Συνήγορος του Πολίτη: Τετραμηνιαίο Δελτίο Ιανουαρίου-Απριλίου 2022
Το δελτίο συμπυκνώνει μία σειρά εμβληματικών υποθέσεων που χειρίστηκε ο Συνήγορος του Πολίτη, το πρώτο τετράμηνο του 2022.
Το δελτίο συμπυκνώνει μία σειρά εμβληματικών υποθέσεων που χειρίστηκε ο Συνήγορος του Πολίτη, το πρώτο τετράμηνο του 2022.
Ετήσια Έκθεση 2021 (συνοπτική παρουσίαση)- Λήψη σε μορφή pdf
Το ενημερωτικό έντυπο εκούσιας διαμεσολάβησης, ως όρος παραδεκτού της συζήτησης
Γεωργίου Β. Δελή, ΜΔΕ Ειρηνοδίκη Αθηνών,
Περίληψη: Με το αρ. 3 παρ. 2 εδ. β’ ν. 4640/2019 το παραδεκτό συζήτησης αγωγής σχετίστηκε με την υποχρεωτική, έγγραφη ενημέρωση του εντολέα από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του για τη δυνατότητα εκούσιας διαμεσολάβησης της διαφοράς του, πρό της προσφυγής στην τακτική δικαιοσύνη. Στη παρούσα, γίνεται προσπάθεια να εξεταστούν, ενδεικτικά, οι περιπτώσεις που η προσκόμιση του ενημερωτικού εντύπου στερείται νοήματος και, αντίστοιχα, δεν νοείται κύρωση απαραδέκτου σε περίπτωση ελλείψεώς του, ιδίως, καθόσον αφορά στην εξουσία διάθεσης των μερών, ως προϋπόθεση υπαγωγής της διαφοράς τους στο πεδίο εφαρμογής της εκούσιας διαμεσολάβησης.
Με το αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019[1] εισήχθη ο νεοπαγής θεσμός υποχρεωτικής ενημέρωσης του εντολέα από τον πληρεξουσίου Δικηγόρου του για τη δυνατότητα εκούσιας διαμεσολαβητικής διευθέτησης, μέρους ή εν συνόλω, αστικής ή εμπορικής διαφοράς του, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενης ή μέλλουσας, εφόσον, αμφότερα τα μέρη, έχουν εξουσία διάθεσής της, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου[2]. Η ενημέρωση περιβάλλεται νόμιμο, πανηγυρικό τύπο ιδιωτικού εγγράφου[3], το οποίο υποβάλλεται στο δικαστήριο μεταγενέστερης δίκης με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής, ή με τις προτάσεις, το αργότερο μέχρι τη συζήτηση, ως ειδικός όρος παραδεκτού της. H κύρωση του απαραδέκτου αφορά σε όσες αγωγές κατατέθηκαν από 30.11.2019 και εντεύθεν[4]. Δεδομένου, όμως, ότι έγκαιρη ενημέρωση δεν συνδέεται με δικονομικές συνέπειες[5], είναι δυνατή μεταγενέστερη διενέργειά της[6], η, δε, προσκόμιση του ενημερωτικού εντύπου στο απώτερο χρονικό διάστημα συζήτησης της διαφοράς, καταλείπει ευχέρεια αναζήτησής του, όπως, έχει επισημανθεί[7] και, νομολογιακά, αποσαφηνιστεί[8]. Αποτελεί, δηλαδή, τυπική παράλειψη[9], η οποία δύναται να συμπληρωθεί καθ’ υπόδειξη του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το αρ. 227 ΚΠολΔ.
