρξης 1.5.2024 138 παρ. 1
54 7 Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων 1.5.2024 138 παρ. 1
57 8 Κατάργηση του υπολογισμού χρηματικής ποινής σε ημερήσιες μονάδες 1.5.2024 138 παρ. 1
69 9 Προσθήκη απέλασης ως μέτρου ασφαλείας 1.7.2024 138 παρ. 2
72 10 Απέλαση αλλοδαπού 1.7.2024 138 παρ. 2
80 11 Κριτήρια υπολογισμού ύψους χρηματικής ποινής 1.5.2024 138 παρ. 1
80 Α 12 Μετατροπή της ποινής φυλάκισης σε χρή­μα 1.5.2024 138 παρ. 1
81 13 Επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινω­φελούς εργασίας 1.5.2024 138 παρ. 1
82 Α 14 Έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά 1.5.2024 138 παρ. 1
83 15 Μειωμένη ποινή 1.5.2024 138 παρ. 1
84 16 Ελαφρυντικές περιστάσεις 1.5.2024 138 παρ. 1
85 17 Συρροή λόγων μείωσης της ποινής 1.5.2024 138 παρ. 1
94 18 Συνολική ποινή σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών 1.5.2024 138 παρ. 1
99 19 Έκτιση και αναστολή εκτέλεσης της ποινής και μέρους της ποινής υπό όρο 1.5.2024 138 παρ. 1
100 136 περ. α Αναστολή εκτέλεσης μέρους της ποινής- ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ 1.5.2024 138 παρ. 1
101 20 Ανάκληση της αναστολής 1.5.2024 138 παρ. 1
104 21 Πρόβλεψη δυνατότητας μη αναστολής πα­ρεπόμενων ποινών 1.5.2024 138 παρ. 1
104 Α 22 Μετατροπή φυλάκισης σε κοινωφελή ερ­γασία 1.5.2024 138 παρ. 1
105 23 Πρόβλεψη δυνατότητας κατ’ οίκον έκτισης ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση 1.7.2024 138 παρ. 2
105 Α 136 περ. α Παροχή κοινωφελούς εργασίας- ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ 1.5.2024 138 παρ. 1
105 Β 24 Απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης 1.5.2024 138 παρ. 1
106 25 Προϋποθέσεις για τη χορήγηση απόλυσης υπό όρο 1.5.2024 138 παρ. 1
108 26 Άρση της απόλυσης 1.5.2024 138 παρ. 1
114 27 Μη υποβολή έγκλησης ή δήλωση παραί­τησης από το δικαίωμα της έγκλησης 1.5.2024 138 παρ. 1
122 28 Διεύρυνση αναμορφωτικών μέτρων 1.7.2024 138 παρ. 2
127 29 Εξορθολογισμός των κριτηρίων περιορι­σμού ανηλίκων σε κατάστημα κράτησης νέων 1.5.2024 138 παρ. 1
128 136 περ. α Αντικατάσταση περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων- ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ 1.5.2024 138 παρ. 1
133 30 Επανακαθορισμός ηλικιακού ορίου νεαρών ενηλίκων 1.5.2024 138 παρ. 1
159 31 Επανακαθορισμός χρηματικών ποινών σε περιπτώσεις δωροληψίας πολιτικών προσώπων 23.2.2024 138 παρ. 3
159 Α 32 Επανακαθορισμός χρηματικών ποινών σε περιπτώσεις δωροδοκίας πολιτικών προσώπων 23.2.2024 138 παρ. 3
168 33 Διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας νοσηλευτικών ιδρυμάτων και χώρων πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης 1.5.2024 138 παρ. 1
169 Α 34 Παραβίαση συμφωνιών που επικυρώθηκαν από συμβολαιογράφο και πρακτικού διαμεσολάβησης 1.5.2024 138 παρ. 1
182 35 Παραβίαση περιορισμών διαμονής 1.5.2024 138 παρ. 1
186 36 Πρόκληση και προσφορά για τέλεση εγκλή­ματος 1.5.2024 138 παρ. 1
187 37 Ανασταλτικό αποτέλεσμα έφεσης για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης 23.2.2024 138 παρ. 3
235 38 Αποδέσμευση της πράξης από την αξία του ωφελήματος, προσαύξηση του ύψους των ποινι­κών κυρώσεων και επέκταση του ρυθμιστικού πεδίου της δωροληψίας λειτουργών ή υπαλλήλων διεθνών ορ­γανισμών 23.2.2024 138 παρ. 3
236 39 Αποδέσμευση της πράξης από την αξία του ωφελήματος, προσαύξηση του ύψους των ποινικών κυρώσεων και επέκταση του ρυθμιστικού πεδίου της δωροδοκίας λειτουργών ή υπαλλήλων διεθνών οργα­νισμών 23.2.2024 138 παρ. 3
237 40 Επανακαθορισμός χρηματικών ποινών σε περιπτώσεις δωροληψίας και δωροδοκίας δικαστικών λειτουργών – Επέκταση του αξιοποίνου σε δικαστές που είναι αποσπασμένοι σε διεθνείς οργανισμούς 23.2.2024 138 παρ. 3
264 41 Εμπρησμός 1.5.2024 138 παρ. 1
265 42 Εμπρησμός σε δάση – Προπαρασκευαστικές πράξεις – Παραβίαση προληπτικών μέτρων 1.5.2024 138 παρ. 1
265 Α 43 Προσθήκη της δήμευσης ως παρεπόμενης ποινής στα αδικήματα εμπρησμού σε δάση 1.5.2024 138 παρ. 1
289 44 Απάλειψη του αδικήματος του εμπρησμού δάσους από αμέλεια από το ρυθμιστικό πεδίο της έμπρα­κτης μετάνοιας 1.5.2024 138 παρ. 1
290 Α 45 Συμπερίληψη παραβίασης ερυθρού σημα­τοδότη στις περιπτώσεις επικίνδυνης οδήγησης 1.5.2024 138 παρ. 1
302 46 Αύξηση του κατώτατου ορίου ποινής στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και πρόβλεψη προσωπικού λόγου απαλλαγής από την ποινή για οικείους θύματος 1.5.2024 138 παρ. 1
312 47 Σωματική βλάβη αδύναμων ατόμων 1.5.2024 138 παρ. 1
330 48 Παράνομη βία 1.5.2024 138 παρ. 1
333 49 Απειλή 1.5.2024 138 παρ. 1
348 Α 50 Επέκταση του αξιοποίνου σε πρόσωπο που εμ­φανίζεται ως ανήλικο 1.5.2024 138 παρ. 1
348 Γ 51 Πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων 1.5.2024 138 παρ. 1
358 52 Επαναφορά της αυτεπάγγελτης δίωξης στο αδίκημα της παραβίασης υποχρέωσης διατροφής 1.5.2024 138 παρ. 1
361 53 Εξύβριση 1.5.2024 138 παρ. 1
362 136 περ. α Απλή δυσφήμηση- ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ 1.5.2024 138 παρ. 1
363 54 Συκοφαντική δυσφήμηση 1.5.2024 138 παρ. 1
365 55 Νομοτεχνική προσαρμογή του αδικήματος της προσβολής μνήμης νεκρού συνεπεία της κατάργη­σης του αδικήματος της δυσφήμησης 1.5.2024 138 παρ. 1
366 56 Νομοτεχνική προσαρμογή των γενικών δι­ατάξεων περί των εγκλημάτων κατά της τιμής συνεπεία της κατάργησης του αδικήματος της δυσφήμησης 1.5.2024 138 παρ. 1
367 136 περ. α ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ 1.5.2024 138 παρ. 1
368 57 Νομοτεχνική προσαρμογή της έγκλησης για τα εγκλήματα κατά της τιμής συνεπεία της κατάργησης του αδικήματος της δυσφήμησης 1.5.2024 138 παρ. 1
372 58 Κλοπή 1.5.2024 138 παρ. 1
378 59 Απρόκλητη φθορά ξένης ιδιοκτησίας 1.5.2024 138 παρ. 1
381 60 παρ. 1 Γενικές διατάξεις για την άσκηση ποινικής δίωξης 1.7.2024 138 παρ. 2
405 60 παρ. 2 Γενικές διατάξεις για την άσκηση ποινικής δίωξης 1.7.2024 138 παρ. 2
463 136 περ. α ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ 1.5.2024 138 παρ. 1

Κώδικας Ποινικής Δικονομίας

7 62 Αρμόδια δικαστήρια για την εκδίκαση κα­κουργημάτων 1.5.2024 138 παρ. 1
8 63 Ορισμός συμπαρεδρευόντων δικαστών στα Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα 1.5.2024 138 παρ. 1
9 64 Σύνθεση εφετείου 1.5.2024 138 παρ. 1
17 65 Περιεχόμενο και υποβολή της αίτησης εξαί­ρεσης 1.5.2024 138 παρ. 1
35 66 Προσθήκη του αλλοδαπού δημοσίου στις περιπτώσεις φορολογικών, οικονομικών και συναφών εγκλημάτων 1.5.2024 138 παρ. 1
43 67 Ποινική δίωξη 1.5.2024 138 παρ. 1
48 68 Αντικατάσταση του αρμόδιου για την έγκρι­ση της διάταξης αποχής από δίωξη επί πλημμελημάτων δικαστικού λειτουργού και πρόβλεψη εφαρμογής επί συμμετοχής ή απόπειρας 1.5.2024 138 παρ. 1
49 69 Αντικατάσταση του αρμόδιου για την έγκρι­ση της διάταξης αποχής από δίωξη επί κακουργημάτων δικαστικού λειτουργού 1.5.2024 138 παρ. 1
50 136 περ. β Αποχή μετά από εντελή ικανοποίηση- ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ 1.5.2024 138 παρ. 1
52 70 Δικαίωμα προσφυγής του εγκαλούντος σε περίπτωση απόρριψης της έγκλησης 1.5.2024 138 παρ. 1
53 71 Δίωξη μόνο με έγκληση 23.2.2024 138 παρ. 3
59 72 Προδικαστικά ζητήματα ποινικής δίκης 1.5.2024 138 παρ. 1
61 73 Ζητήματα αστικής – διοικητικής φύσεως – Τροποποίηση άρθρου 61 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας 1.5.2024 138 παρ. 1
110 74 Καθ’ ύλην αρμοδιότητα μονομελούς εφετείου 1.5.2024 138 παρ. 1
111 75 Καθ’ ύλην αρμοδιότητα τριμελούς εφετείου 1.5.2024 138 παρ. 1
115 76 Καθ’ ύλην αρμοδιότητα μονομελούς πλημ­μελειοδικείου 1.5.2024 138 παρ. 1
185 77 Κατάργηση της τοιχοκόλλησης ως μέσου δημοσιότητας του πίνακα πραγματογνωμόνων 1.5.2024 138 παρ. 1
215 78 Πρόβλεψη εξαίρεσης εμφάνισης μαρτύρων στην ακροαματική διαδικασία 1.5.2024 138 παρ. 1
218 79 Πρόβλεψη διαρκούς εξέτασης της προ- σφορότητας και αναγκαιότητας μέτρων προστασίας μαρτύρων και δυνατότητας ανάκλησης ή τροποποίη­σής τους 1.5.2024 138 παρ. 1
227 80 Aνήλικοι μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας 1.5.2024 138 παρ. 1
233 81 Κατάργηση της τοιχοκόλλησης ως μέσου δημοσιότητας του πίνακα διερμηνέων 1.5.2024 138 παρ. 1
238 Α 82 Εξέταση με τεχνολογικά μέσα 1.7.2024 138 παρ. 2
245 83 Διενέργεια προανάκρισης 1.5.2024 138 παρ. 1
254 84 Προσθήκη των προπαρασκευαστικών πρά­ξεων παραχάραξης στα εγκλήματα για τα οποία προ- βλέπονται ειδικές ανακριτικές πράξεις 1.5.2024 138 παρ. 1
265 85 Κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων 1.5.2024 138 παρ. 1
269 86 Άρση κατάσχεσης στο στάδιο της ανάκρι­σης 1.5.2024 138 παρ. 1
283 87 Πρόβλεψη περιοριστικού όρου ηλεκτρο­νικής επιτήρησης με τη χρήση τεχνολογίας εντοπισμού θέσης και κίνησης 1.7.2024 138 παρ. 2
284 88 Κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση 1.7.2024 138 παρ. 2
288 89 Διαδικασία μετά την απολογία 1.7.2024 138 παρ. 2
291 90 Άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης, του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και των περιοριστικών όρων 1.5.2024 138 παρ. 1
292 91 Διαμόρφωση της ποινής πρόσκαιρης κά­θειρξης ως προϋπόθεσης παράτασης της προσωρι­νής κράτησης άνω των δώδεκα μηνών και του μέτρου υπολογισμού της ποινής σε περιπτώσεις απόπειρας ή συνέργειας 1.5.2024 138 παρ. 1
301 92 Νομοτεχνική προσαρμογή της ποινικής συνδιαλλαγής μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρι­σης συνεπεία της επαναφοράς της μετατροπής σε χρη­ματική ποινή 1.5.2024 138 παρ. 1
302 93 Νομοτεχνική προσαρμογή της ποινικής συνδιαλλαγής μετά από την τυπική περάτωση της ανά­κρισης συνεπεία της επαναφοράς της μετατροπής σε χρηματική ποινή 1.5.2024 138 παρ. 1
303 94 Ποινική διαπραγμάτευση 1.5.2024 138 παρ. 1
309 95 Κατ’ εξαίρεση περάτωση της κύριας ανάκρι­σης 23.2.2024 138 παρ. 3
322 96 Προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης 1.5.2024 138 παρ. 1
323 97 Πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας 1.5.2024 138 παρ. 1
336 98 Θόρυβος και ανυπακοή σε μέτρα που απο- φασίστηκαν ή σε διαταγές που δόθηκαν 1.5.2024 138 παρ. 1
340 99 Υποχρεωτικός διορισμός συνηγόρου στα πλημμελήματα που ανήκουν στην καθ’ ύλην αρμοδιό­τητα του τριμελούς πλημμελειοδικείου 1.5.2024 138 παρ. 1
343 100 Σχολιασμός αποδεικτικών μέσων και προ­ετοιμασία του κατηγορουμένου 1.5.2024 138 παρ. 1
349 101 Αναβολή της δίκης 1.5.2024 138 παρ. 1
369 102 Νομοτεχνική προσαρμογή της κατάρτισης και δημοσίευσης των αποφάσεων λόγω της κατάργησης των πενταμελών εφετείων 1.5.2024 138 παρ. 1
404 103 Αρμοδιότητα μικτού ορκωτού δικαστη­ρίου 1.5.2024 138 παρ. 1
405 136 περ. β Αρμοδιότητα τακτικών δικαστών ΜΟΔ 1.5.2024 138 παρ. 1
424 104 Δυνατότητα διατήρησης κράτησης σε πε­ρίπτωση αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις 1.5.2024 138 παρ. 1
471 105 Νομοτεχνική προσαρμογή της ανασταλτι­κής δύναμης των ενδίκων μέσων λόγω κατάργησης του πενταμελούς εφετείου 1.5.2024 138 παρ. 1
478 106 Λόγοι έφεσης κατά βουλεύματος 1.5.2024 138 παρ. 1
486 107 Νομοτεχνική προσαρμογή της παραπο­μπής στην αρμοδιότητα εφετείου προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας επί πλημμελημάτων 1.5.2024 138 παρ. 1
487 108 Καθορισμός προθεσμίας συμπληρωμα­τικής αιτιολογίας έφεσης εισαγγελέα 1.5.2024 138 παρ. 1
489 109 Επανακαθορισμός των ορίων του εκκλητού καταδικαστικής απόφασης 1.5.2024 138 παρ. 1
497 110 Ανασταλτική δύναμη έφεσης 1.5.2024 138 παρ. 1
499 111 Δυνατότητα περιορισμού των εξεταστέ­ων μαρτύρων στη δευτεροβάθμια δίκη 1.5.2024 138 παρ. 1
500 112 Περιορισμός κλήτευσης διαδίκων στη συ­ζήτηση της αναίρεσης 1.5.2024 138 παρ. 1
512 113 Περιορισμός κλήτευσης διαδίκων στη συ­ζήτηση της αναίρεσης 1.5.2024 138 παρ. 1
577 114 Έξοδα σε βάρος των κατηγορουμένων που καταδικάστηκαν 1.5.2024 138 παρ. 1
578 115 Έξοδα σε περίπτωση απόρριψης ενδίκων μέσων, ενστάσεων και αιτήσεων 1.5.2024 138 παρ. 1
580 116 Έξοδα σε βάρος εκείνων που έκαναν ψευδή έγκληση ή μήνυση 1.5.2024 138 παρ. 1

Ν. 1882/1990 (Χρέη στο Δημόσιο)

Άρθρο Ν. 1882/1990 Άρθρο Ν. 5090/2024   Χρόνος έναρξης Άρθρο Ν. 5090/2024 που ρυθμίζει την έναρξη
25 61 Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο 1.5.2024 138 παρ. 1

 

Λ.Τσόγκας: πρακτικά ζητήματα στο πεδίο του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης με βάση τη νομολογία του ΔΕΕ και του ΑΠ

Πρακτικά ζητήματα στο πεδίο του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης με βάση τη νομολογία του ΔΕΕ και του ΑΠ

Επιμέλεια:

Λάμπρος Σ. Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

===Η βασική επισήμανση, που διατρέχει το θεσμό του ΕΕΣ, είναι ότι αυθεντικός ερμηνευτής του Ενωσιακού Δικαίου είναι το ΔΕΕ. Αν λοιπόν δεν υπάρχει νομολογιακή από αυτό προσέγγιση ζητήματος και τούτο ανακύψει στα εθνικά Δικαστήρια, απαιτείται η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος.

===Bασική θέση του ΔΕΕ σε ό,τι αφορά την εμπλοκή κανόνων του εθνικού δικαίου των κρατών στο θεσμικό τοπίο του ΕΕΣ είναι ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο, κατά το μέτρο του δυνατού, με γνώμονα το γράμμα και το σκοπό της απόφασης πλαίσιο 2002/584, προκειμένου να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα, που επιδιώκεται με αυτήν. Η εν λόγω υποχρέωση της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι ακόλουθη με τη ΣΛΕΕ, καθόσον, βάσει αυτής, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης κάθε φορά που αποφαίνονται επί των διαφορών, των οποίων έχουν επιληφθεί (απόφαση της 8 Νοεμβρίου 2016, Ognyanov, C‑554/14, EU:C:2016:835, σκέψη 59).

===Σε ό,τι αφορά το Ν.3251/2004, στο εδάφιο ζ’ του άρθρου 11 προβλεπόταν ως υποχρεωτικός λόγος απαγόρευσης της εκτέλεσης του ΕΕΣ αν τούτο είχε εκδοθεί για αξιόποινη πράξη, η οποία με βάση τον ελληνικό ποινικό νόμο είχε τελεστεί εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο ελληνικό έδαφος. Όμως αυτή η πρόβλεψη καταργήθηκε με το άρθρο 30 Ν.4947/2022. Στην απόφαση πλαίσιο 2002/584 δεν προβλέπεται τέτοιος λόγος υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ΕΕΣ, παρά μόνο δυνητικής σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.7 εδ.α’.

===Ένα σύνηθες ζήτημα, που τίθεται στην πράξη για την άρνηση εκτέλεσης του ΕΕΣ, είναι η παραγραφή της πράξης ή της ποινής με βάση το ελληνικό δίκαιο, όταν έχει συλληφθεί στην Ελλάδα πρόσωπο, που πρέπει να εκδοθεί στο κράτος έκδοσης του ΕΕΣ. Ο ΑΠ για το ανωτέρω ζήτημα έχει εκδώσει την υπ’αριθ. 520/2010 απόφαση, με την οποία έγινε δεκτό ότι για τον υποχρεωτικό λόγο άρνησης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης του άρθρου 11 περ. δ΄ Ν 3251/2004, που αφορά την παραγραφή του εγκλήματος ή της ποινής σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους,  η παραγραφή της διαλαμβανόμενης στο υπό κρίση ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πράξης θα  κριθεί μόνο κατά τον ελληνικό ποινικό κώδικα υπό την έννοια ότι η οικεία αξιόποινη πράξη υπάγεται στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστικών αρχών σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους. Συνεπώς όταν η αξιόποινη πράξη, που αποδίδεται στον εκζητούμενο, έχει τελεσθεί από αλλοδαπό στην αλλοδαπή και  σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπαχθεί στην δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους και ειδικότερα στα άρθρα 5-8 ΠΚ, με τα οποία ορίζονται τα τοπικά όρια ισχύος των ελληνικών ποινικών νόμων, δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης του σχετικού λόγου άρνησης έκδοσης του εκζητούμενου.