Μέσω της καθιέρωσης προδικασίας διαμεσολάβησης επιδιώκεται η εξοικείωση, εν γένει, των πολιτών με τη δυνατότητα εθελούσιας χρήσης του θεσμού εναλλακτικού τρόπου διευθέτησης διαφοράς προ της δικαστικής προσφυγής στην τακτική δικαιοσύνη[10], ενώ, με την υποχρεωτική έγγραφη ενημέρωση του ν. 4640/2019 επιδιώκεται «να άγεται μία διαφορά στην δικαιοσύνη μετά από επίγνωση των μερών ότι αυτή δεν δύναται να επιλυθεί μέσω ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, που δεν κρίνει τα μέρη και τη διαφορά, αλλά συμβάλλει στην επικοινωνία των μερών για την εύρεση του κοινού τόπου που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της μεταξύ τους σχέσης»[11], η, δε, νομοθετική πρόβλεψη για απαράδεκτο της επιγενόμενης συζήτησης έχει αποδοκιμαστεί ότι ενέχει υπέρμετρη πρόνοια στην προώθηση της διαμεσολάβησης[12], με το πρόσθετο επιχείρημα ότι η σχετική πλημμέλεια του πληρεξουσίου Δικηγόρου εξαντλεί την ενέργειά της, αποκλειστικά, στην εσωτερική σχέση της αμοιβόμενης εντολής[13]. Ζήτημα, συνεπώς, συνταγματικότητας της διάταξης του αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019, εφόσον είναι, εν γένει, δυνατή η καθιέρωση προδικασίας διαμεσολάβησης ως τυπική προϋπόθεση δίκης, μόνο υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να νοηθεί[14].
Σε κάθε περίπτωση, η υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης για τη δυνατότητα εκούσιας διαμεσολάβησης αφορά και σε υποθέσεις που εκφεύγουν της υποχρεωτικής πρώτης συνεδρίας διαμεσολάβησης, κατά το αρ. 6 ν. 4640/2019. Ως όρος του παραδεκτού συζήτησης, όμως, επιγενόμενης αιτήσεως παροχής έννομης προστασίας, το ενημερωτικό έντυπό της, συνέχεται με δύο, επιπλέον, προϋποθέσεις. Η διαφορά α. να είναι δεκτική διαμεσολάβησης και β. η επιγενόμενη δίκη να αφορά σε ένδικο βοήθημα «αγωγής». Ειδικότερα:
α. Η πρώτη προϋπόθεση αναφέρεται στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της εκούσιας διαμεσολάβησης, το οποίο καταλαμβάνει αστικής ή εμπορικής φύσης διαφορές[15], που ο φορέας τους απολαύει εξουσία διάθεσής τους, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, [16]σε λογική αλληλουχία με τον απαλλοτριωτό χαρακτήρα των ιδιωτικών δικαιωμάτων. Δεκτικές διαθέσεως αξιώσεις υπάγονται στην εκούσια διαμεσολαβήση και, αντίθετα, δε νοείται συμβιβαστική διευθέτηση[17] διαφοράς που δεν υπόκειται στην ιδιωτική αυτονομία και στην ελεύθερη διάθεση των μερών. Στις περιπτώσεις αυτές, η προσκόμιση ενημερωτικού εντύπου για το παραδεκτό συζήτησης συγκεκριμένης επίδικης διαφοράς, στερείται νοήματος και, αντίστοιχα, δεν νοείται κύρωση σε περίπτωση ελλείψεώς του, εφόσον, δεν θα ήταν, ούτως ή άλλως, πρόσφορη[18] η εκούσια διαμεσολάβησή της[19]. Το πότε συμβαίνει αυτό επαφίεται, ηθελημένα, στη διδασκαλία της θεωρίας και στη διαπλαστική ενέργεια της νομολογίας[20]. Κρίνεται, δηλαδή, ad hoc, και, επί τη βάσει συγγενών θεσμών, κυρίως, της διαιτησίας στην οποία η εξουσία διάθεσης αποτελεί κεντρική έννοια και του δικαστικού συμβιβασμού, από τον οποίο μπορούν να αντληθούν ερμηνευτικές λύσεις[21], αφορά υποθέσεις που η εξουσία διάθεσης ελλείπει i. στο αντικείμενο της διαφοράς, ii. στο υποκείμενό της, είτε, συνάγεται iii. από το περιεχόμενο του ουσιαστικού δικαιώματος[22], ενώ, υπάρχουν και περιπτώσεις που επιχειρήματα αντλούνται εκατέρωθεν. Ενδεικτικά:
i. Έλλειψη εξουσίας διάθεσης στο αντικείμενο της ουσιαστικής έννομης σχέσης, απαντάται, ιδίως, στις περιπτώσεις εκείνες που η απαλλοτρίωση απειλείται με ποινή απόλυτης ακυρότητας, για λόγους δημοσίας τάξης. Πρόκειται, κυρίως, για διαφορές Οικογενειακού Δικαίου[23], χάριν διασφαλίσεως της κοινωνικής ειρήνης, και Εργατικού Δικαίου, για λόγους ελάχιστης προστασίας του φορέα του εργασιακού δικαιώματος[24]. Ειδικά, δε, για τις εργατικές διαφορές γίνεται δεκτό ότι εμπίπτουν, prima facie, στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4640/2019[25]. Τούτο ισχύει, ιδίως, για τις αξιώσεις από την εργασία που διαθέτει ελεύθερα ο μισθωτός και αφορούν στο τμήμα του μισθού του το οποίο είναι ανώτερο του νομίμου[26], στα επιδόματα επίτευξης στόχων (μπόνους)[27], στις αξιώσεις που θεμελιώνονται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό[28], στο δικαίωμα προσβολής της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ως άκυρης, εφόσον πρόκειται για σχετική, inter partes, ακυρότητα μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου[29] και, μετά την ΠΥΣ 6/28.2.2012[30] και το αρ. 7 υποπ. ΙΑ.11, εδ. 2α του Ν. 4093/2012, στο επίδομα γάμου που θεσπίστηκε με την ΔΑ 10/1976 και καταβάλλεται, ήδη, από ελευθεριότητα του εργοδότη και ουχί από υποχρέωσή του που προκύπτει από κανονιστικό όρο ΕΓΣΣΕ[31]. Αντίθετα, ελλείπει εξουσία διάθεσης σε δικαιώματα που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, όπως είναι ο νόμιμος μισθός[32] που ορίζεται σε υποχρεωτικές ΣΣΕ και ΔΑ[33], τα επιδόματα εορτών [34], οι αποδοχές αδείας[35] και το επίδομα αδείας[36], η προσαύξηση 25% λόγω νυκτερινής εργασίας[37], η προσαύξηση 75% λόγω εργασίας την ημέρα υποχρεωτικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης, καθώς και τις λοιπές ημέρες υποχρεωτικής αργίας[38], η αποζημίωση αδείας[39], η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας[40] και η προσαύξηση κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης του μισθωτού[41]. Οι νόμιμες αυτές αξιώσεις, σύμφωνα με την νομολογία, υπόκεινται σε συμβιβαστική διευθέτηση στο μέτρο που «υπάρχει σοβαρή αβεβαιότητα, είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις, είτε ως προς την έννοια των σχετικών δικαιωμάτων[42]», παρόλο που φέρονται να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της εκούσιας διαμεσολάβησης, κατά την συστηματική ερμηνεία της[43]. Σε κάθε περίπτωση, είναι δυνατή η συσταλτική εφαρμογή του αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019[44] για τις νόμιμες αξιώσεις του μισθωτού[45], ενώ, κατά κύριο λόγο, το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό για τις συνήθεις, στην πράξη, αγωγές εργαζόμενου που το αντικείμενό τους αποκρυσταλλώνεται, αποκλειστικά, στην παραβιάση συνταγματικών, και υπερνομοθετικής ισχύος, αρχών[46]. Επί αντικειμενικής σώρευσης των ανωτέρω υποθέσεων, κατ΄αρ. 218 ΚΠολΔ, κύρωση του απαραδέκτου λανθάνει μόνο για τα διαμεσολαβήσιμα κεφάλαια της εργατικής αγωγής[47].
Ο ίδιος, εξάλλου, προβληματισμός ισχύει και για τις περιουσιακές διαφορές από αμοιβές του αρ. 614 παρ. 5 ΚΠολΔ, ιδίως, των νομικών, ελεύθερων επαγγελμάτων του Δικηγόρου, Συμβολαιογράφου και Δικαστικού Επιμελητή, αντίστοιχα, για τους οποίους προβλέπονται νόμιμες αμοιβές, ως ελάχιστη προστασία τους[48]. Οι αμοιβές αυτές, μετά τον ν. 3919/2011[49], λειτουργούν ως μαχητό τεκμήριο[50] στην περίπτωση που δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία για το ύψος τους, το οποίο και καθορίζεται «είτε προς τα κάτω είτε προς τα πάνω», ελεύθερα[51]. Συνεπώς, υπάγονται, καταρχήν, στην εκούσια διαμεσολάβηση, η, δε, εξαίρεσή τους, μόνο στο δημόσιο χαρακτήρα των νομικών λειτουργημάτων θα μπορούσε να υποστηριχθεί[52].