=== Περαιτέρω είναι χρήσιμο να γίνει προσέγγιση αποφάσεων του ΔΕΕ, το οποίο απάντησε σε προδικαστικά ερωτήματα εθνικών δικαστηρίων σε ό,τι αφορά κρίσιμα – πρακτικά ζητήματα στο πεδίο της παράδοσης του εκζητούμενου με ΕΕΣ, δηλαδή στο πεδίο, κατά το οποίο έχει ήδη αποφαιστεί η εκτέλεση του ΕΕΣ και αυτό, που απομένει, είναι η μεταφορά του εκζητούμενου από το κράτος εκτέλεσης στο κράτος έκδοσης.

Η απόφαση του ΔΕΕ, που ενδιαφέρει, αφορά την υπόθεση C-804/21., ενώ η ερμηνευθείσα διάταξη ήταν αυτή του άρθρου 23 της απόφασης πλαίσιο 2002/584. Το εν λόγω άρθρο έχει ως εξής:

  1. Ο καταζητούμενος παραδίδεται το ταχύτερο δυνατόν σε ημερομηνία, που συμφωνείται μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρχών.
  2. Παραδίδεται το αργότερο δέκα ημέρες αφότου εκδόθηκε η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
  3. Εάν η παράδοση του καταζητουμένου, εντός της προθεσμίας, που προβλέπεται στην παράγραφο 2, αποδεικνύεται αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας σε ένα από τα κράτη μέλη, η δικαστική αρχή εκτέλεσης και η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος επικοινωνούν αμέσως μεταξύ τους και συμφωνούν νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.
  4. Η παράδοση μπορεί κατ’ εξαίρεση να αναστέλλεται προσωρινά για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους, εφόσον λ.χ. ευλόγως πιστεύεται ότι θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του καταζητουμένου. Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης γίνεται μόλις παύσουν να υφίστανται οι λόγοι αυτοί. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης ενημερώνει αμέσως σχετικά τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και συμφωνεί νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία. Η αναγκαία αποσαφήνιση στο σημείο αυτό είναι ότι όταν γίνεται λόγος για παράδοση του καταζητούμενου, τούτο προϋποθέτει ότι το κράτος εκτέλεσης αποφάνθηκε ήδη για την εκτέλεση του ΕΕΣ, που εκδόθηκε από το κράτος έκδοσης.

Έτσι το ΔΕΕ αποφάνθηκε:

Το άρθρο 23, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ έχει την έννοια ότι ο όρος «ανωτέρα βία» δεν καλύπτει τα νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση, τα οποία απορρέουν από την κίνηση νομικών διαδικασιών εκ μέρους του προσώπου, εις βάρος του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τα οποία οφείλονται στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, όταν η τελική απόφαση για την παράδοση έχει ληφθεί από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο. Περαιτέρω η παράγραφος 3 του άρθρου 23 έχει την έννοια ότι η απαίτηση για παρέμβαση της δικαστικής αρχής του κράτους εκτέλεσης, την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή, δεν πληρούται όταν το κράτος μέλος εκτέλεσης αναθέτει σε αστυνομική υπηρεσία, αφενός, να εξακριβώσει κατά πόσον συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας καθώς και κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις, που προβλέπονται για τη συνέχιση της κράτησης του προσώπου, εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και, αφετέρου, να καθορίσει, κατά περίπτωση, νέα ημερομηνία παράδοσης, τούτο δε ακόμη και εάν το πρόσωπο αυτό δικαιούται να προσφύγει ανά πάσα στιγμή ενώπιον της δικαστικής αρχής του κράτους  εκτέλεσης, προκειμένου αυτή να αποφανθεί επί των προαναφερθέντων στοιχείων. Επιπλέον το ΔΕΕ τόνισε ότι το άρθρο 23, παράγραφος 5, της απόφασης-πλαίσιο 2002/584 έχει την έννοια ότι οι προθεσμίες, που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 23, πρέπει να θεωρηθούν λήξασες, με συνέπεια ο εκζητούμενος να πρέπει να απολυθεί, όταν δεν έχει τηρηθεί η στην πράξη η απαιτούμενη παρέμβαση της δικαστικής αρχής εκτέλεσης, που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 3, της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο.

===Άλλη πτυχή, που αφορά τυχόν άρνηση εκτέλεσης του ΕΕΣ από το κράτος εκτέλεσης αφορά τις υποχρεώσεις του κράτους έκδοσης για πληροφόρηση του εκζητούμενου επί των δικαιωμάτων του με βάση το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης, όσο χρόνο όμως είναι κρατούμενος στο κράτος έκδοσης. Η απόφαση του ΔΕΕ, που ενδιαφέρει, είναι αυτή στην υπόθεση C-105/21. Σύμφωνα με αυτή:

Το άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σύμφωνα με το οποίο κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια), το άρθρο 47 του εν λόγω Χάρτη (που αφορά το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου), καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, που διαπνέουν το θεσμό του ΕΕΣ, έχουν την έννοια ότι η δικαστική αρχή έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος δυνάμει της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, δεν έχει καμία υποχρέωση να διαβιβάσει στο πρόσωπο, το οποίο αφορά το ένταλμα σύλληψης, την εθνική απόφαση σχετικά με τη σύλληψή του και τις πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες προσφυγής κατά της απόφασης αυτής όσο χρόνο το εν λόγω πρόσωπο βρίσκεται στο κράτος εκτέλεσης του επίμαχου εντάλματος και δεν έχει ακόμη παραδοθεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εκδόσής του. Τούτο απορρέει από την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, η οποία επιβάλλει στη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος να προβαίνει, στο μέτρο του δυνατού, σε σύμφωνη με την εν λόγω αρχή ερμηνεία του εθνικού της δικαίου και επομένως να διασφαλίσει έτσι αποτέλεσμα σύμφωνο με τον σκοπό, που επιδιώκει η απόφαση-πλαίσιο 2002/584. Κατά συνέπεια δεν υποχρεούται η εν λόγω δικαστική αρχή, δυνάμει του εθνικού δικαίου, να διαβιβάζει στο πρόσωπο, το οποίο αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, πριν από την παράδοσή του στις δικαστικές αρχές του κράτους μέλους έκδοσης, την εθνική απόφαση σχετικά με τη σύλληψή του και τις πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες προσφυγής κατά της απόφασης αυτής.

===Περαιτέρω ενδιαφέρον έχει η απόφαση του ΔΕΕ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑562/21 και C‑563/21 και αφορά την ερμηνεία των άρθρων 1 και 8 της απόφασης πλαίσιο 2002/584. Το άρθρο 1 έχει ως εξής:

  1. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση, η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου, που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας. 2. Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της απόφασης-πλαίσιο. 3. H απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι το ΔΕΕ  αποφάσισε ότι το άρθρο 1 της εν λόγω απόφασης‑πλαίσιο, έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης, που καλείται να αποφασίσει για την παράδοση προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, σε περίπτωση που έχει στη διάθεσή της στοιχεία, τα οποία μαρτυρούν την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, ιδίως όσον αφορά τη διαδικασία διορισμού των δικαστικών λειτουργών, μπορεί να αρνηθεί την παράδοση του εν λόγω προσώπου μόνον όμως εφόσον:

–        στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε με σκοπό την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας, διαπιστώσει ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, λαμβανομένων μεταξύ άλλων υπόψη των προσκομισθέντων από το πρόσωπο αυτό στοιχείων, που αφορούν τη σύνθεση του δικάσαντος την ποινική υπόθεση δικαστικού σχηματισμού ή οποιαδήποτε άλλη περίσταση, η οποία θεωρείται κρίσιμη για την εκτίμηση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του εν λόγω σχηματισμού, έχει προσβληθεί το θεμελιώδες δικαίωμα αυτού του προσώπου σε δίκαιη δίκη ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και

–        στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης, διαπιστώσει ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, λαμβανομένων μεταξύ άλλων υπόψη των προσκομισθέντων από τον ενδιαφερόμενο στοιχείων όσον αφορά την προσωπική κατάστασή του, τη φύση της αξιόποινης πράξης, για την οποία διώκεται, το πραγματικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ή οποιαδήποτε άλλη περίσταση, η οποία θεωρείται κρίσιμη για την εκτίμηση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του δικαστικού σχηματισμού που κατά πάσα πιθανότητα θα κληθεί να δικάσει την υπόθεσή του, το πρόσωπο αυτό διατρέχει, σε περίπτωση παράδοσης, πραγματικό κίνδυνο προσβολής του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος.

===Το ΔΕΕ ακόμη ασχολήθηκε με τις απαιτήσεις της δικαστικής προστασίας όταν το ΕΕΣ εκδίδεται στο πλαίσιο ποινικής δίωξης από αρχή, που δεν είναι δικαστήριο. Ειδικότερα έλαβε τη θέση οτι αυτές οι απαιτήσεις πληρούνται, όταν οι προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος αυτού και υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο εντός του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος. Υπογράμμισε όμως ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου δικαστικού ελέγχου δε συνιστά προϋπόθεση, προκειμένου η αρχή να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δικαστική αρχή έκδοσης. Περαιτέρω το ΔΕΕ τόνισε ότι σε περίπτωση που το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί από την εισαγγελική αρχή, όχι στο πλαίσιο ποινικής δίωξης, αλλά για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής απαγγελθείσας με τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση, οι απαιτήσεις, που απορρέουν από την αποτελεσματική δικαστική προστασία, δεν επιβάλλουν την πρόβλεψη αυτοτελούς ενδίκου μέσου κατά της απόφασης της εισαγγελικής αρχής για την έκδοση του ΕΕΣ (βλ. σχετ. το ανακοινωθέν τύπου 156/19 του ΔΕΕ με τις εκεί αναφερόμενες αποφάσεις του για τα πιο πάνω ζητήματα).

===Ακολούθως σημαντικό είναι το ζήτημα, που επιλύθηκε με την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑314/18. Ειδικότερα το άρθρο 5 της απόφασης – πλαίσιο 2002/584, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εγγυήσεις, που πρέπει να παρέχει το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος σε ειδικές περιπτώσεις», ορίζει τα εξής:

«Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να εξαρτηθεί κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης από μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:……όταν το πρόσωπο, κατά του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς τον σκοπό της δίωξης, είναι υπήκοος ή κάτοικος του κράτους μέλους εκτέλεσης, η παράδοση μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο κράτος μέλος εκτέλεσης ώστε να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος.» Ωστόσο προκύπτει ζήτημα στην εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου σε συνδυασμό με την απόφαση-πλαίσιο 2008/909, σκοπός της οποίας είναι η θέσπιση των κανόνων, σύμφωνα με τους οποίους ένα κράτος μέλος, προκειμένου να διευκολύνει την κοινωνική επανένταξη του καταδίκου, αναγνωρίζει καταδικαστική απόφαση και εκτελεί την ποινή άλλου κράτους σε αυτό. Στο άρθρο 3 της πιο πάνω απόφασης πλαίσιο αναφέρεται ότι τούτη  εφαρμόζεται μόνο στην αναγνώριση καταδικαστικών αποφάσεων και την εκτέλεση ποινών. Το γεγονός ότι, πέραν της ποινής, επιβάλλεται πρόστιμο ή και δήμευση, που δεν έχουν ακόμη καταβληθεί, ανακτηθεί ή εκτελεσθεί, δεν εμποδίζει τη διαβίβαση της καταδικαστικής απόφασης. Η αναγνώριση και εκτέλεση τέτοιων χρηματικών ποινών ή αποφάσεων δήμευσης σε άλλο κράτος μέλος βασίζεται στις νομοθετικές πράξεις, που ισχύουν μεταξύ των κρατών μελών και ειδικότερα στην απόφαση-πλαίσιο 2005/214 του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών [(ΕΕ 2005, L 76, σ. 16)] και την απόφαση-πλαίσιο 2006/783/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε αποφάσεις δήμευσης [(ΕΕ 2006, L 328, σ. 59)]. Το ΔΕΕ στην πιο πάνω  υπόθεση (C‑314/18) αποφάσισε ότι το άρθρο 5 εδ. 3 της απόφασης-πλαίσιο 2002/584 ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παράγραφος 3,  το άρθρο 3, παράγραφοι 3 και 4, και το άρθρο 25 της απόφασης-πλαίσιο 2008/909, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις, οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για τον σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση, κατά την οποία το κράτος μέλος εκτέλεσης εξαρτά την παράδοση υπηκόου ή κατοίκου, κατά του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, προς τον σκοπό της άσκησης ποινικής δίωξης από την προϋπόθεση της διαμεταγωγής του προσώπου αυτού, κατόπιν ακροάσεώς του, στο εν λόγω κράτος μέλος προκειμένου να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, που θα του επιβληθεί στο κράτος έκδοσης, το τελευταίο αυτό κράτος  υποχρεούται να προβεί στη διαμεταγωγή, μόλις καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, εκτός αν συγκεκριμένοι λόγοι απτόμενοι του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας του καταδικασθέντος ή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης καθιστούν απαραίτητη την παρουσία του προσώπου αυτού στο εν λόγω κράτος έως την οριστική περάτωση άλλων διαδικασιών, που εντάσσονται στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας σχετικά με την αξιόποινη πράξη λόγω της οποίας εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

===Πρακτικά ζητήματα ανακύπτουν στο κεφάλαιο της αναβολής παράδοσης του εκζητούμενου και προς τούτο αξιομνημόνευτη είναι η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-492/22. Εφαρμοστέα διάταξη εν προκειμένω είναι το άρθρο 24, παράγραφος 1 της απόφασης-πλαίσιο 2002/584, σύμφωνα με την οποία η δικαστική αρχή εκτέλεσης δύναται, αφού αποφασίσει την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, να αναβάλει την παράδοση του καταζητουμένου ούτως ώστε να μπορέσει να διωχθεί στο κράτος μέλος εκτέλεσης ή, εάν έχει ήδη καταδικασθεί, να μπορέσει να εκτίσει στο έδαφος του κράτους αυτού καταγνωσθείσα ποινή για πράξη διαφορετική από εκείνη, που αναφέρεται στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Το ΔΕΕ για την πιο πάνω διάταξη αποφάνθηκε ότι τούτη έχει την έννοια ότι η απόφαση αναβολής της παράδοσης, συνιστά απόφαση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η οποία, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαίσιο, πρέπει να λαμβάνεται  μόνο από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης. Όταν μια τέτοια απόφαση δεν λαμβάνεται από την αρχή αυτή και παρήλθαν οι προθεσμίες του άρθρου 23, παράγραφοι 2 έως 4, της απόφασης-πλαίσιο (δηλαδή η προθεσμία των 10 ημερών από την απόφαση για την έκδοση ή η τυχόν προθεσμία αναστολής για ανθρωπιστικούς λόγους), το πρόσωπο, σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πρέπει να απολυθεί, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 5, της ίδιας απόφασης-πλαισιο. Επίσης δεν αντιβαίνει στην ανωτέρω διάταξη το γεγονός ότι πρόσωπο, σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η παράδοση του οποίου στις αρχές του κράτους μέλους έκδοσης αναβλήθηκε ούτως ώστε να μπορέσει να διωχθεί στο κράτος μέλος εκτέλεσης, συνεχίζει να κρατείται, βάσει του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, κατά τη διάρκεια της επίμαχης ποινικής διαδικασίας.

===Στην εκτέλεση του ΕΕΣ ανακύπτει εφαρμογή του άρθρου 54 της Συνθήκης Σένγκεν. Τούτο αφορά την αδυναμία εκτέλεσης ΕΕΣ για ποινή, που έχει ήδη εκτελεστεί για τα ίδια περιστατικά. Τέσσερα είναι τα σημεία, που πρέπει να εξεταστούν στο πεδίο αυτό. Ειδικότερα:

1ον Το κατάλληλο κριτήριο για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου συνίσταται σε αυτό της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, υπό την έννοια ενός συνόλου περιστατικών άρρηκτα συνδεδεμένων μεταξύ τους, ανεξάρτητα από τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών ή του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος·

2ον. Τα πραγματικά περιστατικά συνιστάμενα στην κατοχή αλλοδαπών λαθραίων προϊόντων καπνού εντός συμβαλλομένου κράτους και στην εισαγωγή και κατοχή των ίδιων προϊόντων καπνού εντός άλλου συμβαλλομένου κράτους, τα οποία χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος διώχθηκε εντός δύο συμβαλλομένων κρατών, είχε εξ αρχής την πρόθεση να μεταφέρει τα προϊόντα καπνού, αφότου αυτά περιήλθαν το πρώτον στην κατοχή του, προς έναν τελικό προορισμό διερχόμενος από διάφορα συμβαλλόμενα κράτη, συνιστούν συμπεριφορές, που μπορούν να εμπίπτουν στην έννοια των «ιδίων πραγματικών περιστατικών» κατά το εν λόγω άρθρο 54. Η οριστική σχετική εκτίμηση απόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές.

3ον.   Κατά την έννοια του άρθρου 54 της Συμφωνίας του Σένγκεν, η ποινή, που επιβάλλει δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους, «έχει ήδη εκτισθεί» ή «εκτίεται» σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος έχει καταδικαστεί, σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω συμβαλλομένου κράτους, σε ποινή φυλακίσεως με αναστολή.

4ον.  Κατά την έννοια του άρθρου 54 της  Συμφωνίας του Σένγκεν, η ποινή, που επέβαλε δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους, δεν πρέπει να θεωρείται ότι «έχει ήδη εκτισθεί» ή «εκτίεται», σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος έχει κρατηθεί στο αστυνομικό τμήμα ή έχει τεθεί υπό καθεστώς προσωρινής κράτησης για μικρό χρονικό διάστημα και, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους, που εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, η στέρηση αυτή της ελευθερίας πρέπει να συνυπολογίζεται κατά τη μετέπειτα έκτιση της ποινής φυλακίσεως. Η σχετική απόφαση του ΔΕΕ  αφορά την υπόθεση C-288/05.

Ε.Ζαφειριάδης, Οι προβληματικές των διατάξεων για τη δωροδοκία και δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα

Οι προβληματικές των διατάξεων για τη δωροδοκία και δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα

 

Εισαγωγή

Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη διαφθορά υπεγράφη στο Στρασβούργο στις 27 Ιανουαρίου 1999[1], ενώ τέθηκε σε ισχύ από την 1/7/2002. Σε αυτήν περιλαμβάνονται διατάξεις και συγκεκριμένα τα άρθρα 7 και 8, τα οποία αφορούν στην δωροδοκία και δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα (πρώην ενεργητική και παθητική δωροδοκία). Το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση υπογράφτηκε επίσης στο Στρασβούργο, στις 15 Μαΐου 2003.

Η επεξηγηματική έκθεση της ανωτέρω σύμβασης περιγράφει την ανάγκη αναγωγής της δωροδοκίας και δωροληψίας στον ιδιωτικό τομέα σε ποινικό αδίκημα, διότι με αυτό τον τρόπο μειώνονται αρχές όπως αυτές της εμπιστοσύνης, της εχεμύθειας ή της αφοσίωσης, οι οποίες είναι απαραίτητες ούτως ώστε να αναπτυχθούν οι κοινωνικοοικονομικές σχέσεις. Ακόμα όμως και σε περίπτωση όπου δεν υφίσταται περιουσιακή βλάβη για το θύμα, η διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα προκαλεί ζημία στην κοινωνία εν συνόλω.

Όσον αφορά τη συγκεκριμένη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη διαφθορά, θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η κύρωσή της δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου υιοθέτηση της υποχρέωσης ποινικοποίησης της δωροδοκίας και δωροληψίας στον ιδιωτικό τομέα από τα κράτη μέλη, τα οποία έχουν διακριτική ευχέρεια εν προκειμένω[2]. Η Ελλάδα, πάντως, κύρωσε την εν λόγω σύμβαση με το νόμο 3560/2007[3], χωρίς να διατυπώσει επιφυλάξεις[4].

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3560/2007, η ποινικοποίηση της δωροδοκίας και δωροληψίας στον ιδιωτικό τομέα εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς, ήτοι: α) να προστατευθεί η πίστη και εμπιστοσύνη στις ιδιωτικές συναλλαγές, β) να τηρηθεί ο υγιής ανταγωνισμός και γ) να διατηρηθεί η ποινική προστασία σε τομείς δραστηριοτήτων που… μέσω ιδιωτικοποιήσεων μεταφέρθηκαν σταδιακά στη διαχειριστική εξουσία των ιδιωτικών επιχειρήσεων[5]. Η ποινικοποίηση, επομένως, της δωροδοκίας και δωροληψίας στον ιδιωτικό τομέα συμβάλλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση της αδιαφάνειας και της ιδιοτέλειας στις ιδιωτικές- επιχειρηματικές συναλλαγές[6].

Ο όρος επιχειρηματική δραστηριότητα (business activity) εν ευρεία εννοία περιλαμβάνει καθετί που διεξάγεται με το σκοπό του κέρδους, ιδίως μέσω εμπορίας αγαθών και παροχής υπηρεσιών. Η αγγλική διατύπωση σχετικά με « πρόσωπα που εργάζονται με οποιαδήποτε ιδιότητα για φορείς του ιδιωτικού τομέα» (any persons who direct or work for, in any capacity, private sector entities) περιλαμβάνει τις σχέσεις συνεργασίας, στις οποίες υφίσταται η έννοια του καθήκοντος, ήτοι της υποχρέωσης πίστης είτε της σχέσης εμπιστοσύνης που δεν συμπεριλαμβάνει μόνο μισθωτούς υπαλλήλους, αλλά επιπλέον και συνεταίρους ή συνεργάτες με σύμβαση παροχής υπηρεσιών (εντολοδόχους), όπως οι δικηγόροι (τροποποίηση που επήλθε με το Ν.4619/2019)[7].

Η ανάγκη για περαιτέρω τροποποιήσεις

Με κύριο στόχο να προστατευθούν τα οικονομικά μεγέθη και συμφέροντα, ποινικοποιήθηκε η διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα με τη μεταφορά των ενωσιακών επιταγών στην εθνική μας έννομη τάξη. Εν προκειμένω, η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη διαφθορά δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να ποινικοποιήσουν οπωσδήποτε τη δωροδοκία και δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα, αναγνωρίζοντας σε αυτά δικαίωμα επιφυλάξεων[8].

Η δωροδοκία και δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα αφορούν μόνο σε πράξεις που τελούνται κατά παράβαση των καθηκόντων του εργαζομένου. Επομένως, πράξεις διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα οι οποίες είναι σύμφωνες με τα καθήκοντα αυτά, είναι ποινικώς αδιάφορες. Κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη, η παραβίαση ενός καθήκοντος από τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα δεν κρίνεται επαρκής, ώστε να δικαιολογηθεί η ποινικοποίηση των ανωτέρω εγκλημάτων διαφθοράς.

Υποστηρίζεται σθεναρά ότι παρόλο που ο χρηματισμός των εργαζομένων μιας επιχείρησης θεωρείται μεμπτός, τούτη η συμπεριφορά δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά μόνο παραβίαση των ιδιωτικών συμβατικών σχέσεων και λειτουργιών των επιχειρήσεων στον έξω κόσμο. Εφόσον, λοιπόν, δεν προσβάλλεται κατ’αυτό τον τρόπο η περιουσία των επιχειρήσεων ή οποιουδήποτε τρίτου, είναι απολύτως αδύνατο να στρεβλωθεί έτσι ο ανταγωνισμός[9].

Aν και τα κράτη μέλη ήταν υποχρεωμένα να προσδιορίσουν το περιεχόμενο της παράβασης καθήκοντος, οι ρυθμίσεις του ελληνικού ποινικού δικαίου συνεχίζουν να αντιβαίνουν στην αρχή nullum crimen nulla poena sine lege certa (κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς ορισμένο νόμο, άρθρο 1 ΠΚ). H επιλογή του νομοθέτη να μην συνδέσει τη διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα με ορισμένες συνέπειες για τον ανταγωνισμό, την περιουσία των επιχειρήσεων ή του καταναλωτή κρίνεται προβληματική. Έτσι, δεν δύνανται οι πολίτες να γνωρίζουν ποιες συμπεριφορές υπάγονται στην έννοια της διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα, βάσει του άρθρου 396 ΠΚ[10].

Επιπλέον, το καθήκον πίστεως, μια αόριστη και ασαφής έννοια, φαίνεται να περικλείει πολλούς κανόνες, ακόμη κι αυτούς που έχει θέσει ο εργοδότης, καθώς ο τελευταίος καθορίζει ποιες συμπεριφορές δύνανται να θεωρηθούν αξιόποινες μέσω των συμβατικών σχέσεων, με τους εσωτερικούς κανονισμούς και τις προφορικές οδηγίες που δίνει στους εργαζομένους. Αυτές οι οδηγίες, ωστόσο, δεν έχουν σταθερή βάση, καθότι δίνονται in concreto και δεν προκύπτουν από συγκεκριμένο κανονιστικό πλαίσιο, αλλά εξαρτώνται από τη φύση της θέσεως ή της υπηρεσίας, πράγμα το οποίο δύναται να οδηγήσει σε άτοπα. Το καθήκον πίστης συνεπάγεται ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται στην αποφυγή κάθε επιβλαβούς ενέργειας εις βάρος του εργοδότη είτε της επιχειρήσεως, περιλαμβάνοντας υποχρεώσεις που διαφέρουν ανάλογα με το αντικείμενο της σύμβασης[11].

Το περιεχόμενο και τα όρια της υποχρέωσης πίστης καθορίζονται από τη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα σε εργοδότη και εργαζόμενο. Συγκεκριμένα, στα πλαίσια της υποχρέωσης αυτής προς τον εργοδότη, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να απέχουν από πράξεις που δύνανται να βλάψουν τα συμφέροντα του πρώτου. Επιπροσθέτως, προβληματικός από την άποψη αυτή είναι ο μη περιορισμός και η μη εξειδίκευση του καθήκοντος πίστης των εργαζομένων σε ορισμένο νομοθετικό πλαίσιο.

Υποστηρίζεται[12] ακόμη η άποψη ότι οι διατάξεις του άρθρου 396 ΠΚ λειτουργούν ως λευκοί ή χωλοί ποινικοί νόμοι, με την έννοια ότι η βούληση των εκάστοτε εργοδοτών κρίνεται αποφασιστική για την έκταση που λαμβάνουν αξιόποινες συμπεριφορές που δεν περιγράφονται σε κυρωτικούς κανόνες. Επομένως, εφόσον οι προαναφερθείσες συμπεριφορές δεν προκύπτουν ευθέως εκ του νόμου, βάσει και του άρθρου 7 παρ. 1 Συντάγματος (αρχή νομιμότητας)[13], οι διατάξεις για τη δωροδοκία και δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα κρίνονται αόριστες και αντισυνταγματικές.

Η αυτολεξεί μεταφορά ξένου κειμένου από την εγχώρια νομοθεσία, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο συμβατότητας, οδηγεί σε παραβίαση των βασικών εγγυήσεων και θεμελιωδών αρχών του ελληνικού Ποινικού Δικαίου. Ιδίως στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η παραγωγή κανόνων Ποινικού Δικαίου δεν θα πρέπει να αντίκειται στις θεμελιώδεις αξίες, στις οποίες τόσο η Ε.Ε. όσο και τα κράτη μέλη δεσμεύονται εκ των ιδρυτικών Συνθηκών να σεβαστούν. Αυτές οι αρχές έχουν να κάνουν με τη χρησιμοποίηση του Ποινικού Δικαίου ως έσχατης λύσης (ultima ratio) και με το σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας ανάμεσα στο έγκλημα και την ποινή[14]. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι οι καταχρήσεις στο Ποινικό Δίκαιο παρεμποδίζουν σε πολλές περιπτώσεις την ομαλή λειτουργία της οικονομίας.

Σύμφωνα με τον Χατζηκώστα, η επιλογή του νομοθέτη να ποινικοποιήσει τη διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα οδηγεί στον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, λόγω της παραβίασης της αρχής της επικουρικότητας του Ποινικού Δικαίου και της αναλογικότητας, καταλήγοντας στη διάβρωση των Ποινικών Επιστημών, καθώς έτσι υπονομεύεται το κύρος και η αξιοπιστία του[15].

Προκειμένου να αποκατασταθεί η συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος), θα πρέπει η διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα να ερμηνευθεί στενά, προσθέτοντας στην αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 396 ΠΚ έναν άγραφο όρο[16] που συνίσταται στη συγκεκριμένη υπό τις περιστάσεις δυνατότητα της πράξης να στρεβλώνει τον οικονομικό ανταγωνισμό είτε την περίπτωση να τεθεί σε κίνδυνο η περιουσία των επιχειρήσεων ή των καταναλωτών.

Αντί επιλόγου

Η τυποποίηση της διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα έγινε με βιαστικό και πρόχειρο τρόπο από τον Έλληνα νομοθέτη, χωρίς να εξετασθεί ουσιαστικά η συμβατότητα με τα διεθνή κείμενα. Δεν υπάρχει εν προκειμένω σαφής περιγραφή των αξιόποινων συμπεριφορών, βάσει του άρθρου 396 ΠΚ. Όπως αναλύσαμε προηγουμένως, η Ελλάδα δεν χρησιμοποίησε τη δυνατότητα που της αναγνώρισε-μεταξύ άλλων- η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, διευρύνοντας μάλιστα το περιεχόμενο αυτής. Αγνόησε μάλιστα τις κατευθύνσεις των διεθνών κειμένων σε σχέση με το ύψος των απειλούμενων ποινικών κυρώσεων για τη διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα[17].

Είναι δεδομένο ότι δεν τέθηκαν περαιτέρω περιορισμοί από τον Έλληνα νομοθέτη. Πιο συγκεκριμένα, δεν περιορίσθηκε ο κύκλος καθηκόντων των εργαζομένων για συμπεριφορές που αποτελούν το αντικείμενο των παράνομων συναλλαγών, αλλά ούτε και η έκταση των αξιόποινων πράξεων, παρότι αυτή η δυνατότητα υπήρχε εκ των σχετικών διεθνών κειμένων[18].

Με βάση λοιπόν τα προλεχθέντα, οι διατάξεις για τα αδικήματα διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα, όπως προβλέπονται εκ του άρθρου 396 ΠΚ, εγείρουν προβληματισμούς και χρήζουν περαιτέρω τροποποιήσεων. Οι παραπάνω σκέψεις μας αναγκάζουν να προβληματισθούμε σε σχέση με το πώς οριοθετούνται και ποινικοποιούνται ορισμένες συμπεριφορές. Δεν θα πρέπει εν προκειμένω να παραβιάζονται οι αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας και της επικουρικότητας του Ποινικού Δικαίου.

Κλείνοντας, υποστηρίζεται σθεναρά ότι η διατήρηση μέσω του νέου άρθρου 396 ΠΚ των αξιόποινων συμπεριφορών της δωροδοκίας και δωροληψίας στον ιδιωτικό τομέα θεωρείται προβληματικό στοιχείο. Και τούτο διότι, όσον αφορά στον ιδιωτικό τομέα η υπόσχεση ή παροχή ανταλλάγματος ή ωφελήματος κάτω από συνθήκες παραβίασης της επαγγελματικής ηθικής, αποτελούν συχνά φαινόμενα της καθημερινότητας και τείνουν να αναδειχθούν σε κοινωνικά πρόσφορες συμπεριφορές. Κατά την άποψη αυτή λοιπόν, το να αναχθούν τέτοιου είδους αθέμιτες συναλλαγές σε ποινικά αδικήματα, με δεδομένο ότι λαμβάνουν χώρα αμιγώς στο πλαίσιο του ιδιωτικού τομέα, είναι δικαιοπολιτικά περιττό[19].

——————

[1] Criminal Law Convention on Corruption, no. 173, Strasbourg, 27.1.1999. Βλ. και Κοινή Δράση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα (1998), Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της Διαφθοράς (2003) και Απόφαση-Πλαίσιο 2003/568/ΔΕΥ.

[2] Βλ. άρθρα 36-37 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Διαφθορά και άρθρα 21-22 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τη Διαφθορά σε Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι/ Θ. Παπακυριάκου, Στοιχεία Ενωσιακού Ποινικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2019, σελ. 85.

[3] Μάλιστα, η αιτιολογική έκθεση του Ν. 3560/2007 αναφέρει ότι τα φαινόμενα διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα πλήττουν ευθέως το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνία ως σύνολο, πρβλ. Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι/ Θ.Παπακυριάκου, ό.π., σελ. 86.

[4] Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου,(2012). Η δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα: νεότερες εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ποινική Δικαιοσύνη, 15 (1), 38-49, σελ 40. Βλ. και άρθρο 37 παρ.1 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης, no 173 (1999).

[5] Αιτιολογική έκθεση Ν.4619/2019, εικοστό τρίτο κεφάλαιο.

[6] Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ. 41.

[7] Α. Χαραλαμπάκης. Ο Νέος Ποινικός Κώδικας- Συνοπτική ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 4619/2019, Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, σελ. 338.

[8] Ό.π., σελ. 40.

[9] Η.Αργυροηλιόπουλος. Η ιδιωτική και δημόσια διαφθορά ως έγκλημα αθέμιτου ανταγωνισμού- Μια προσέγγιση υπό το πρίσμα των επιχειρηματικών συναλλαγών, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σελ. 16. Ν.Μπιτζιλέκης. Η διαφθορά ως νομικό και πολιτικό πρόβλημα, ΠοινΧρ 2009, σελ. 97 επ. (99).

[10] Α.Διονυσοπούλου. Σκέψεις για την ενεργητική και παθητική δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, σε Τιμ. Τομ. για τον Α. Καρρά, σελ 61-62.

[11] Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ. 42-43.

[12] Κ.Χατζηκώστας (2010). Η δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα. Νομική Βιβλιοθήκη. σελ. 72.

[13] Βλ. άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος: «Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της».

[14] Μ.Καΐάφα-Γκμπάντι. Σύγχρονες εξελίξεις του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Ποινικού Δικαίου, ΕνΕλλΠοιν, 2009, σελ. 186.

[15] Κ.Χατζηκώστας, ό.π., σελ. 17.

[16] Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ. 43.

[17] Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ. 48-49.

[18] ibid.

[19] Α. Χαραλαμπάκης, ό.π., σελ. 339.

Κ.Κοσμάτος, Η στέρηση της ελευθερίας των ανηλίκων: η εξαίρεση που μπορεί να γίνει κανόνας

Η στέρηση της ελευθερίας των ανηλίκων: η εξαίρεση που μπορεί να γίνει κανόνας

 

(Πρώτη δημοσίευση στην Εφημερίδα των Συντακτών, φύλλο της 10/1/2024, διαθέσιμο σε: https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/418017_i-sterisi-tis-eleytherias-ton-anilikon-i-exairesi-poy-mporei-na-ginei)

 

Κώστας Κοσμάτος,

Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ

 

         Ήδη στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Ν 2101/1992) γίνεται ρητά αναφορά στην αποφυγή της υπερβολικής χρήσης στερητικών της ελευθερίας μέτρων στους ανηλίκους δράστες, έτσι ώστε αυτά να αποτελούν το έσχατο μέσο (ultima ratio) μεταχείρισής τους, μόνο σε εξαιρετικές (από άποψη σοβαρότητας της πράξης) περιπτώσεις, όπως επιτάσσει η αρχή της αναλογικότητας.

         Στο πλαίσιο αυτό ο Έλληνας ποινικός νομοθέτης ανταποκρίθηκε, καθώς προέβλεψε ότι οι ανήλικοι που «κινδυνεύουν» με εγκλεισμό σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων θα πρέπει να έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους και η πράξη τους να είναι κακούργημα και να εμπεριέχει στοιχεία βίας ή να στρέφεται κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας. Η παραπάνω επιλογή είναι απολύτως σύμφωνη με τις αρχές που διαγράφονται σε διεθνή κείμενα, όπως στους «Στοιχειώδεις Κανόνες των Ηνωμένων Εθνών για την Απονομή Δικαιοσύνης σε ανηλίκους» (Κανόνες του Πεκίνο) και στις «Κατευθυντήριες Γραμμές των Ηνωμένων Εθνών για την Πρόληψη της παραβατικότητας των ανηλίκων» (Κανόνες του Ριάντ).

         Με το ΣχΝ του Υπουργείου Δικαιοσύνης οι παραπάνω προϋποθέσεις για την επιβολή του περιορισμού σε τροποποιούνται, καθώς θα αρκεί για την επιβολή του εγκλεισμού η τέλεση (οποιουδήποτε) κακουργήματος, ανεξάρτητα από το είδος του εγκλήματος (βίας) ή του ύψους της προβλεπόμενης στο νόμο ποινής. Αντίστοιχα, στο πεδίο της προδικασίας, διευρύνεται η δυνατότητα επιβολής προσωρινής κράτησης σε όλες τις περιπτώσεις τέλεσης κακουργήματος από ανήλικο.

         Η επίσημη αιτιολογία της τροποποίησης αυτής έχει δύο αντιφατικούς άξονες:

         α) Ότι «με την υφιστάμενη διάταξη έχουν εντοπιστεί να ευρίσκονται εκτός του ρυθμιστικού πεδίου της διάταξης περιπτώσεις σοβαρότατων κακουργημάτων μείζονος ποινικής και κοινωνικής απαξίας (λ.χ. διακεκριμένη διακίνηση ναρκωτικών, παράνομη προώθηση αλλοδαπών)». Ωστόσο, εάν τούτο ήθελε πράγματι ο νέος νομοθέτης, θα έθετε ως προϋπόθεση την πρόβλεψη για υψηλή απειλούμενη στο νόμο ποινή (π.χ. την κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών) και όχι την τέλεση οποιουδήποτε κακουργήματος (δηλαδή και των διακεκριμένων κλοπών).

         β) Ότι «οι οριζοντίως ευμενείς διατάξεις για τους ανήλικους επιφέρουν συχνά αντίθετα αποτελέσματα καθώς τους καθιστούν πρόσφορους σε εκμετάλλευση από εγκληματικές οργανώσεις (π.χ. για να διακινούν ναρκωτικά) επειδή ακριβώς δεν απειλούνται με στερητικές ελευθέριας ποινές λόγω της ανηλικότητας». Είναι, όμως, απορίας άξιο γιατί η προτεινόμενη «προστασία» των ανηλίκων από την εκμετάλλευσή τους από εγκληματικές οργανώσεις δεν απαντάται με αυστηροποίηση των πράξεων των εγκληματικών οργανώσεων, αλλά με αυστηροποίηση των ευάλωτων ανηλίκων.

         Είναι εμφανές ότι η θεωρητική αφετηρία της παραπάνω πρόβλεψης έχει σχέση με την παγίωση του δόγματος «νόμος και η τάξη», που αποτελεί ένα βασικό εργαλείο που χρησιμοποιείται προκειμένου να νιώσει ασφάλεια η κοινότητα, με τη δημιουργία ανελαστικών αντιλήψεων που στηρίζονται στον φόβο και νομιμοποιούν αυταρχικές κατασταλτικές μεθόδους.  Χαρακτηριστική κορύφωση της προσέγγισης αυτής αποτελεί η απόδοση «μηδενικής ανοχής» σε χαρακτηρισμένες ως παρεκκλίνουσες ομάδες και εγκληματικές συμπεριφορές: ο στόχος είναι να εξουδετερωθεί ο «εσωτερικός εχθρός» και με τον τρόπο αυτό να νιώσει ασφάλεια η κοινότητα. Συνεπώς, η αντιμετώπιση της ανήλικης εγκληματικότητας θα πρέπει να αντιμετωπίζεται δραστικά με την πρώτη της εμφάνιση, καθώς σε διαφορετική περίπτωση το «μέλλον» του ανηλίκου δράστη διαγράφεται απολύτως εγκληματικό.

         Η παραπάνω επιλογή, έχει σίγουρα επικοινωνιακό προβάδισμα, ωστόσο δεν συνεκτιμά ότι η στέρηση της ελευθερίας των ανηλίκων επιτείνει τον στιγματισμό τους, ενισχύει την ιδρυματοποίησή τους και τους οδηγεί μαθηματικά στην υποτροπή τους. Ιδίως, όταν η στέρηση της ελευθερίας των ανηλίκων υλοποιείται υπό τις γνωστές δυσμενείς συνθήκες και με κυρίαρχα τιμωρητικό προσανατολισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Συνήγορος του Πολίτη σε Έκθεση – Αυτοψία του το 2015 στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Κορίνθου, υποστηρίζει, ότι θα πρέπει να επιδιωχθεί η κατάργηση της κράτησης των ανηλίκων σε φυλακές, ενώ η διατήρησή της θα πρέπει να προβλέπεται μόνο για ελάχιστες περιπτώσεις σοβαρών αδικημάτων, όπως λ.χ. εγκλήματα κατά της ζωής και αποκλειστικά ως έσχατη λύση για αυτούς που έχουν συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας τους.

         Η άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής στο πεδίο των ανηλίκων δραστών απαιτεί μεθοδολογία και αναλυτικό σχεδιασμό, ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο, αφομοίωση εμπειριών, αλλαγή στάσεων και αντιλήψεων (με αποστασιοποίηση από την καλλιέργεια του φόβου του εγκλήματος στην κοινή γνώμη, όπως καλλιεργείται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης), τόλμη αλλά και πολιτική/ιδεολογική θέση με κοινό συνεκτικό άξονα την υιοθέτηση της βασικής αρχή της διαπαιδαγώγησης που (κατά τα διεθνή πρότυπα πρέπει να) διέπει την ποινική μεταχείριση των ανηλίκων.

Γ.Κτιστάκης, Παρατηρήσεις στο Σχέδιο για την ποινική δίκη

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ

Γιώργος Κτιστάκης,

Δ.Ν. Αντεισαγγελέας Α.Π. επιτ.

 

 

         «Σκοπός του παρόντος είναι η επιτάχυνση η ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης μέσω συγκεκριμένων παρεμβάσεων στον Ποινικό Κώδικα… η βελτίωση και ο εξορθολογισμός του νομικού πλαισίου…» κλπ. Αυτοί είναι οι στόχοι που θέτει το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

         Εντούτοις διαπιστώνω ότι υπάρχουν ορισμένες απαραίτητες προϋποθέσεις που λείπουν από το σχέδιο ως αποτέλεσμα του ότι αποφεύγεται να θιγούν τα στενά και ανορθολογικά ‘’συντεχνιακά συμφέροντα’’ δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων. Αναγνωρίζω ότι οι απόψεις αυτές είναι ακανθώδεις και δυσχερείς στην αποδοχή τους. Παρά ταύτα αυτές οι τομές θα επαναφέρουν τις αρχές του κράτους δικαίου και της απρόσκοπτης λειτουργίας της απονομής της δικαιοσύνης σε πρώτη προτεραιότητα και πέρα από τα ‘’συμφέροντα’’ που κρίνεται (και κρινόταν έτσι πάντα) ότι δεν μπορούν να θιγούν. Σαφές όμως είναι ότι η προηγούμενη θέσπισή τους θα καταστήσει δυνατό τον εξορθολογισμό της λειτουργίας απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Οι προϋποθέσεις όμως αυτές είναι εκείνες που όσοι τις ενστερνίζονται αναγνωρίζουν αντικειμενικά την αναγκαιότητά τους και την καταλυτική συνεισφορά τους στη δυνατότητά τους να εξοβελίσουν τις παρούσες αβελτηρίες και να καταστήσουν εφικτό τον εξορθολογισμό. Ταυτόχρονα διαπιστώνουν ότι ενδεχόμενη προώθησή τους θα τους έφερνε αντιμέτωπους με ένα ‘’μέτωπο’’ αντιδράσεων και θα ματαίωνε την όποια προσπάθεια (ελλιπούς και αναποτελεσματικού) εξορθολογισμού, με αποτέλεσμα να κρίνονται εκποδών και να μην περιλαμβάνονται στο σχέδιο. Αυτό όμως θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε άλλη μια χαμένη ευκαιρία, όπως τόσες και τόσες που προηγήθηκαν στην Ελλάδα. Το θέλουμε όμως αυτό; Θέλουμε να επαναλάβουμε τα ‘’μπαλώματα’’ του παρελθόντος ή αποφασίζουμε σήμερα να προχωρήσουμε σε τομές παραβλέποντας τις αντιδράσεις; Και η απορία τίθεται ωμά: Επιθυμούμε να κάνουμε άλλη μια υποχώρηση όπως στην προσπάθεια Γιαννίτση-Τσακλόγλου-Σπράου με την αναμόρφωση του ασφαλιστικού το 2001 (περιττό να θυμίσω την απόσυρσή του τότε, και όσα επακολούθησαν μετά το 2008. Άλλωστε η κατάσταση σήμερα στη Δικαιοσύνη είναι ανάλογη με την τότε στο Ασφαλιστικό).  Ιδού η απορία.

         Στα πλαίσια του παρόντος –ελλιπούς και αποσπασματικού όπως παραπάνω προεισαγωγικά εξέθεσα– κειμένου δεν θα εκφέρω γνώμη για τις διατάξεις του σχεδίου (εκτός από μία περίπτωση), διότι εκτιμώ πως, προέχει να τεθούν υπόψη της Βουλής ορισμένες ακόμα διατάξεις στο σχέδιο προς ψήφιση. Έτσι αφού λάβουν και αυτές υπόψη, εκ των ων ουκ άνευ νομίζω, να μπορέσει να προχωρήσει η νομοθέτηση. Επομένως πριν την παράθεση και προσέγγιση των νέων διατάξεων, δεν έχει κανένα νόημα η ανάλυση του συνόλου των νέων προτάσεων. Βεβαίως και αναλαμβάνω συνειδητά τον ‘’κίνδυνο’’ να είμαι δυσάρεστος προς πρώην συναδέλφους μου και του λοιπούς παράγοντες απονομής της Δικαιοσύνης.

         Όπως όλοι έχουμε ουσιαστικά συνειδητοποιήσει, ακόμα και αν δεν το ομολογούμε (κατ’ ιδίαν και μόνο στον εαυτό μας) οι βασικότερες παθογένειες κατά την απονομή της δικαιοσύνης είναι αυτές για τις οποίες το σχέδιο δεν κάνει λόγο. Έχουν σχέση με τους δικαστικούς λειτουργούς, τους δικηγόρους, τους δικαστικούς υπαλλήλους και τις υλικοτεχνικές υποδομές. Δηλαδή:

         Ι. Η μεγαλύτερη μάστιγα είναι οι αλλεπάλληλες αναβολές με αίτημα του ενός διάδικου (ή και των δύο). Συνήθως οι συνήγοροί τους έχουν κάποια άλλη δίκη. Κατανοητό. Η απάντηση όμως σ’ αυτό είναι πως βεβαίως και θα δοθεί αναβολή, αυτή όμως θα (πρέπει να θεσπιστεί ότι θα) είναι η μία και μοναδική και θα μπορεί να δοθεί για κάποια άλλη δικάσιμο αλλά με την ίδια σύνθεση (είναι άλλωστε γνωστό πως συχνά το αίτημα της αναβολής δεν εδράζεται σε παράλληλη εργασία, αλλά στο ότι μέλος, ή μέλη της σύνθεσης του Δικαστηρίου δεν είναι ‘’αρεστά’’ (χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις). Έτσι οι αναβολές θα σταματήσουν. Άλλωστε η τεχνική επίλυση του προβλήματος είναι απλή: ένας προγραμματιστής θα καταρτίσει το πρόγραμμα για τον Η.Υ. λαμβάνοντας υπόψη του πόσες φορές μηνιαίως ένας δικαστικός λειτουργός δικάζει σε ποινικά και αστικά δικαστήρια ώστε να το συνυπολογίσει. Ενδεχομένως η εμβόλιμη δικάσιμος της αρχικής σύνθεσης να είναι μόνο για μία υπόθεση. Ουδείς απασχολήθηκε διαχρονικά με τις αναβολές που ορισμένοι (και όχι σπάνια οι ίδιοι) δικαστικοί χορήγησαν περισσότερες της μιας αναβολές στην ίδια υπόθεση. Όταν δημοσιεύτηκε ότι ανώτατος δικαστής, όχι από τον Άρειο Πάγο, είχε χορηγήσει είκοσι μία (21) αναβολές στην ίδια υπόθεση, ο κόσμος θορυβήθηκε, αλλά δεν κατάφερα να βρω διάψευση από την ηγεσία του συγκεκριμένου δικαστηρίου δηλαδή: ‘’αυτό δεν συνέβη και είναι ψευδές’’ (άλλωστε η βέβηλη σκέψη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κανένας δεν ενδιαφέρεται να άρει τα προβλήματα ‘’θίγοντας τα όσια και ιερά’’: δεν πρέπει να κακοκαρδίσουμε κανέναν παράγοντα της απονομής και κυρίως όχι δικαστές και δικηγόρους)

         ΙΙ. Οι δικαστικοί γραμματείς προβάλλουν ένσταση για το χρόνο απασχόλησής τους και τον φόρτο εργασίας. Κατανοητό εν μέρει, διότι όταν τους ζητήθηκε επανειλημμένα μια δίωρη παράταση εκδίκασης (από τις 15.00 στις 19.00) αρνήθηκαν. Επομένως οι πρόχειρες λύσεις είναι η καθιέρωση ειδικής ‘’υπερωρίας για τη συγκεκριμένη παράταση του ωραρίου’’ και η αύξηση του αριθμού των δικαστικών υπαλλήλων. Παράλληλα η πλήρης μηχανογράφηση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης όλου του όγκου των αρχείων. Η ρηξικέλευθη λύση θα ήταν να ανατεθεί σε ιδιωτική επιχείρηση η γραμματειακή υποστήριξη της Δικαιοσύνης με μαγνητοφώνηση της συνεδρίασης και αυτόματη καταγραφή σε γραπτό κείμενο (που είναι η ασφαλέστερη και ταχύτερη λύση) χωρίς άλλες προσλήψεις.

         ΙΙΙ. Α. Η επιθεώρηση: Οι δικαστικοί λειτουργοί εργάζονται μεν σκληρά, ανά ημερήσιο χρόνο απασχόλησης, αλλά όχι ουσιαστικά, διότι άλλο η περάτωση των εκκρεμών δικογραφιών που χειρίζονται και των υποθέσεων που εκδικάζουν στα ακροατήρια, και άλλο η ποιότητα της εργασίας τους. Καταναλώνουν χρόνο στην έδρα των δικαστηρίων, ή στο σπίτι τους για τη σύνταξη αποφάσεων-προτάσεων κλπ. Και συντάσσουν εκτενείς προτάσεις, αποφάσεις. Κρίνονται όμως με ενιαίο τρόπο για την ποιότητα της εργασίας τους με βάση την αξιολογική κρίση του εκάστοτε επιθεωρητή (που δεν είναι η ίδια-ενιαία από όλους του επιθεωρητές: αυτοί ελέγχουν την τρέχουσα χρονιά, αλλά όχι σε συνδυασμό με τις προηγούμενες. Ανεξάρτητα). Έτσι, άλλα εκτιμούν οι επιθεωρητές τη μια χρονιά και άλλα οι συνάδελφοί τους την επόμενη, έτσι που η ποσότητα συχνά θα υπερκεράσει την ποιότητα. Θα ήθελα να ελπίσω ότι κάποια στιγμή ο Α.Π. θα αντιμετωπίσει συνολικά βασικά θέματα και να ενιαιοποήσει τη νομολογία του σε συσχέτιση με η εξέλιξη της θεωρίας και να καταστήσει ενιαίο τον τρόπο αξιολόγησης στην επιθεώρηση. Έτσι θα μπορούσε να υπάρξει ενιαία προσέγγιση όλης της επιθεώρησης και να τεθούν για όλους τα ίδια κριτήρια και (ευκταίον κατ’ εμέ) να γίνεται η αξιολόγηση αυστηρότερα έχοντας προσεγγίσει με σαφήνεια την εξέλιξη σε βάθος χρόνου. Όχι σπάνια οι δικαστικοί αγνοούν τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας και δεν μπορούν να συλλάβουν λεπτές έννοιες. Β. Η επιείκεια: οι δικαστικοί επίσης από άγνοια, φόβο ή κακώς νοούμενη νοοτροπία είναι τόσο επιεικείς που προκαλούν το γέλιο. Γ. Οι δικηγόροι προσλαμβάνονται από τον πελάτη τους και οφείλουν να κάνουν το καλύτερο γι’ αυτό, ακόμα από τη μία δικάσιμο στην επόμενη υποστηρίζουν διαμετρικά αντίθετες θέσεις. Δ. Η ταχύτητα. Τέλος θεωρώ ότι η απονομή της δικαιοσύνης απαιτεί ποιότητα, αλλά και ταχύτητα. Διαπιστώνουμε όμως ότι μπορεί η ποιότητα να είναι σχετικά επαρκής, η ταχύτητα όμως είναι σχεδόν σπάνια. Υποτίθεται ότι οι υποψήφιοι της Σχολής Δικαστών βλέπουν και έναν ψυχολόγο. Δεν διαπιστώνουμε όμως αν ο συγκεκριμένος εκτιμά και την δυναμική του υποψήφιου δικαστικού να αντεπεξέλθει στον ιδιαίτερα αυξημένο φόρτο εργασίας και στις απαιτήσεις της εργασίας. Έτσι έχουμε πλείστα όσα παραδείγματα αξιόλογων υποψηφίων με τις καλύτερες περγαμηνές σπουδών και επιτυχίας στις εξετάσεις και στη Σχολή να αντιμετωπίζουν τεράστιο πρόβλημα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της συγκεκριμένης εργασίας: καθυστερήσεις επί καθυστερήσεων, παραινέσεις από προϊσταμένους και επιθεωρητές που αγνοούνται κυρίως από αδυναμία ανταπόκρισης στις απαιτήσεις της εργασίας. Άρα θα πρέπει να παρέμβει ο Α.Π. και να εφαρμόσει το νόμο. Κυρώσεις στους καθυστερούντες και άμεση απομάκρυνση από το δικαστικό σώμα, χωρίς ολιγωρία. Αν συνεχιστεί η παρούσα κατάσταση δεν θα υπάρχει πλέον δικαιοσύνη ή καλύτερα θα διαιωνιστεί η σημερινή κατάσταση.

         ΙV. Η μία διάταξη του σχεδίου στην οποία θα αναφερθώ είναι αυτή που προβλέπει την εκδίκαση με ανάγνωση της μαρτυρικής κατάθεσης μήνυσης του αστυνομικού. Δηλαδή ‘’πώς θα μπορέσουμε να δικάσουμε ενώ θα έχει παραβιαστεί η υποχρέωση παρουσίας του μάρτυρα στο δικαστήριο. Πώς θα του θέσουμε ερωτήσεις, επομένως θα παραβιαστεί στοιχειώδες δικαίωμά μας’’. Ορθό λοιπόν το βήμα του σχεδίου, αλλά μετέωρο: α)θα έχει δίκαιο ο κατηγορούμενος να διαμαρτύρεται για την παραβίαση δικαιωμάτων του. β)θα έχει επίσης δίκαιο αυτός που θα διαμαρτυρηθεί για την ελλιπή αστυνόμευση. Διότι θα πρέπει να ξαναθυμηθούμε το ανάγλυφο της Ελλάδας. Έτσι σε μια νησιωτική, σε μεγάλο βαθμό, χώρα θα μετακινείται καθημερινά αριθμός αστυνομικών ή άλλων Δ.Υ. για να μεταβεί στην έδρα του δικαστηρίου και να επιστρέψει. Αν υπολογίσουμε τον αριθμό των δικαστηρίων που συνεδριάζουν καθημερινά σε όλο το Αιγαίο και εν μέρει στο Ιόνιο και συνυπολογίσουμε τον αριθμό των αστυνομικών, λιμενικών και λοιπών υπαλλήλων που δεν θα είναι στην έδρα τους θα τρομάξουμε. Η λύση όμως είναι απλή, αν και επιβάλλει επιπλέον επενδύσεις: έτσι ώστε ο μάρτυρας να εμφανιστεί σε κάποια τοπική δημόσια υπηρεσία όπου θα υπάρχει δυνατότητα βιντεοσκόπησης και ταυτόχρονης διαδικτυακής σύνδεσης με την έδρα του δικαστηρίου όπου θα εγκατασταθεί αντίστοιχος τεχνολογικός εξοπλισμός. Ο μάρτυρας θα καταθέτει από μακριά, το δικαστήριο και οι παράγοντες θα του θέτουν τις ερωτήσεις που έχουν και αυτός θα απαντήσει. Απλό: δεν θα παραβιαστούν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, ούτε θα μειωθεί η λειτουργικότητα της υπηρεσίας στην οποία ανήκει, αρκεί να διατεθούν επιπλέον κονδύλια για την προμήθεια, τοποθέτηση και ασφαλή λειτουργία του συστήματος. Οι λύσεις είναι απλές για όλους εκτός από τον fiscus και τον προϊστάμενο υπουργό.

Π.Μπρακουμάτσος, σκέψεις στο Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης περί επιτάχυνσης και ποιοτικής αναβάθμισης της ποινικής δίκης μέσω παρεμβάσεων στον ΠΚ και στον ΚΠΔ

Σκέψεις στο Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης περί επιτάχυνσης και ποιοτικής αναβάθμισης της ποινικής δίκης μέσω παρεμβάσεων στον ΠΚ και στον ΚΠΔ

 

Παναγιώτης Μπρακουμάτσος, Αντεισαγγελέας ΑΠ ε.τ.

 

 

I). Με το παρόν σχέδιο Νόμου ναι μεν δεν θεσπίζονται νέοι ΠΚ και ΚΠΔ, πλην όμως η έκταση των παρεμβάσεων ουσιαστικά αλλάζει εκ θεμελίων την φιλοσοφία των Κωδίκων που ψηφίσθηκαν τον Ιούλιο του 2019 σε σημείο που μπορούμε να μιλάμε για νέους Κώδικες. Η παρούσα πραγμάτωση του θέματος δεν αποσκοπεί στην ανάλυση των επί μέρους διατάξεων, αλλά στην κατάδειξη της ιδεολογίας που υποδόρια διαπνέει το σχέδιο και τον αλυσιτελή τρόπο με τον οποίο επιχειρείται για μια εισέτι φορά η επιτάχυνση της ποινικής δίκης.

 

II). Ποινικός Κώδικας.

Το ποινικό Δίκαιο είναι πεδίο σύγκρουσης ηθικών αξιών και εντεύθεν αντιπαράθεση ιδεολογικών ρευμάτων . Περαιτέρω η πολιτική σκοπιμότητα καθίσταται έκδηλη με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται το δόγμα του ποινικού Δικαίου  που αποτελεί θεμέλιο της ποινικής του υπόστασης.

Συγκεκριμένα το σχέδιο  τόσο στο Γενικό μέρος, όσο και στο ειδικό διακρίνεται από μια έντονη τιμωρητική διάθεση, χωρίς ωστόσο η εμπειρική πραγματικότητα, την οποία αποφεύγει και να παρουσιάσει , να δικαιολογεί μια τέτοια μεταστροφή μόλις τέσσερα χρόνια μετά την ψήφιση των Κωδίκων το 2019. Πλέον ειδικότερα :

Α) Με το άρθρο 9 του Σχ επανέρχεται το μέτρο ασφαλείας της απέλασης . Η επαναφορά αυτή θα φέρει αντιφατικές λύσεις , καθόσον υφίσταται η διοικητική απέλαση. Η απέλαση σε πολλές Ευρωπαϊκές Χώρες αποτελεί αμιγώς διοικητικό μέτρο (βλ. αιτιολ. έκθεση ισχύοντος ΠΚ).

Β) Επαναφέρεται η μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται παντελώς ο χαρακτήρας της στερητικής της ελευθερίας ποινής (πρωτοτυπία του προϊσχύσαντος ΠΚ), την οποία επιτυχώς κατάργησε ο ισχύων ΠΚ. Κατ αυτό το τρόπο η πραγματική έκτιση των ποινών που επιδιώκει το σχέδιο (ορισμένες φορές ομολογουμένως επιτυχής) εξακοντίζεται.

Γ) Υφ όρον απόλυση.

Με το άρθρο 21 του σχ τροποποιούνται οι προϋποθέσεις της υφ’ όρον απόλυσης και τίθεται επιπλέον, ως προϋπόθεση η επικινδυνότητα του εγκλήματος. Η προϋπόθεση αυτή δεν υπάρχει στον ισχύοντα ΠΚ ούτε στον προϊσχύσαντα. Για τον τελευταίο χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι ψηφίσθηκε το 1951 στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, όπου τα πολιτικά πάθη ήταν οξυμένα και η νικήτρια πολιτική παράταξη κατά τον εμφύλιο πόλεμο, παρά τα πάθη  και την επιθυμία της να εξουδετερώσει του πολιτικούς της αντιπάλους, δεν περιέλαβε την επικινδυνότητα, ως προϋπόθεση, για την χορήγηση του ανωτέρω ευεργετήματος. Η επικινδυνότητα  του εγκλήματος, παρά τις κατά καιρούς αντιρρήσεις, είναι υπαρκτό μέγεθος στο χώρου του ποινικού δικαίου και της εγκληματολογίας, ωστόσο για να ληφθεί υπόψη είτε στην επιμέτρηση της ποινής είτε στην υφ’ όρον απόλυση, είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται με έννοιες περιγραφικές και όχι αξιολογικές και προπάντων αόριστες, όπως συμβαίνει στο σχέδιο. Αν ψηφισθεί η ρύθμιση αυτή τότε το ευεργέτημα αυτό τίθεται εκποδών, αφού όλα τα κακουργήματα ενέχουν επικινδυνότητα και συνεπώς τα δικαστικά συμβούλια θα μπορούν, χωρίς αιτιολογία να απορρίπτουν σωρηδόν τις σχετικές αιτήσεις.

Δ) Με το άρθρο 34 του σχδ  προστίθεται άρθρο 265 Α σύμφωνα με το οποίο στην περίπτωση εμπρησμού δασών είτε από πρόθεση είτε από αμέλεια το δικαστήριο δύναται να δημεύσει τη περιουσία του καταδικασθέντος. Η παρεπόμενη αυτή ποινή εκτός του ότι υποδηλώνει μια σαφή, αλλά δυσανάλογη, τιμωρητική διάθεση του νομοθέτη , απότοκη τόσο ιδεολογικής προκατάληψης, όσο και κελευσμάτων της τεχνητά διαμορφωμένης κοινής γνώμης, αντιστρατεύεται την αρχή της αναλογικότητος, αφού η δήμευση ολόκληρης της περιουσίας του καταδικασθέντος υπερακοντίζει την βαριά τιμωρία του σε ποινή της στερητικής της ελευθερίας.

Ε) Με το άρθρο 43 του σχεδ η παραβίαση της υποχρώσης προς διατροφή διώκεται αυτεπάγγελτα, ενώ το αδίκημα αυτό εντάσσεται στο 20ο κεφ και αφορά στις οικογενειακές σχέσεις, όπου η αυτεπάγγελτη δίωξη στερείται ουσιαστικού νοήματος.

ΣΤ) Με το άρθρο 44 τροποποιείται το άρθρο 363 ΠΚ έτσι ώστε να μην θεωρούνται τρίτοι τα δημόσια πρόσωπα που λαμβάνουν γνώση των δυσφημιστικών γεγονότων. Η μεταβολή αυτή μάλλον ικανοποιεί συντεχνιακές αντιλήψεις των δικαστικών λειτουργών της ουσίας παρά υπακούει σε κάποια δογματική συμμόρφωση η διορθωτική παρέμβαση

Οι παρατηρήσεις μας αυτές είναι μερικές από τις οποίες μπορούσαμε να κάνουμε  και δεν θέλαμε στα πλαίσια αυτού του σύντομου σημειώματος να επεκταθούμε και σε άλλες. Απλώς επιθυμούμε  να τονίσουμε πόσο η ιδεολογική προκατάληψη αυστηροποιεί ορισμένες διατάξεις , χωρίς να στηρίζεται σε εμπειρικά δεδομένα, ενώ παράλληλα νοθεύει το δόγμα ενός φιλελεύθερου ποινικού δικαίου.

 

II) Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.

Α) Στο άρθρο 59 του σχεδ προβλέπεται η αύξηση της καθ ύλην αρμοδιότητας του Μον Εφετείου με την προσθήκη της εκδίκασης των  εφέσεων  κατά αποφάσεων του τριμελούς πλημμελειοδικείου. Η ρύθμιση αυτή υποβαθμίζει το τριμελές πλημμελειοδικείου, καθόσον οι εφέσεις κατ αποφάσεων αυτού θα εκδικάζονται από έναν δικαστή, έστω και εφέτη. Δηλαδή η κρίση τριών δικαστών θα ελέγχεται από ένα μόνο δικαστή, κάτι καινοφανές όχι μόνο στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο, αλλά και στο ευρωπαϊκό.

Β) Στο άρθρο 61 του σχεδίου τροποποιείται η καθ’ ύλη αρμοδιότητα του Μον Πλημμελειοδικείου και πλέον θα εκδικάζονται από αυτό όλα τα πλημμελήματα του ειδικού μέρους του ΠΚ και αυτά των ειδικών ποινικών νόμων, εκτός από αυτό του άρθρου 302 ΠΚ και του 12ου κεφαλαίου αυτού.

Η τροποποίηση αυτή είναι καθόλα ατυχής, καθόσον υποβαθμίζει πλήρως την ακροαματική διαδικασία και την εν γένει απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, αφού το σύνολο των πλημμελημάτων θα εκδικάζονται από ένα δικαστή, ο οποίος στις περισσότερες των περιπτώσεων , ειδικά στα μικρά πρωτοδικεία, θα είναι άπειρος. Η τροποποίηση αυτή διαπνέεται από το πνεύμα της επιτάχυνσης, η οποία είναι εν προκειμένω αλυσιτελής, ενώ θέτει σε κίνδυνο της ασφάλεια της ποινικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω καταργείται η δυνατότητα προσφυγής , κατ άρθρο 322ΚΠΔ, καθόσον η πλειονότης των πλημμελημάτων θα εκδικάζεται από το Μονομελές πλημμελειοδικείο. Κατ αυτό τον τρόπο η δυνατότητα ελέγχου τυχόν αβασάνιστων παραπομπών εκλείπει.

Γ) Με το άρθρο 63 του σχεδίου τροποποιείται η παρ 3 του άρθρου 215 ΚΠΔ και πλέον οι αστυνομικοί και λοιποί προανακριτικοί υπάλληλοι  που κατέθεσαν στην προδικασία, δεν καλούνται στο ακροατήριο, παρά μόνο κατ εξαίρεση. Εν προκειμένω η επιχειρείται, όπως η ποινική δίκη, στο βωμό της επιτάχυνσης, να καταπέσει σε μια διαδικασία ανάγνωσης εγγράφων . Κατ αυτό τον τρόπο καταπατώνται θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου. Η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας σε ουδεμία περίπτωση συνεπάγεται την μετάλλαξη της ποινικής δίκης σε μια τυπική διαδικασία , κατά την οποία και η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας και το κυρίως υποκείμενο της ποινικής δίκης, ο κατηγορούμενος, αγνοούνται παντελώς. Φαίνεται ότι οι εμπνευστές της διάταξης αυτής αντλούν τα δικονομικά τους εφόδια στον 19ο αιώνα και πριν. Δυστυχώς!

Δ)  Με το άρθρο 69 του σχεδίου τροποποιείται η παρ 3 εδ α του άρθρου 291 ΚΠΔ και πλέον ο εισαγγελέας στις περιπτώσεις αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης με π.ο απλώς ακούγεται, δίκην αγγελιαφόρου, και δεν διαβιβάζει γραπτή πρόταση. Ελπίζω την αλλαγή αυτή να μην την εμπνεύσθηκε εισαγγελικός λειτουργός , εφόσον πλέον ο εισαγγελέας, όπως θα καταδειχθεί και κατωτέρω, αρχίζει πλέον να έχει διακοσμητικό ρόλο στη ποινική δίκη.

Ε) Με το άρθρο 71 του σχεδ η κατ εξαίρεση παραπομπή ορισμένων κακουργημάτων με απ ευθείας κλήση στο ακροατήριο του Τριμελούς ή του Μονομελούς Εφετείου ουσιαστικά καταργείται και πλέον τα κακουργήματα των ειδικών ποινικών νόμων, του 13ου και 14ου κεφαλαίου του ΠΚ (κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, εγκλήματα κατά των συγκοινωνιών) παραπέμπονται με απ ευθείας κλήση στο αρμόδιο δικαστήριο, χωρίς να έχει προηγηθεί η ενδιάμεση διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων. Η καινοτομία αυτή είναι πρωτοφανής, διότι όχι μόνο δεν επιταχύνει την ποινική διαδικασία, αλλά αντίθετα οδηγεί μεγάλο μέρος κακουργηματικών υποθέσεων στο ακροατήριο με τα επακόλουθα αποτελέσματα. Η λύση αυτή δυστυχώς αγνοεί την δικαστηριακή πραγματικότητα, ενώ αγνοεί βασικούς κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα: α) η παράκαμψη της ενδιάμεσης διαδικασίας θα οδηγήσει χωρίς το φίλτρο που παρέχει αυτή σωρεία υποθέσεων στο ακροατήριο. Κατά αυτό τον τρόπο ναι μεν οι υποθέσεις θα οδηγούνται γρηγορότερα  στο ακροατήριο, όπου εκεί όμως θα στοιβάζονται και θα υπάρξει η μεγίστη καθυστέρηση, μεγαλύτερη αυτής που παρατηρείται σήμερα. β) αποδυναμώνεται η αξιολόγηση του ανακριτικού υλικού από τα δικαστικά συμβούλια  με αποτέλεσμα το ανακριτικό υλικό να μην ελέγχεται και το έργο της κυρίας διαδικασίας στο ακροατήριο να καθίσταται δυσχερές.[i] γ) Η δικαιοδοτική λειτουργία δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών συρρικνώνεται επικίνδυνα με αποτέλεσμα το κύρος κυρίως των εισαγγελέων να πλήττεται ανεπανόρθωτα, αφού η επιστημονική τους κατάρτιση ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα των προτάσεών τους στα δικαστικά συμβούλια. Αναρωτάται κάποιος, αν μια τέτοια εξέλιξη βρίσκει σύμφωνους τους εισαγγελείς ή μήπως οι τελευταίο στο βωμό της δήθεν επιτάχυνσης απεκδύονται μέγα μέρος της δικαιοδοτικής τους λειτουργίας.

 

Επίμετρο

Η επιβράδυνση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης παρατηρείται με αυξανόμενο ρυθμό από την θέσπιση της , κατά τον 19ο αιών μέχρι σήμερα. Οι διαπιστώσεις για αυτό το φαινόμενο είναι πανομοιότυπες και κοινότοπες διαχρονικά. Η αντιμετώπιση της δυσλειτουργίας αυτής επιχειρείται με εν πολλοίς αλυσιτελείς νομοθετικές ρυθμίσεις , οι οποίες και δεν εφαρμόζονται. Οι συντεχνιακές αντιλήψεις διακατέχουν όλους τους εμπλεκόμενους φορείς στο χώρο της δικαιοσύνης  και αποτελούν μια από τις αιτίες για το φαινόμενο αυτό. Εν προκειμένω  και στα πλαίσια του σύντομου αυτού σημειώματος , δεν προτείνουμε λύσεις. Ωστόσο έχουμε να επισημάνουμε τα εξής: Α) Η υιοθέτηση αλλαγών από όλους τους φορείς της δικαιοσύνης, όχι μόνο σε νομοθετικό επίπεδο αλλά και σε οργανωτικό, έστω και με παραχώρηση ορισμένων από τα λεγόμενα κεκτημένα δικαιώματα  είναι απαραίτητη( μείωση των αναβολών με τη σύμπραξη όλων , αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη της Χώρας κλπ) .Β) Ο θεσμός του ποινικού συμβιβασμού (ποινική συνδιαλλαγή, ποινική διαπραγμάτευση) που έχουν θεσπισθεί με τους ισχύοντες κώδικες, εφόσον γίνει κτήμα και κοινή δικαιϊκή συνείδηση από όλους τους φορείς που απαρτίζουν τον θεσμό της ποινικής δικαιοσύνης, μπορεί να οδηγήσει αποτελεσματικά στην αποσυμφόρηση της τελευταίας.

 

[i] Βλ πλείονα για την ενδιάμεση διαδικασία και την αξία αυτής σε Χ.Σεβαστίδη (ΝοΒ 69/2021 σελ. 8-12 επ), όπου με στατιστικά στοιχεία αποδεικνύει ότι λιγότερες από τις μισές υποθέσεις παραπέμπονται με βουλεύματα στο ακροατήριο, ενώ από στοιχεία του εφετείου Αθηνών για το έτος 2019παραπέμφθηκαν 1639 υποθέσεις στο ακροατήριο με συμφωνία εισαγγελέα και προέδρου εφετών, ενώ σε μόνο 3 υποθέσεις υπήρχε διαφωνία.

Π.Μποροδήμος, η αιτιολογία των ποινικών και πολιτικών αποφάσεων ως εγγύηση της δικαστικής λειτουργίας

Η αιτιολογία των ποινικών και πολιτικών αποφάσεων ως εγγύηση της δικαστικής λειτουργίας[1]

 

Π.Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

 

Όλοι όσοι ανήκουμε στο ανθρώπινο προσωπικό της Δικαιοσύνης, γνωρίζουμε ότι τα δικαιικά συστήματα δεν είναι αφηρημένες ιδέες. Είναι οργανισμοί τόσο ζωντανοί, όσο οι άνθρωποι που τα υπηρετούν και τόσο πετυχημένοι, όσο ο καταμερισμός των επιμέρους μεταξύ τους ρόλων. Στην πολιτική και στην ποινική δίκη, η κοινωνική ειρήνευση που επιτυγχάνεται με την δικαστική απόφαση, προκύπτει μέσα από την αντιπαράθεση ισχυρισμών και κρίσεων, δηλαδή μέσω ενός δικονομικού διαλόγου, που διεξάγεται φαινομενικά μεταξύ των διάδικων μερών, αλλά ουσιαστικά μεταξύ των πληρεξουσίων δικηγόρων και των δικαστικών λειτουργών. Οι δικηγόροι έχουν τη μερίδα του λέοντος ως προς την εισφορά ισχυρισμών και αποδείξεων, ενώ το δικαστήριο έχει το καθήκον αξιολόγησης και κρίσης. Ως εκ τούτου, με αυτό τον τρόπο, όλοι συμβάλλουν στη διαμόρφωση του τελικού περιεχομένου της δικαστικής απόφασης[2]. Και το υλικό σημείο συνάντησης αυτή της διαλεκτικής λειτουργίας[3], είναι η αιτιολογία της.

            Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 93παρ.3 του Συντάγματος, οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες. Ως εκ τούτου, με βεβαιότητα μπορεί να πει κανείς ότι ο συντακτικός νομοθέτης διαχρονικά εκτιμούσε πως το ζήτημα του είδους και του εύρους της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων, ήταν πολύ σημαντικό για να το αφήσει στα ελαστικά χέρια του κοινού νομοθέτη. Ειδικές ρυθμίσεις για την αιτιολογία διαλαμβάνονται και στα άρθρα 305 ΚΠολΔ και 139 ΚΠΔ, ενώ παγίως γίνεται δεκτό ότι η σχετική υποχρέωση απορρέει και από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ως προστασία του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και άσκησης ενδίκων μέσων[4]. Όμως, παρά την ισχυρή κατοχύρωση, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται και στο δημόσιο διάλογο και στις διεθνείς εξελίξεις τάση αναθεώρησης, είτε του τρόπου δόμησης της αιτιολογίας, είτε της έκτασής της, είτε ακόμα και αυτής καθαυτής της ύπαρξής της. Τα επιχειρήματα αυτής της συζήτησης, αγγίζουν ιδίως τη δικαιοκρατική της σκοπιμότητα, τον επηρεασμό της από τη διαρκή τεχνολογική επανάσταση, αλλά και τη σύνδεσή της με την καθυστέρηση στην απονομή Δικαιοσύνης.

Ι. Αρχικά, πρέπει να πούμε ότι τον όποιο εγγυητικό χαρακτήρα της δικαστικής απόφασης, υπονομεύει η θέση ότι για να είναι πλήρης, αρκεί η διαδικαστική της νομιμότητα, το ότι δηλαδή εκδόθηκε από αρμόδιο όργανο και ως αποτέλεσμα μιας τυπικά νόμιμης διαδικασίας[5].  Μια τέτοια αντίληψη, που προφανώς εκμηδενίζει την αξία της αιτιολογίας, απομακρύνει την απόφαση από το πεδίο του επιστημονικού διαλόγου και της κριτικής και μεσοπρόθεσμα οδηγεί στην κοινωνική της απαξίωση. Η δικαστική κρίση, ως ανθρώπινο δημιούργημα, πρέπει να γίνεται σεβαστή, όχι «ελέω Θεού» ή έστω «ελέω Συντάγματος», αλλά ως το πιο στέρεα δομημένο αποτέλεσμα συσχέτισης νομικών κανόνων και αποδεικτικού υλικού και στην εμβάθυνση αυτή μας κατευθύνει η υποχρέωση για αιτιολογία. Αποτελεί εκτός των άλλων, μορφή εφαρμοσμένης λογικής και δρα προστατευτικά έναντι φαινομένων αυθαιρεσίας, που εμφανίστηκαν αρκετές φορές στην ιστορία του κράτους μας, με θύματα χιλιάδες πολίτες, δικηγόρους και δικαστές, που διώχθηκαν από απολυταρχικά καθεστώτα, στα πλαίσια πάντα τυπικά νόμιμων διαδικασιών. Σήμερα βέβαια, εγείρεται αντίλογος, ερειδόμενος στην αντίληψη ότι η αναγκαιότητα για πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία είναι παρωχημένη, γιατί βασίστηκε στα δεδομένα της ταραγμένης ιστορικά περιόδου πριν τη Μεταπολίτευση. Όμως, η οπτική αυτή δεν είναι ολοκληρωμένη. Μπορεί το πλαίσιο δημοκρατικών θεσμών μέσα στο οποίο λειτουργεί η Δικαιοσύνη σήμερα, να είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που είχε κατά νου ο συντακτικός μας νομοθέτης, όμως η οικοδόμηση αυτού του πλαισίου, στηρίχθηκε μεταξύ άλλων και στη διαμόρφωση ενός δικαστικού συστήματος με απαιτήσεις για ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες αποφάσεις. Η αντίληψη του Κράτους Δικαίου ως αυτονόητης κατάκτησης, εγκυμονεί πάντα τον κίνδυνο της αυτοαναίρεσης, γιατί μοιάζει με ένα κλαδί που μπορεί κάποιος να το πριονίζει, χωρίς να βλέπει ότι κάθεται πάνω του. Άλλωστε, η διάκριση των εξουσιών, λειτουργεί ακόμα και στα δημοκρατικά πολιτεύματα[6] απρόθυμα και η αποδυνάμωση της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων, ώστε να προσιδιάζουν σε απλές διοικητικές πράξεις, ενισχύει το ρόλο της εκτελεστικής εξουσίας. Επομένως, η απουσία της αιτιολογίας, απομειώνει την ανάγκη της ουσιαστικής δικαστική εμπλοκής, άρα του ουσιαστικού ελέγχου, τον οποίο όμως επιτάσσει το Σύνταγμα ως μηχανισμό αντιστάθμισης μεταξύ των εξουσιών[7]. Τις στρεβλώσεις που παράγονται όταν συμβαίνει αυτό, τις συναντάμε και στην πράξη, ιδίως σε περιπτώσεις, όπου η αιτιολογία δεν φαίνεται νομοθετικά ούτε καν ευπρόσδεκτη, όπως στις διατάξεις άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας[8].

ΙΙ.  Περαιτέρω, η αιτιολογία είναι και το μόνο πραγματικό όπλο του δικαστικού λειτουργού για την προάσπιση της δικαστικής του ανεξαρτησίας[9]. Η δικαστική απόφαση βρίσκεται εκ της κοινωνικής της αποστολής στο μάτι ενός κυκλώνα αντικρουόμενων συμφερόντων, που θέλουν να ασκήσουν είτε θεσμική, είτε και εξωθεσμική πίεση, προκειμένου να τη χειραγωγήσουν ή να την εργαλειοποιήσουν, για την ικανοποίηση ατομικών ή συλλογικών επιδιώξεων. Αυτό ίσχυε ανέκαθεν και είναι σύμφυτο με τον εξισορροπιστικό ρόλο που καλείται να διαδραματίσει ένα σύστημα απονομής δικαιοσύνης, στα πλαίσια του κοινωνικού ανταγωνισμού. Τα τελευταία χρόνια, όμως, είναι όλο και πιο ορατή η λειτουργία μηχανισμών συστηματικής διοχέτευσης πληροφοριών ή εγγράφων που αφορούν εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, μέσω είτε των μέσων μαζικής ενημέρωσης[10], είτε των social media, με σκοπό την προκαταβολική διαμόρφωση άποψης της κοινής γνώμης. Οι στρεβλώσεις που αυτή η κατάσταση δημιουργεί, που εκτείνονται πέρα από τα στενά όρια του δικαιικού μας συστήματος και αποκτούν διαστάσεις κοινωνικού φαινομένου, έχουν άμεση επιρροή στην εμπιστοσύνη των πολιτών έναντι της Δικαιοσύνης. Γιατί, όταν επί μήνες οι πάντες βομβαρδίζονται με διαμεσολαβημένες πληροφορίες για μια υπόθεση, η δικαστική απόφαση, που έρχεται σε δεύτερο χρόνο, φαίνεται απλά είτε να επικυρώνει, είτε να αντιστρατεύεται την «προ-φυτεμένη» κοινή παραδοχή. Σε αυτό το ήδη διαμορφωμένο μανιχαϊστικό περιβάλλον, όπου ανθούν οι ολιστικές προσεγγίσεις και η συνωμοσιολογία για τον τρόπο λήψης των δικαστικών αποφάσεων, δυστυχώς με τη συνδρομή και δικηγόρων, το μόνο που διασώζει το δικαστικό λειτουργό είναι η αιτιολογία της απόφασής του. Μια δουλεμένη απόφαση, μια απόφαση που απαντά με λογική, σε λογικά επιχειρήματα, είναι μια απόφαση που δικαιώνει και ανατροφοδοτεί τη δικαστική ανεξαρτησία, μια απόφαση που μπορεί να αντέξει όχι μόνο στη συνθηματολογία, αλλά ακόμα και στην καλόπιστη κριτική και μια απόφαση που επιπλέον θα αντέξει στο χρόνο, διερχόμενη τον έλεγχο των ενδίκων μέσων. Η Δικαιοσύνη, εξουσία με υπολογίσιμη ισχύ εντός της δικαστικής αίθουσας, έχει σοβαρή δυσκολία να υπερασπιστεί  αποτελεσματικά το έργο της στην κοινωνία. Η ποιότητα της αιτιολογίας μας όμως θα είναι πάντα το όπλο που μας προστατεύει από κάθε είδους ισχυρούς, είτε είναι η εκτελεστική εξουσία, είτε τα οικονομικά και μιντιακά συμφέροντα, είτε ακόμα και ο άδικος πειθαρχικός έλεγχος.

ΙΙΙ. Πάντως, η μάλλον πιο προβεβλημένη βάση κριτικής της αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης σχετίζεται με το πολυσυζητημένο θέμα της καθυστέρησης στην απονομή Δικαιοσύνης. Το ερώτημα που τίθεται είτε ευθέως, είτε εκ του αποτελέσματος, είναι αν το εγγυητικό διακύβευμα της αιτιολογίας, υπονομεύει την ταχύτητα στην απονομή Δικαιοσύνης, αν δηλαδή το όφελος από δικαστική απόφαση πλήρη και εμπεριστατωμένη, χάνει το νόημά του, όταν η απόφαση αργεί υπερβολικά εξαιτίας της αιτιολογίας. Όμως πόσο πραγματικά καθυστερεί τη δίκη η αιτιολογία της απόφασης; Είναι βέβαιο ότι η διαδρομή που διανύει ένα εισαγωγικό δικόγραφο μέχρι την έκδοση δικαστικής απόφασης έχει πολλές στάσεις. Στην πολιτική δίκη, για παράδειγμα, από το χρόνο κατάθεσης, μεσολαβεί ο χρόνος προσδιορισμού της συζήτησης, που μπορεί να εκτείνεται από μερικούς μήνες έως μερικά χρόνια. Τη συζήτηση της υπόθεσης μπορεί να καθυστερήσει για μερικούς μήνες ακόμα -στις λοιπές διαδικασίες πλην τις τακτικής – και ένα αίτημα αναβολής, που είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Επομένως μέχρι να λάβει το φάκελο ο δικαστικός λειτουργός έχει περάσει χρόνος πολλαπλάσιος από εκείνον των οκτώ μηνών, που κατά κανόνα διαθέτει για να επεξεργαστεί τη δικογραφία, να αξιολογήσει ισχυρισμούς και αποδείξεις και να εκδώσει απόφαση. Στην ποινική δίκη το σχήμα γίνεται πιο γλαφυρό αν αναλογιστεί κανείς ότι μια έγκληση, μπορεί να οδηγήσει σε μια προκαταρκτική εξέταση διάρκειας μηνών ή ετών κατά περίπτωση, να ακολουθήσει η δίωξη και η παραπομπή στο ακροατήριο, αν δε χρειάζεται να προηγηθεί κύρια ανάκριση και έκδοση βουλεύματος, στο δε ακροατήριο τα αλλεπάλληλα αιτήματα αναβολών οδηγούν τις υποθέσεις να εκδικάζονται συχνά στα όρια του χρόνου παραγραφής τους. Σημειώνεται, ότι η αιτιολογία που χρειάζεται η ποινική απόφαση, συντάσσεται από το δικαστικό λειτουργό κατά την καθαρογραφή της, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο από την έκδοσή της. Ήδη, λοιπόν, από την παράθεση αυτών των εντελώς στοιχειωδών σταδίων της πολιτικής και ποινικής δίκης, διαφαίνεται και ο δικός μου προβληματισμός. Πόσο πραγματικά χρόνο θα κερδίζαμε αν η απόφαση δεν χρειαζόταν να έχει πλήρη και εμπεριστατωμένη ή ακόμα και καθόλου αιτιολογία. Ενδεχομένως λίγους μήνες. Αξίζει όμως τον κίνδυνο; Και μήπως κερδίζουμε αυτό το χρόνο κάπως αλλιώς;

Κατά την άποψή μου, η πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν προκαλεί καμία ουσιαστική καθυστέρηση, αντίθετα μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην οικονομία της δίκης. Γιατί παρόλο που φαινομενικά επιβαρύνει σε πρώτη φάση το χρόνο ολοκλήρωσης της πρωτοβάθμιας δίκης, η αιτιολογημένη απόφαση είναι κατά πολύ λιγότερο εκτεθειμένη τόσο στην ευδοκίμηση, αλλά ακόμα και στην ίδια την άσκηση των ενδίκων μέσων, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν ευρύ πεδίο καθυστέρησης. Αποτελεί ταυτόχρονα εγγύηση ότι η δίκη των ενδίκων μέσων δεν ξεκινά από μηδενική βάση, ακόμα και εκεί που η εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης γίνεται με όρους γενικής επαναξιολόγησης και όχι ειδικού σφάλματος, όπως π.χ. ισχύει κατά κανόνα στις ποινικές αποφάσεις. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο σε κάθε περίπτωση, έχει ενώπιόν του το αποτέλεσμα μιας πρώτης στάθμισης, που έχει δομήσει ολοκληρωμένη οπτική για την πλειοψηφία των ισχυρισμών που επανεισφέρονται προς κρίση, ενώ οι διάδικοι, έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν το ίδιο το αιτιολογικό στην υπερασπιστική τους φαρέτρα. Τα παραπάνω, επιταχύνουν τη διαδικασία, αλλά και την ολοκλήρωση της δίκης, καταδεικνύουν δε ότι οι λύσεις για την αντιμετώπιση της καθυστέρησης, θα πρέπει να αναζητηθούν πρωτίστως στην αξιοποίηση της πρωτοβάθμιας αιτιολογίας και όχι στην παράκαμψή της.

ΙV. Η επιφανειακή σχέση μεταξύ καθυστέρησης της Δικαιοσύνης και αιτιολογίας, φωτίζεται καλύτερα αν μιλήσουμε λίγο και για το τι πρέπει να συνιστά πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Χρειάζεται η απόφαση να έχει μεγάλη έκταση; Πρέπει να απαντά σε κάθε ισχυρισμό που εισφέρεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους; Είναι αναγκαία η ύπαρξη μείζονος πρότασης; Η νομολογία του ΑΠ έχει διαμορφώσει κάποιες βασικές κατευθύνσεις για το είδος της αιτιολογίας, που υλοποιεί τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 93, οι οποίες παρά την ισχυρή κριτική που δέχονται κατά καιρούς, φαίνεται να ισορροπούν ανάμεσα στο εγγυητικό θεμέλιο και το παραγωγικό διακύβευμα, καθώς καθίσταται σαφές ότι αποδίδουν  δικαιολογημένα το κύριο βάρος, στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού τόσο στις πολιτικές[11] όσο και στις ποινικές αποφάσεις[12]. Η μείζονα πρόταση μπορεί να διευκολύνει και να συμπληρώνει την πληρότητα του, δεν είναι όμως αναγκαία[13] και σίγουρα δεν μπορεί να την υποκαθιστά[14]. Ακολούθως, στην πάγια νομολογία του ΑΠ διαγράφονται και τα χαρακτηριστικά μιας στάθμισης, ώστε ως πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία να μη νοείται αυτή που απαντά σε κάθετι που τίθεται από τους διαδίκους[15]. Ο δικαστής καλείται να βρει τη χρυσή τομή, ανάμεσα στην αναγκαία επιχειρηματολογία και την υπερβολική φλυαρία και αυτή είναι μια ζυγαριά, πίσω από την καθαυτή ζυγαριά της δικανικής κρίσης. Η απόφαση οφείλει να περιλαμβάνει τόσα, ώστε να επιτρέπει τον έλεγχό της, να διαχωρίζει τα αναγκαία από τα επουσιώδη και να καλύπτει με σαφήνεια τα πρώτα, αποδίδοντας στα δεύτερα το χώρο και το χρόνο που τους αξίζει. Κάποιες φορές αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ένα επιχείρημα που στις προτάσεις ή τους αυτοτελείς ισχυρισμούς ενός συνηγόρου καλύπτει έκταση μιας παραγράφου, να χρειάζεται μερικές σελίδες απάντηση, ενώ κάποιες άλλες φορές, ολόκληρα κεφάλαια αρνητικών ισχυρισμών, πρέπει να μένουν εντελώς αναπάντητα, εφόσον η διερεύνησή τους δεν θα προσέφερε τίποτα στη θεμελίωση της δικανικής πεποίθησης. Η επιτυχής κρίση περί την επιλογή του αναγκαίου και του περιττού, ανήκει στον πυρήνα της εγγυητικής λειτουργίας της αιτιολογίας, για αυτό και καταλαμβάνει μεγάλη μερίδα του αναιρετικού ελέγχου. Η ίδια δε η αναιρετική διάπλαση της έννοιας των αυτοτελών ισχυρισμών στην ποινική δίκη και η δικονομική τους διαχείριση, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσπάθειας, που σκοπεί στην εμπεριστατωμένη, αλλά όχι ατέρμονη αιτιολογία. Γιατί απαίτηση δεν είναι ο δικαστής με την απόφασή του να απολογείται. Απαίτηση είναι μόνο να εξηγεί.

V. Γνωρίζω βέβαια ότι αυτή η φόρμα αιτιολογίας που έχει διαμορφώσει η νομολογία, δέχεται εδώ και χρόνια κριτική, ως ιδιαιτέρως… αφαιρετική, με διάφορες προσεγγίσεις, άλλες δικαιολογημένες[16] και δικαιωμένες από τη νομολογία του ΕΔΔΑ κι άλλες κινούμενες στη σφαίρα του βολονταρισμού. Δεν μπορούμε, όμως, να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Το περιβάλλον της συζήτησης ως προς τη λειτουργία και το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης, αλλάζει ραγδαία λόγω της εξέλιξης των τεχνολογικών μέσων και κινείται ήδη αντίρροπα προς τις επιταγές των δικαιοκρατικών εγγυήσεων, υπονομεύοντας ακόμα και τα κεκτημένα. Την τελευταία 20ετία στην υπηρεσία όλων των νομικών, έχουν τεθεί τράπεζες νομικών πληροφοριών, ηλεκτρονικές βάσεις δικαστικών αποφάσεων, ψηφιακά συγγράμματα, σύγχρονες μηχανές αναζήτησης. Όλα τα παραπάνω από τη μια ενίσχυσαν την προσβασιμότητα στα επιστημονικά εργαλεία, προήγαγαν και επιτάχυναν τον επιστημονικό διάλογο, διεύρυναν τις παραγωγικές δυνατότητες της Δικαιοσύνης, ταυτόχρονα όμως πολλαπλασίασαν και έκαναν ακόμα πιο σύνθετο το έργο της και οδήγησαν σε επαναληπτικότητα και τυποποίηση. Αυτό δεν θα ήταν a priori προβληματικό, στο βαθμό που επαναληπτικά και τυποποιημένα παρουσιάζονται και τα εισαγωγικά δικόγραφα της δίκης, ώστε ένας βαθμός ενοποίησης κατά τη δικανική εκφορά να είναι και αναμενόμενος και θεμιτός. Όμως η συζήτηση έχει ξεφύγει πολύ πέρα από αυτό και ήδη γίνεται εντός και εκτός της Ευρώπης ζωηρή προσπάθεια εισαγωγής στη Δικαιοσύνη μορφών εφαρμογής της τεχνητής νοημοσύνης, με άξονα αρχικά τη δομή και ακολούθως το περιεχόμενο των αποφάσεων[17]. Πρόκειται, δηλαδή, για την σταδιακή υποκατάσταση του ανθρώπινου παράγοντα, από αλγοριθμικές ακολουθίες στηριζόμενες σε στατιστικά δεδομένα[18]. Τα πρώτα δείγματα πιλοτικής λειτουργίας τέτοιων εφαρμογών σε δικαστικά συστήματα τόσο πέρα από τον Ατλαντικό, αλλά ήδη περιορισμένα και εντός της Ευρώπης, ανέδειξαν τη στόχευση ισχυρών διαδίκων του ιδιωτικού τομέα για προβλεψιμότητα της στάσης του κάθε δικαστή, με άμεσο σκοπό την επιλογή συνθέσεων, το ενδιαφέρον ασφαλιστικών εταιρειών για προεξόφληση της έκβασης μιας δικαστικής διαδικασίας, αλλά και την εργαλειοποίηση των κοινωνικών προκαταλήψεων. Με ένα τέτοιο σύστημα, το COMPAS[19], που τέθηκε σε χρήση των δικαστών σε κάποιες πολιτείες των Η.Π.Α. και η χρήση του κρίθηκε νόμιμη από το Ανώτατο Δικαστήριο του Ουισκόνσιν[20], υπολογιζόταν μέχρι και ο κίνδυνος υποτροπής καταδικασθέντων για εγκλήματα, καταγράφοντας για τους μαύρους πολίτες, διπλάσια ποσοστά από τους λευκούς. Ήδη στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ) ο Χάρτης Δεοντολογίας για της Χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στα δικαστικά συστήματα[21]. Εκεί βλέπουμε μια πρώτη εικόνα των επικείμενων πρωτοβουλιών[22] στον τομέα της διαμόρφωσης του προφίλ δικαστών, της πρόγνωσης των δικαστικών αποφάσεων, αλλά και του προφίλ των υπόπτων τέλεσης εγκλημάτων. Ταυτόχρονα, αντίστοιχα μοντέλα παρουσιάζονται και στο επίπεδο της δημιουργίας ψηφιακών νομικών παραστατών, προς υποκατάσταση της εμπλοκής του δικηγόρου.

Εδώ, λοιπόν, είναι αναγκαίο να τεθεί από τώρα, ένα σαφές όριο στη συζήτηση. Η αξιοποίηση τεχνολογικών μέσων για γραμματειακή οργάνωση, ταξινόμηση ή μετάφραση δικογράφων είναι ευπρόσδεκτη. Όμως η ανθρώπινη προέλευση της απονομής Δικαιοσύνης, που εγγυάται τη σύνδεση κριτή, υπερασπιστή και κρινόμενου, αλλά και τη διασφάλιση βιωματικών δικαιϊκών αρχών όπως την αρχή της επιείκειας[23] πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη. Καμία κοινωνική επιταγή, καμία επίκληση σε δείκτες ανάπτυξης, επιχειρηματικότητας ή ανάγκης για ταχύτητα, δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκές επιχείρημα, απέναντι στο διακύβευμα αυτό. Και για το λόγο αυτό είναι αναγκαίο να δούμε σοβαρά το ενδεχόμενο η όλη συζήτηση περί την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης στη βάση της θεσμοθέτησης συνοπτικότερης και πιο τυποποιημένης αιτιολογίας στη δικαστική απόφαση, να αποτελέσει το πρώτο βήμα της εισαγωγής μορφών τεχνητής νοημοσύνης. Η Δικαιοσύνη οφείλει να είναι οργανωμένη και συστηματική. Δεν μπορεί όμως να καταντήσει διαδικαστική. Και τον κίνδυνο αυτό, ίσως αποτρέψει η προάσπιση της πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.

 

————

[1] Το κείμενο αποτελεί συνοπτική εκδοχή της εισήγησης που παρουσιάστηκε στην ημερίδα που συνδιοργάνωσε το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης με θέμα «Σχέσεις δικαστικών λειτουργών – δικηγόρων: Η οργάνωση της αρμονικής συνύπαρξης  ως προϋπόθεση για την καλύτερη απονομή της Δικαιοσύνης» την 3η Φεβρουαρίου 2023 στην αίθουσα του Εμπορικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης και δημοσιεύθηκε ως μελέτη στο περιοδικό Αρμενόπουλος (τ. Απριλίου 2023).

[2] Κ. Σταμάτης, Η δίκη ως θεσμοποιημένη πρακτική συζήτηση, ΕπισκΕμπορΔικ 1996, σ.1-4

[3] Σ.Γιακουμής, Διαλεκτική με παραδείγματα δικανικών συλλογισμών, σ. 42επ., Ι. Μανωλεδάκη, Η κριτική των δικαστικών αποφάσεων, ΕλλΔνη 1991, σ. 1467-1475 σε TNΠ sakkoulasonline.

[4] Έτσι Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Σκέψεις για την αιτιολογία των ποινικών αποφάσεων με αφορμή τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ΠοινΧρον 2008, σ. 3επ., όπου και ολοκληρωμένη επισκόπηση της σχετικής νομολογίας και ενδεικτικά: υπόθεση Mazahir Jafarov κατά Αζερμπαϊτζάν της 02.04.2020, υπόθεση Perez κατά Γαλλίας της 12.02.2004, σκέψη 80.

[5] ως προς τη σχετική συζήτηση βλ. ιδίως Κ. Σταμάτη, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, δ΄ έκδοση, σ. 223-224

[6] Α. Μανιτάκη, Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων, σ. 317επ.

[7] Α. Μανιτάκη, Συνταγματική οργάνωση του κράτους, εκδόσεις Σάκκουλα, σ. 62-63

[8] Η επιλογή του νομοθέτη να αποκλείει την αιτιολογία από το περιεχόμενο της διάταξης άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας του άρθρου 4 ν.5002/2022, ενώ την προβλέπει ρητά όσον αφορά στο άρθρο 6 ως προς τις διατάξεις άρσης απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων, είναι το λιγότερο προβληματική, αλλά σαφώς εκούσια (βλ. άρθρα 4 και 6 ν.5002/2022).

[9] Αδ.Παπαδαμάκη, Η δικανική πεποίθηση και η κοσθμοθεωρία του ποινικού δικαστή, ΠοινΧρον 2018, σ. 657επ., Γ. Μητσόπουλου, Θέματα ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, ΕλλΔνη 1999, σ. 1επ. σε ΤΝΠ sakkoulasonline, Κ. Μπέη, Η δικαστική ανεξαρτησία στην ελληνική έννομη τάξη, Εισήγηση στο επιστημονικό συμπόσιο, που οργάνωσαν από κοινού η Εταιρία Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για τη Δημοκρατία και τις Ελευθερίες, καθώς και το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, με αντικείμενο “Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη: η ανεξαρτησία και η αποτελεσματικότητα της ελληνικής Δικαιοσύνης (11, 18 και 25 Φεβρουαρίου 1977 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στην ηλεκτρονική σελίδα kostasbeys.gr.

[10] Μ. Πικραμένος, Κλασσικές εγγυήσεις και αθέατες όψεις της δικαστικής ανεξαρτησίας: από τους θεσμούς και την ιστορική τους εξέλιξη στο forum internum του δικαστή, ΕλλΔνη 2005, σ. 1615επ.

[11] Βλ. ενδεικτικά ΟλΑΠ 2/2022 και ΟλΑΠ 1/1999, σε ΤΝΠ sakkoulasonline.

[12] ενδεικτικά ΟλΑΠ 1/2020, ΟλΑΠ 2/2019, ΑΠ 28/2022, 12/2022, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟS.

[13] ιδίως ΑΠ 1233/2020, 199/2018, 1689/2006, 1426/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟS που κρίνουν ότι «η έλλειψη μείζονος πρότασης, η παράλειψη δηλαδή παράθεσης των διατάξεων στις οποίες βρίσκει έρεισμα το αγωγικό αίτημα, δεν καθιστά την απόφαση αναιρετέα» και αντί άλλων Β.Πάπαρη, «Συνταγματική αναθεώρηση και αιτιολογία δικαστικών αποφάσεων», δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ende.gr την 7η Ιανουαρίου 2019.

[14] Βλ. έτσι Κ. Κεραμεύς, Η αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων, ό.π., σ. 1419-1425 σε ΤΝΠ sakkoulasonline, που μιλά για «ανισοσκέλεια μεταξύ υπερτροφικών δεοντολογικών κρίσεων και περιτμημένων οντολογικών διαπιστώσεων» σε αντίθετη κατεύθυνση όμως Γ. Ρήγος, Η έλλειψη νομικών αιτιολογιών ως αναιρετικός λόγος, Δίκη 2009, σε ιστοσελίδα kostasbeys.gr.

[15] έτσι και το ΕΔΔΑ της 12.02.2004 Perez κατά Γαλλίας, σκέψη 81 με εκεί παραπομπές σε πάγια σχετική νομολογία: Ruiz Torija κατά Ισπανίας της 09.12.1994, Jahnke and Lenoble κατά Γαλλίας no. 40490/98

[16] ενδεικτικά Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 3η έκδοση, σ. 205-206, και του ιδίου: «Η ποινική απόδειξη ως αιτιολογία και η ολοκλήρωσή της», ΝοΒ 2014, σ. 70επ, και του ίδιου «Και πάλι για την αιτιολογία και τον αναιρετικό έλεγχο της ποινικής απόδειξης», ΠοινΧρον 2008, σ. 481επ., M. Καϊάφα – Γκμπάντι, ό.π, σ. 3επ., Κ. Κεραμεύς, ό.π. σ. 1419επ.

[17] Στην Ελλάδα το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει συστήσει διαρκή επιτροπή για την τεχνητή νοημοσύνη.

[18] σχετικά  Στ. Κοφίνη, «Από την ψηφιακή δικαιοσύνη στον ψηφιακό δικαστή: μπορεί η Τεχνητή Νοημοσύνη να αντικαταστήσει τους δικαστές;», σε εισήγηση σε ημερίδα της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, δημοσιευμένη στην  ιστοσελίδα της esdi.gr και Χρ. Σεβαστίδη/Α.Ντόκα/Ι.Ξυλιά: «Τεχνητή νοημοσύνη στη Δικαιοσύνη: Πρόοδος ή προαναγγελία ενός δυστοπικού μέλλοντος;» δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, esdi.gr.

[19] Correctional Offender Management Profiling for Alternative Sanctions (COMPAS).

[20]  υπόθεση State v. Loomis, 881 N.W.2d 749 (Wisconsin Supreme Court 2016).

[21] μετάφραση του κειμένου που υιοθετήθηκε από τη CEPEJ κατά την 31η Σύνοδο της Ολομέλειας της CEPEJ, στο Στρασβούργο την 3-4 Δεκεμβρίου 2018, με επιμέλεια του Υπουργείου Δικαιοσύνης και πρόλογο του Υπουργού Δικαιοσύνης Κ. Τσιάρα.

[22] βλ. την από 30.07.2020 ομιλία του Υπουργού Δικαιοσύνης Κ. Τσιάρα κατά την παρουσίαση του Ευρωπαϊκού Χάρτη Δεοντολογίας για τη Χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στα Δικαστικά Συστήματα, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα dikastiko.gr στην οποία ρητά αναφέρει ότι ο Χάρτης «…καλλιεργεί το έδαφος. Προετοιμάζει όλους τους παράγοντες της δίκης, τους διαδίκους, τους δικαστές, τους δικαστικούς υπαλλήλους και τους δικηγόρους για την επερχόμενη εποχή. Δημιουργεί το περιβάλλον που είναι αναγκαίο για να ευδοκιμήσουν και στη χώρα μας οι νέες πολιτικές που σχεδιάζουμε και οι οποίες ήδη εφαρμόζονται σε ολόκληρη την Ευρώπη…».

[23] Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια Ε΄, 1137α-1138α παρ.10

Φ.Σωτηριάδου/Γ.Μαρμαρίδης/Β.Φαϊτάς, Προτάσεις για τη διοικητική δίκη

Προτάσεις για τη διοικητική δίκη

 

Φανή Σωτηριάδου, Πρωτοδίκης ΔΔ

Γιώργος Μαρμαρίδης, Πρωτοδίκης ΔΔ

Βασίλης Φαϊτάς, Εφέτης ΔΔ

         Οι παρακάτω προτάσεις μας έχουν ως πυξίδα αφενός τη διεύρυνση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και αφετέρου την ενίσχυση της αξιοκρατίας στον χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης. Όσον αφορά το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, η εκτόξευση του κόστους της δίκης και σειρά δικονομικών εμποδίων που έχουν θεσπιστεί σταδιακά από το έτος 2010 και μετά, έχουν ήδη καταστήσει την πρόσβαση στα διοικητικά δικαστήρια για μεγάλο μέρος του λαού απρόσιτη ή ιδιαίτερα δυσχερή. Και ήδη εκτυλίσσονται σχεδιασμοί που θα οξύνουν περαιτέρω το πρόβλημα, όπως ιδίως η προώθηση εξωδικαστικών μορφών επίλυσης διοικητικών διαφορών, η προτεραιοποίηση των υποθέσεων των «επενδυτών», η συρρίκνωση των δικαστηρίων και η μετατροπή ορισμένων εξ αυτών σε δικαστήρια τηλεματικής. Από την άλλη η αξιοκρατία γενικά στη Δικαιοσύνη έχει υποστεί πλήγμα από την αντίληψη που διαπνέει πλείστες νομοθετικές παρεμβάσεις σύμφωνα με την οποία η Δικαιοσύνη αποτελεί εργαλείο για την οικονομική ανάπτυξη και οι δικαστές είναι διεκπεραιωτές υποθέσεων (τα παραπάνω αποτυπώνονται χαρακτηριστικά στις πρόσφατες νομοθετικές μεταβολές που αφορούν στον τρόπο αξιολόγησης και εξέλιξης των δικαστών, με την έμφαση να δίνεται στην ποσοτική τους απόδοση, στην «ταχύτητα», στην πορεία της «επιμόρφωσής τους», στην απόκτηση «δεξιοτήτων» όπως οι «ψηφιακές δεξιότητες», στην ικανότητά τους στο – δικαστικό όπως το αποκαλούν – μάνατζμεντ κλπ.).

Προτείνουμε ειδικότερα:

         1) Ενίσχυση των πολυμελών συνθέσεων. Το όριο της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου ενδείκνυται να μειωθεί και, ειδικότερα, να οριστεί στο ποσό των 30.000 ευρώ. Ο δικαιολογητικός λόγος της γενίκευσης των μονομελών συνθέσεων ήταν, κατά τον νομοθέτη (ν. 3900/2010), «ο συντριπτικός όγκος εκκρεμών υποθέσεων και η συνακόλουθη καθυστέρηση στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης» (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 3900/2010). Ήταν επιλογή του νομοθέτη της οικονομικής κρίσης, άλλωστε, οι λύσεις για εκείνα τα θέματα που ο ίδιος θεωρούσε σημαντικά και πλέον επείγοντα (προσέλκυση επενδύσεων, είσπραξη φόρων) να γίνουν με θυσία σειράς δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων και τα δικονομικά δικαιώματα των πολλών. Σήμερα, όμως, σε κάθε περίπτωση (ήτοι ακόμα και με την υπόθεση ότι δεχόμαστε τη λογική του νομοθέτη του ν. 3900/2010), μετά την μείωση του όγκου των εκκρεμών υποθέσεων στα διοικητικά δικαστήρια και την εμφάνιση του αντίθετου φαινομένου, της ιδιαίτερα μειωμένης ροής υποθέσεων (κάτι που κατέστη δικαιολογία για την εκκίνηση της διαδικασίας συρρίκνωσης των διοικητικών δικαστηρίων), ο ανωτέρω δικαιολογητικός λόγος εξέλιπε. Επομένως, είναι αναγκαία η ενίσχυση των πολυμελών συνθέσεων, δεδομένου αναμφίβολα του ότι τα συλλογικά όργανα εμπνέουν μεγαλύτερη ασφάλεια (η συλλογική σκέψη είναι πάντοτε ανώτερη). Η διάσκεψη είναι η ουσία του δικαστικού έργου. Στις πολυμελείς συνθέσεις, εξάλλου, ελαχιστοποιείται η υπόνοια μη αμερόληπτης κρίσης. Και πάντως, κάτι που καταδεικνυόταν δημόσια (με αρθρογραφία ή σε ΓΣ κλπ.) ήδη από την εποχή που ψηφιζόταν ο ν. 3900/2010, δεν επιβεβαιώθηκε ότι οι πολυμελείς συνθέσεις ευθύνονται για την καθυστέρηση, τα αίτια της οποίας είναι βαθύτατα (συνδεόμενα ιδίως με τις νομοτελειακές αντιφάσεις του συστήματος που αναπαράγουν υπερβολικού αριθμού και σύνθετες διαφορές). Η μείωση της εισροής υποθέσεων τα τελευταία χρόνια δεν προέκυψε λόγω της γενίκευσης των μονομελών συνθέσεων (άλλωστε δεν προκύπτει ότι στις υποθέσεις που εκδίδονται καθυστερημένα, πχ. πέραν του έτους, υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ εκείνων που είναι τριμελούς ή μονομελούς σύνθεσης), αλλά έγινε τεχνητά, μέσα από την εκτόξευση του κόστους της δίκης, τα δικονομικά βάρη που έχουν εισαχθεί μετά το 2010, την πιλοτική δίκη κ.ά.

            Τα ανωτέρω πρέπει να ισχύουν και για τις διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Άλλωστε στις διαφορές αυτές υπάρχει περίπτωση να λαμβάνει χώρα έλεγχος κατά τον νόμο και τα πράγματα και του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, κατ’ άρθρο 224 παρ. 4 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Επομένως προτείνουμε και στις υποθέσεις που άγονται με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής το όριο της αρμοδιότητας του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου να οριστεί στο ποσό των 30.000 ευρώ. Αντίστοιχη τροποποίηση πρέπει να λάβει χώρα και στο άρθρο 218 εδ. β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ώστε το μονομελές εφετείο να είναι αρμόδιο στις υποθέσεις κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων όταν η απαίτηση για την οποία χωρεί η εκτέλεση δεν υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ.

         2) Αναβάθμιση των φορολογικών διαφορών. Προτείνουμε οι φορολογικές διαφορές το αντικείμενο των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ να εκδικάζονται και αυτές σε πρώτο βαθμό από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο και σε δεύτερο από το διοικητικό εφετείο, καθόσον πάντως και στην περίπτωση αυτή εξέλιπε ομοίως ο δικαιολογητικός λόγος που οι εν λόγω διαφορές κατέστησαν διαφορές ενός βαθμού, ήτοι «η ανάγκη ταχύτερης εκκαθάρισής τους» (βλ. αιτιολογική έκθεση του άρθρου 13 του ν. 3900/2010). Η επαναφορά των υποθέσεων αυτών στα πρωτοδικεία θα ενδυναμώσει την ροή υποθέσεων σε αυτά και ιδίως στα περιφερειακά πρωτοδικεία, ενώ θα αποκλείσει τη μονομέρεια, αφού θα ασχολείται με σοβαρές φορολογικές υποθέσεις κατά βάση το σύνολο του Σώματος (σήμερα στην πράξη οι σοβαρές φορολογικές υποθέσεις εκδικάζονται – και αντίστοιχα τα σχετικά θέματα επιλύονται – από έναν μικρό αριθμό δικαστών των διοικητικών εφετείων, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι στα μεγάλα εφετεία λειτουργούν ειδικά φορολογικά τμήματα). Επισημαίνουμε ακόμη τη δικονομική ασυνέπεια να προβλέπονται δύο βαθμοί δικαιοδοσίας για τις φορολογικές διαφορές με αντικείμενο μικρότερο των 150.000 ευρώ και ένας για εκείνες με αντικείμενο μεγαλύτερο του εν λόγω ορίου. Με τον τρόπο αυτό παρεμπιπτόντως θα εξαλειφθούν και οι δυσλειτουργίες και οι αντιφάσεις που ενίοτε δημιουργούνται σε περιπτώσεις συναφών υποθέσεων άλλες από τις οποίες εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό από το πρωτοδικείο και άλλες από το εφετείο (συνεχείς παραπομπές ή και αναπομπές, κίνδυνος αντιφατικών αποφάσεων κ.ά.). Περαιτέρω, στη λογική της αναβάθμισης των φορολογικών διαφορών θα πρέπει να καταργηθεί η διαφοροποίηση των διαφορών αυτών με τις λοιπές α) ως προς την προθεσμία της προσφυγής, η οποία προτείνουμε να οριστεί 60νθήμερη, β) ως προς την εξουσία του δικαστηρίου (προτείνουμε να καταργηθεί η παρ. 5 του άρθρου 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας) και γ) ως προς το παράβολο (προτείνουμε – με την επιφύλαξη ειδικής κατωτέρω πρότασης ως προς το παράβολο – να καταργηθούν οι διατάξεις περί αναλογικού παραβόλου και να ισχύει και για τις φορολογικές διαφορές το πάγιο παράβολο που προβλέπεται και για τις λοιπές διαφορές). Προκειμένου δε να διευκολυνθεί η πρόσβαση των πολιτών στα διοικητικά δικαστήρια ειδικά ως προς τις φορολογικές διαφορές προτείνουμε ακόμα α) την κατάργηση της ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον της ΔΕΔ, καθόσον τα ίδια τα στοιχεία της ΑΑΔΕ καταδεικνύουν ότι δεν φτάνουν στα δικαστήρια γιατί «τερματίζονται» στην ΑΑΔΕ κυρίως εκείνες οι διαφορές για τις οποίες υπάρχει πάγια νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου, οι οποίες όμως θα μπορούσαν, βάσει εγκυκλίων του Υπουργείου Οικονομικών, να μη γεννιόταν  καν αν θα δίνονταν η λύση της νομολογίας εξαρχής (άλλωστε δεν φτάνουν στα δικαστήρια – και πολλές φορές ούτε και στην ΑΑΔΕ – υποθέσεις που οι φορολογούμενοι τις εγκαταλείπουν μπροστά στη γραφειοκρατία και το κόστος της παρεμβαλλόμενης ενδικοφανούς διαδικασίας) και β) την κατάργηση της υποχρέωσης καταβολής του 20% του οφειλόμενου κυρίου φόρου, ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης (άρθρο 93 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), καθόσον εξέλιπε πλέον ο επιτακτικός λόγος, όπως τον είχε δεχτεί ο νομοθέτης τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης (βλ. και την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 22 του ν. 3900/2010), να προκρίνεται «η μη καθυστέρηση στην είσπραξη των φορολογικών εισόδων μετά την πρωτόδικη δικαστική κρίση έναντι του δικαιώματος του φορολογούμενου για επανάκριση της υπόθεσής του από δευτεροβάθμιο δικαστήριο» και θα πρέπει να προκριθεί η διευκόλυνση της δυνατότητας άσκησης έφεσης.

         3) Διευκόλυνση παράστασης χωρίς δικηγόρο. Ενόψει του δυσβάσταχτου κόστους της δίκης για υποθέσεις χαμηλότερου αντικειμένου θεωρούμε ότι μπορεί το όριο της παρ. 2 του άρθρου 27 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (αναφορικά με τη δυνατότητα δυνατότητας διενέργειας διαδικαστικών πράξεων και παράστασης χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο στις χρηματικές διαφορές) να ανέλθει τουλάχιστον στο ποσό των 3.000 ευρώ. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να οριστεί ότι οι δικαστικοί λειτουργοί και τα μέλη του ΝΣΚ μπορούν να παρίστανται και να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις σε οποιαδήποτε υπόθεση χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο. Η σχετική συζήτηση έχει γίνει και στο παρελθόν με τα εκατέρωθεν επιχειρήματα να είναι γνωστά. Εμείς προκρίνουμε την άποψη αυτή. Σε κάθε περίπτωση μπορεί να ισχύσει τουλάχιστον για τις υποθέσεις που αφορούν τις αποδοχές μας ή τη φορολογική μας μεταχείριση. Άλλωστε κατά κανόνα εμείς οι ίδιοι συντάσσουμε τα σχετικά δικόγραφα (είτε ατομικά είτε μέσω των ενώσεων) και οι δικηγόροι τα υπογράφουν.

         4) Μείωση του εκκλητού. Το όριο των 5.000 ευρώ αναμφίβολα στερεί ικανό αριθμό σοβαρών διαφορών να κριθούν σε δεύτερο βαθμό. Προτείνουμε τη μείωση του εκκλητού στις χρηματικές διαφορές στο όριο του άρθρου 27 παρ. 2 περ. α΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κάτι που άλλωστε είναι δικονομικά συνεπές (διαφορές που τεκμαίρονται ήσσονης σημασίας).

         5) Aπλοποίηση της διαδικασίας διακοπής της δίκης. Η διακοπή της δίκης θα πρέπει να επέρχεται σε κάθε περίπτωση που προσκομίζεται με όποιον τρόπο στο δικαστήριο ληξιαρχική πράξη θανάτου του διαδίκου (π.χ. ακόμα και όταν δίνεται από κάποιον συγγενή του θανόντος στον δικαστικό επιμελητή που διενεργεί την επίδοση ή περιλαμβάνεται στον φάκελο του ασφαλιστικού φορέα κλπ.) και να μην εξαρτάται από ενέργειες οποιουδήποτε (ιδίως όποιων έχουν δικαίωμα να επαναλάβουν τη δίκη). Πέραν της διευκόλυνσης του δικαστηρίου, αποκλείεται και το «φυσικώς άτοπο» να απορρίπτεται ως ανομιμοποίητο ένα ένδικο βοήθημα, αν και είναι γνωστό ότι ο ασκήσας αυτό έχει αποβιώσει.

         6) Κατάργηση  της ενδοδικαστικής επίλυσης των διαφορών από αγωγές για απαιτήσεις από δημόσιες συμβάσεις (άρθρο 126 Β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας). Ο θεσμός αυτός έχει αποτύχει, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των σχετικών υποθέσεων δεν επιτυγχάνεται συμβιβαστική επίλυση και μάλιστα τα μέρη δεν προσέρχονται καν. Πλην όμως δημιουργείται άσκοπος γραφειοκρατικός φόρτος για τη γραμματεία και τους δικαστές. Από την άλλη στις λιγοστές υποθέσεις που καταλήγουν σε συμβιβασμό, δεν είναι στην πραγματικότητα ο «μεσολαβητικός» ρόλος του δικαστή που τον επιφέρει, αλλά η (συμβιβαστική) λύση έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων από τα μέρη. Συνεπώς, θα μπορούσε να ικανοποιηθεί ο ενάγων χωρίς την παρέμβαση του δικαστηρίου (και ακολούθως να παραιτηθεί από την εκκρεμή αγωγή).

         7) Κατάργηση του θεσμού του εισηγητή δικαστή στις διαφορές ουσίας και του συστήματος κατάταξης των υποθέσεων σε κλίμακα 1 – 5 (άρθρο 19 παρ. 5 β του ΚΟΔΚΔΛ). Ο θεσμός του εισηγητή δικαστή στις διαφορές ουσίας απέτυχε. Προκαλεί μόνο άσκοπη γραφειοκρατία. Συναφώς άσκοπη γραφειοκρατία θα προκαλέσει και η εφαρμογή του συστήματος κατάταξης υποθέσεων του άρθρου 19 παρ. 5 β του ΚΟΔΚΔΛ, μια ατυχής διάταξη, που πέραν των άλλων δύναται να μετατραπεί σε βάση αναξιοκρατίας.

         8) Δημιουργία σώματος πραγματογνωμόνων. Προτείνουμε να προβλεφθεί στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (και να αξιώσουμε να υλοποιηθεί άμεσα) σώμα πραγματογνωμόνων με επιστημονικό προσωπικό (ιατρούς, μηχανικούς κλπ.) που θα έχει την αρμοδιότητα να γνωματεύει με απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία για την επίλυση μιας διαφοράς η διάγνωση ζητημάτων για τα οποία απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Το σώμα αυτό θα απολαμβάνει εχέγγυα ανεξαρτησίας και θα είναι αποκλειστικής απασχόλησης. Έτσι θα περιοριστεί ο κίνδυνος μεροληπτικών πραγματογνωμοσυνών και θα εξαλειφθεί το φαινόμενο άρνησης των πραγματογνωμόνων.

         9) Κατάργηση, άλλως μείωση παραβόλων. Κατά την αντίληψή μας ο πολίτης πρέπει να έχει απολύτως δωρεάν πρόσβαση στη Δικαιοσύνη. Τούτο λόγω της φύσης του θεσμού. Δεν μπορεί το κράτος στον πιο στενό του πυρήνα να λειτουργεί «με αντίτιμο». Αλλά και γιατί ο πολίτης μέσα από τη γενική φορολογική του υποχρέωση έχει «προπληρώσει» εκείνη την περίπτωση στη ζωή του που θα χρειαστεί δικαστική προστασία. Για τις απειροελάχιστες πράγματι περιπτώσεις διαδίκων που ανοίγουν δίκες χωρίς αιτία, μπορεί να προβλεφθεί ειδική ρύθμιση υπαγωγής τους στο πλαίσιο του άρθρου 42 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και να επιβάλλονται οι χρηματικές ποινές της παρ. 2 του άρθρου αυτού. Αν δεν ευδοκιμήσει μια τέτοια πρόταση θεωρούμε ότι πάντως το παράβολο θα πρέπει να κυμαίνεται σε τέτοιο ποσό που δεν θα επιδρά καθοριστικά στην απόφαση του πολίτη να ζητήσει προστασία από το Δικαστήριο (π.χ. ενδεικτικά 25 ευρώ).    

         10) Διαφορές κατά την εκλογική διαδικασία στους ΟΤΑ. Προτείνουμε την πρόβλεψη αυτοτελούς ένστασης κατά της ανακήρυξης των υποψηφίων των συνδυασμών, η οποία θα πρέπει να εκδικάζεται με ταχεία διαδικασία πριν τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Σήμερα, εφόσον η προσβολή του κύρους της απόφασης ανακήρυξης των υποψηφίων γίνεται μετά τη διεξαγωγή των εκλογών ενιαία με την ένσταση κατά της πράξης ανακήρυξης των επιτυχόντων, η δυνατότητα αυτή καθίσταται στην πράξη δώρο άδωρο.

         11) Ισχυροποίηση του θεσμού  της νομικής βοήθειας. Μεγάλο μέρος του λαού αδυνατεί να ανταπεξέλθει στο κόστος μιας δίκης με αποτέλεσμα συχνά να απεμπολεί δικονομικά δικαιώματα. Ο θεσμός της νομικής βοήθειας αποδεικνύεται ελλιπής, πέραν του ότι το κράτος αρνείται να καταβάλει (επίκαιρα) τις προβλεπόμενες αμοιβές στους δικηγόρους που διορίζονται από τα δικαστήρια για την υπεράσπιση των δικαιούμενων νομικής βοήθειας. Προτείνουμε την αύξηση του εισοδηματικού ορίου υπαγωγής στην νομική βοήθεια στο σύνολο των ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (από τα 2/3 που είναι σήμερα).

         Επιφυλασσόμαστε για περαιτέρω προτάσεις για τον ΚΟΔΚΔΛ.

       Επισημαίνουμε κλείνοντας για μία ακόμη φορά ότι η μείωση της εισροής των υποθέσεων στα διοικητικά δικαστήρια δεν οφείλεται σε εξάλειψη των αιτιών που αναπαρήγαγαν τα προηγούμενα χρόνια τεράστιο αριθμό διοικητικών διαφορών, αλλά είναι συνάρτηση κυρίως της εκτόξευσης του κόστους της δίκης, της θέσπισης σειράς δικονομικών βαρών, της πιλοτικής δίκης κλπ. Οι προτάσεις μας επιχειρούν να αμβλύνουν τα προβλήματα. Εναντιωνόμαστε στην κατάργηση διοικητικών δικαστηρίων με πρόσχημα την μείωση της εισροής των υποθέσεων. Η συρρίκνωση των δικαστηρίων (και η συνακόλουθη δυσχέρανση μεγάλης μερίδας του λαού, ιδίως στην επαρχία, πρόσβασης στη Δικαιοσύνη), υπό τον ξύλινο όρο αναμόρφωσης του δικαστικού χάρτη, όπως και άλλα συναφή μέτρα (π.χ. η γενίκευση εξωδικαστικών μορφών επίλυσης διαφορών) είναι αξιώσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, αποτυπωμένες στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, υπηρετούν την μετατροπή της Δικαιοσύνης σε πυλώνα επενδύσεων και αντικειμενικά θυσιάζουν ή δυσχεραίνουν το δικαίωμα των πολλών για πρόσβαση στη Δικαιοσύνη.

 

Κ.Κοσμάτος, Τα Σωφρονιστικά Καταστήματα Αυξημένης Ασφάλειας, μετά την τροποποίηση του Σωφρονιστικού Κώδικα με το Ν 4985/2022

Τα Σωφρονιστικά Καταστήματα Αυξημένης Ασφάλειας, μετά την τροποποίηση του Σωφρονιστικού Κώδικα με το Ν 4985/2022 [1]

 

(Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό περιοδικό “Εγκληματολόγοι”, τεύχ. 11 (Οκτώβριος 2023), της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης του Εγκλήματος και του Κοινωνικού Ελέγχου)

 

Κώστας Κοσμάτος, Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ

 

Ι. Οι διακρίσεις των καταστημάτων (άρθρο 19 ΣωφρΚ σε σύγκριση με άρθρο 20 Ν 4985/2022)

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 ΣωφρΚ τα καταστήματα κράτησης διακρίνονται σε: α) γενικά, β) ειδικά και γ) θεραπευτικά. Με το άρθρο 20 Ν 4985/2022:

α) αντικαθίσταται ο όρος «καταστήματα κράτησης» από τον όρο «Σωφρονιστικά Καταστήματα».

β) στα Ειδικά Σωφρονιστικά Καταστήματα (πέραν των αγροτικών, της Κεντρικής Αποθήκης Υλικού Σωφρονιστικών Καταστημάτων, των καταστημάτων νέων, των κέντρων ημιελεύθερης διαβίωσης καταδίκων) προστίθενται τα Σωφρονιστικά Καταστήματα για Εγκλήματα κατά της Γενετήσιας Ελευθερίας, τα Σωφρονιστικά Καταστήματα Αυξημένης Ασφαλείας, τα Καταστήματα Εργασίας και τα Σωφρονιστικά Καταστήματα Οικονομικών Εγκλημάτων.

ΙΙ. Διάκριση και διαχωρισμός των κρατουμένων

Με το αρ. 12 Ν 4985/2022 τροποποιήθηκε το άρ. 11 ΣωφρΚ «Διάκριση και διαχωρισμός των κρατουμένων» και συγκεκριμένα στην παρ. 6 προσδιορίζονται οι λόγοι κράτησης σε Σωφρονιστικά Καταστήματα Αυξημένης Ασφαλείας.

Η νέα διάταξη αφορά δύο κατηγορίες κρατουμένων. Η πρώτη αναφέρεται στο σύνολο των κρατουμένων, που έχουν τελέσει πειθαρχικά παραπτώματα. Η δεύτερη αναφέρεται σε συγκεκριμένες κατηγορίες κρατουμένων, που έχουν καταδικαστεί για συγκεκριμένα εγκλήματα.

H πρώτη κατηγορία αφορά σε ενηλίκους κρατουμένους που θα πρέπει σωρευτικά: α) να έχουν τελέσει τα πειθαρχικά παραπτώματα της βίαιης απόδρασης περισσότερων κρατουμένων με ενωμένες δυνάμεις, της άσκησης βίας κατά μελών του προσωπικού, της απόδρασης κρατουμένου, της κατοχής και χρήσης αιχμηρών και επικίνδυνων αντικειμένων ως όπλων και β) να κρίνονται από το Συμβούλιο της Φυλακής αιτιολογημένα ως ιδιαίτερα επικίνδυνοι για την τάξη και ασφάλεια στα Σωφρονιστικά Καταστήματα Α, Β ή άλλου τύπου. Τα παραπάνω δεν ισχύουν για τις ειδικές κατηγορίες κρατουμένων, αφού δεν μπορούν να κρατηθούν σε Καταστήματα Αυξημένης Ασφάλειας (βλ. άρθρ. 16 ΣωφρΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 Ν 4985/2022).

Περαιτέρω, με το άρ. 21 του Ν 4985/2022 προστίθεται νέο άρθρο 19Α στον ΣωφρΚ με αντικείμενο τις προϋποθέσεις μεταγωγής στα ειδικά καταστήματα. Στο πλαίσιο αυτό, στην παρ. 3 του νέου άρθρου 19 Α προβλέπεται ότι δύναται να κρατούνται ή να μετάγονται σε Σωφρονιστικά Καταστήματα Αυξημένης Ασφαλείας κρατούμενοι στους οποίους έχει επιβληθεί ποινή κάθειρξης για τα αδικήματα των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/2013, 134, 187, 187Α, των περ. γ΄ και δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 265, της παρ. 1 του άρθρου 299, 323Α, 324, 380, 385 του Ποινικού Κώδικα.

Τέλος, κατά ρητή αναφορά του νέου νόμου, στην ίδια διάταξη, στα Σωφρονιστικά Καταστήματα Αυξημένης Ασφαλείας «…τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας….. τελούν υπό τον έλεγχο του δικαστικού λειτουργού του άρθρου 85 και δεν αποκλείεται να επηρεάζουν επί το αυστηρότερο τον τρόπο διαβίωσης μέσα σε αυτά, μη θιγομένης πάντως της τήρησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά το εθνικό, ενωσιακό και διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων και των ειδικότερων κατευθύνσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης».

ΙΙΙ. Παρατηρήσεις επί των παραπάνω τροποποιήσεων

Α. Ως προς το κριτήριο της διαγωγής του κρατουμένου (άρθρο 11 παρ. 6 ΣωφρΚ, άρθρο 12 Ν 4985/2022)

α) Ένα βασικό ερμηνευτικό ζήτημα που γεννά η παραπάνω διατύπωση του νομοθέτη αφορά αρχικά στον χρόνο, δηλαδή αν μπορεί να αφορά και κρατούμενο που είχε υποπέσει σε οποιοδήποτε χρόνο στο παρελθόν σε ένα από τα προσδιορισμένα στη νέα διάταξη πειθαρχικά παραπτώματα. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να είναι αρνητική με βάση τον θεσμό της διαγραφής των πειθαρχικών ποινών (άρθρ. 69 παρ. 4 ΣωφρΚ). Δεν θα ήταν νοητό να τιμωρείται πειθαρχικά (με αλλαγή status κράτησης) ένας κρατούμενος, βάσει μιας πειθαρχικής ποινής που έχει ήδη διαγραφεί και δεν λαμβάνεται υπόψη ακόμη και για τη χορήγηση ευεργετημάτων, όπως η τακτική άδεια ή η υφ’ όρον απόλυση.

β) Η απόφαση της ΚΕΜ θα πρέπει να λαμβάνεται μετά την τελειωτική κρίση για την τέλεση των συγκεκριμένων πειθαρχικών παραπτωμάτων, δηλαδή είτε μετά την άπρακτη προθεσμία για άσκηση προσφυγής κατά της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου, είτε μετά την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου Εκτέλεσης της Ποινής επί της προσφυγής.

γ) Το αξιολογικό κριτήριο της νέας διάταξης, τοποθετείται στο πεδίο της κρίσης για την «επικινδυνότητα». Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι μολονότι ο όρος «επικινδυνότητα» τείνει να εκλείψει από τη νεότερη ποινική και σωφρονιστική νομοθεσία, «εισβάλλει» εκ νέου στον Σωφρονιστικό Κώδικα. Το πρόβλημα μεγεθύνεται από το γεγονός ότι η προγνωστική κρίση για την ύπαρξη επικινδυνότητας στο πρόσωπο ενός συγκεκριμένου κρατούμενου απόκειται κυριαρχικά στο Συμβούλιο της Φυλακής (άρθρ. 10 παρ. 1 ΣωφρΚ), στο οποίο δεν συμμετέχει ο δικαστικός λειτουργός του Καταστήματος.

Β. Ως προς το κριτήριο του είδους του εγκλήματος του καταδικασθέντος (άρθρο 19 Α παρ. 3 ΣωφρΚ, άρθρο 21 Ν 4985/2022)

α) Το κριτήριο του είδους του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κρατούμενος, σε συνδυασμό με την επιβολή ποινής κάθειρξης, σηματοδοτούν μια διακριτή κατηγορία κρατουμένων που μπορεί να οδηγηθούν σε Σωφρονιστικό Κατάστημα Αυξημένης Ασφάλειας. Η επιλογή αυτή είναι θεωρητικά αυθαίρετη και παραβιάζει την αρχή της ισότητας στη μεταχείριση των κρατουμένων. Τούτο συμβαίνει πρώτιστα, καθώς παρέχεται δυνατότητα (χωρίς τυποποίηση στο νόμο συγκεκριμένων τυπικών ή ουσιαστικών προϋποθέσεων) μεταφοράς κρατουμένων σε δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης με μόνη την τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων, χωρίς να αξιολογείται ούτε το ύψος της ποινής κάθειρξης που επιβλήθηκε, ούτε και η διαγωγή του κρατουμένου στις φυλακές [2].

Με τον τρόπο αυτό εξομοιούται η μεταχείριση ενός καταδίκου που τελεί πολλαπλά σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα (που δεν ανήκουν στις προαναφερθείσες υπό στ. Α κατηγορίες) με έναν κατάδικο που έχει τελέσει ένα σοβαρό κακούργημα, αλλά δεν έχει επιδείξει παραβατική συμπεριφορά εντός της φυλακής, κρίνοντας την επικινδυνότητά του μόνο από το είδος του εγκλήματος που τέλεσε. Αντίστοιχα, είναι δυνατόν να βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση κρατούμενος που του έχει επιβληθεί μεγαλύτερη ποινή για έγκλημα που δεν προβλέπεται μεταφορά σε Κατάστημα Κράτησης Αυξημένης Ασφάλειας: π.χ. ο Α, ο οποίος έχει καταδικαστεί για διακίνηση ναρκωτικών (άρθρο 20 Ν 4139/2013) σε ποινή κάθειρξης 15 ετών, εφόσον δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις του άρθρου 11 παρ. 6 ΣωφρΚ δεν θα είναι ποτέ «υποψήφιος» για τη μεταγωγή σε Κατάστημα Ασφαλείας, ενώ ο Β που έχει καταδικαστεί για διακεκριμένη περίπτωση διακίνησης ναρκωτικών σε ποινή κάθειρξης 10 ετών μπορεί να βρεθεί εκ προοιμίου σε Κατάστημα Ασφαλείας. Η ανισότητα στη μεταχείριση των παραπάνω κρατουμένων είναι προφανής.

β) Ως προς το όργανο που διατάσσει την μεταγωγή σε Κατάστημα Ασφαλείας η νέα διάταξη αναφέρει ότι αυτή γίνεται με παραγγελία του Εισαγγελέα ή με απόφαση της Κ.Ε.Μ., ύστερα από πρόταση του Συμβουλίου Φυλακής. Πάντως, σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις η μεταγωγή δύναται να παραγγέλλεται από τον Γενικό Γραμματέα Αντεγκληματικής Πολιτικής, ύστερα από εισήγηση του Συμβουλίου της Φυλακής.

Είναι εμφανές ότι, στο βαθμό που δεν προσδιορίζονται σαφή κριτήρια, ελλοχεύει βάσιμα ο κίνδυνος για περιπτωσιολογική εφαρμογή της διάταξης, με όμοιες κρίσεις ανόμοιων περιπτώσεων ή με ανόμοιες κρίσεις όμοιων περιπτώσεων, βάσει του διαφοροποιημένου κριτηρίου εκάστου αποφασίζοντος εισαγγελικού λειτουργού. Δεν είναι εξάλλου άγνωστες οι περιπτώσεις όπου ένα συγκεκριμένο έγκλημα με κοινά γνωρίσματα τέλεσης αξιολογείται διαφορετικά τόσο σε επίπεδο εισαγγελικής όσο και δικαστικής εκτίμησης, ιδίως όταν σε αυτό υφίστανται αόριστοι αξιολογικοί νομικοί όροι. Οι λόγοι που μπορούν να συμβάλουν σε μια τέτοια ενδεχόμενη δυσανάλογη και άνιση τελικά μεταχείριση ανάγονται, μεταξύ άλλων, στο ξεχωριστό κριτήριο του καθενός εισαγγελικού λειτουργού αναφορικά με τα είδη των εγκλημάτων και τις κοινωνικές αναπαραστάσεις του και περαιτέρω στις ειδικές παραστάσεις που αποκομίζει από τη γεωγραφική περιοχή που υπηρετεί (ή υπηρετούσε) σχετικά με την εγκληματικότητα και την ποινική αντιμετώπισή της, στην ενδεχόμενη εμπειρία του από εποπτεία σε σωφρονιστικά καταστήματα, ενώ άλλωστε οι ίδιες οι συνθήκες κράτησης μπορεί να είναι διαφορετικές μεταξύ των διαφόρων καταστημάτων κράτησης.

Γ. Ως προς τον αυστηρότερο τρόπο διαβίωσης, λόγω αυξημένων μέτρων ασφαλείας

Ως προς τις συνθήκες κράτησης, όπως προαναφέρθηκε, στα Σωφρονιστικά Καταστήματα Αυξημένης Ασφαλείας λαμβάνονται αυξημένα μέτρα ασφαλείας, χωρίς να αποκλείεται να επηρεάζουν επί το αυστηρότερο τον τρόπο διαβίωσης μέσα σε αυτά. Η διατύπωση αυτή είναι ατελής, καθώς δεν προσδιορίζονται σε ποιο ακριβώς πεδίο μπορεί να αυστηροποιούνται οι συνθήκες κράτησης των κρατουμένων αυτών και αόριστη. Πρόκειται ουσιαστικά για την επαναφορά των Καταστημάτων Τύπου Γ’, τα οποία εισήλθαν με το Ν 4274/2014 [3], ο οποίος καταργήθηκε με το άρθρο 1 του Ν 4322/2015.

 

IV. Καταληκτικές σκέψεις

Οι παραπάνω τροποποιήσεις του Σωφρονιστικού Κώδικα έρχονται σε μια περίοδο που, όπως διαφαίνεται από την πρόσφατη Έκθεση της Επιτροπής Πρόληψης των Βασανιστηρίων [4], η χώρα μας κινδυνεύει για δεύτερη φορά μετά το 2011 με διεθνή εξευτελισμό μέσω «Δημόσιας Δήλωσης» της Επιτροπής, η οποία έχει ενεργοποιηθεί μέχρι σήμερα [5] για την Τουρκία (1992, 1996), τη Ρωσική Ομοσπονδία (2001, 2003, 2007, 2019), τη Βουλγαρία (2015, 2021) και το Βέλγιο (2017). Μάλιστα, στις καταληκτικές παρατηρήσεις της τελευταίας έκθεσης της Επιτροπής σημειώνεται ότι «… 91. Η τρέχουσα κατάσταση στα καταστήματα κράτησης αποτελεί κακή εικόνα της Ελλάδας και έρχεται σε αντίθεση με τους ευρωπαϊκούς κανόνες και αξίες, όπως απαριθμούνται στους αναθεωρημένους Ευρωπαϊκούς Κανόνες Φυλακών του 2020…».

Δυστυχώς, το νέο νομοθέτημα όχι μόνο δεν αλλάζει την εικόνα που σκιαγραφείται παραπάνω, αλλά μάλλον οδηγεί σε μια δύσκολα αναστρέψιμη κατάσταση.

——————-

[1] Βλ. το σύνολο της κοινοβουλευτικής διαδικασίας σε https://www.hellenicparliament.gr/Nomothetiko-Ergo/Anazitisi-Nomothetiko…

[2] Βλ. Παρατηρήσεις της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου https://www.hlhr.gr/wp-content/uploads/2022/10/%CE%A3%CE%A7%CE%95%CE%94%…

[3] Βλ. σε Κ. Κοσμάτο, Ξαναγράφοντας τον Σωφρονιστικό Κώδικα: Παρατηρήσεις στις διατάξεις του Ν 4274/2014 «Ρυθμίσεις Ποινικού και Σωφρονιστικού Δικαίου και άλλες διατάξεις» σχετικά με τα καταστήματα κράτησης «τύπου Γ΄», ΠοινΔικ 2014, σελ. 602 επ.

[4] Βλ. την Έκθεση της 2-9-2022 προς την Ελληνική Κυβέρνηση σε https://rm.coe.int/1680a7ce97.

[5] Βλ. https://www.coe.int/en/web/cpt/public-statements