ii. Η έλλειψη εξουσίας διάθεσης, όμως, μπορεί να αφορά και στο υποκείμενο της επιγενόμενης έννομης σχέσης της Δίκης, απαλλοτριωτού, κατά τα λοιπά, ουσιαστικού δικαιώματος. Κατά κανόνα, στην τήρηση ενημερωτικού εντύπου εκούσιας διαμεσολάβησης υποχρεούται ο φορέας του δικαιώματος, που νομιμοποιείται, ενεργητικά, στην άσκηση αγωγής[53]. Εξ αντιδιαστολής, δεν νοείται προδικασία σε περιπτώσεις εξαιρετικής νομιμοποιήσεως διαδίκου, ο οποίος στερείται της, κατά το ουσιαστικό Δίκαιο, εξουσίας διαθέσεως του κυρίως νομιμοποιούμενου. Τούτο, κατά μία άποψη[54], ισχύει για όλες, ανεξαιρέτως, τις περιπτώσεις «ξενοδικίας»[55], για τις οποίες, ούτως ή άλλως, ο κατ΄ εξαίρεση νομιμοποιούμενος διάδικος στερείται της δυνατότητας σύναψης δικαστικού συμβιβασμού[56], ενώ, κατά άλλη άποψη, το κρίσιμο, εν προκειμένω, δεν έγκειται, αμιγώς, στην νομιμοποίηση του διαδίκου, αλλά, επιπλέον, στη δυνατότητά του να διαχειρίζεται, δικαιοπρακτικά, συγκεκριμένη έννομη σχέση[57].
Έτσι, στην συντρέχουσα εξαιρετική νομιμοποίηση[58], δεν καταλαμβάνονται από την υποχρέωση τήρησης έγγραφης προδικασίας εκούσιας διαμεσολάβησης λόγω έλλειψης εξουσίας διάθεσης και διαχείρισης στο πρόσωπό τους, ο πλαγιαστικώς ενάγων – δανειστής του οφειλέτη[59], καθώς, και ο εταίρος, ή κάθε τρίτος, στην πλαγιαστική άσκηση εταιρικής αγωγής ΕΠΕ του αρ. 26 ν. 3190/1955[60], το ΤΕΕ για τις αμοιβές των μηχανικών του[61], τα αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, οι αναγνωρισμένες ενώσεις τους ή επιμελητήρια, για τα δικαιώματα των μελών τους που απορρέουν από συλλογική σύμβαση ή άλλες διατάξεις, που εξομοιώνονται προς διατάξεις συλλογικής συμβάσεως, κατά το αρ. 622 ΚΠολΔ[62] και η ένωση καταναλωτών για την άσκηση των ατομικών αξιώσεων των μελών της κατά προμηθευτών ή παραγωγών, κατά το αρ. 10 παρ. 15 εδ. α’, β’ ν. 2251/1994[63], ενώ, οι φορείς συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων δημιουργών, κατά τα αρ. 49, 55 ν. 2121/1993, ως ισχύει, ανεξαρτήτως του προβληματισμού αν λειτουργούν εξ ιδίου δικαίου ή ως εξαιρετικά νομιμοποιούμενοι διάδικοι για την εύλογη αμοιβή των μελών τους [64], εμπίπτουν, καταρχήν, στην προδικασία, λόγω της, ex legge, διαχειριστικής και προστατευτικής τους εξουσίας στα πνευματικά[65] δικαιώματα[66]. Με βάση τη διαχειριστική εξουσία, επίσης, γίνεται δεκτή ενέργεια του όρου παραδεκτού της συζήτησης[67] στις περιπτώσεις αποκλειστικής εξαιρετικής νομιμοποίησης του αναγκαστικού διαχειριστή[68], του εκτελεστή διαθήκης[69] και του εκκαθαριστή της κληρονομίας[70], ουχί, όμως, και του συνδίκου της πτώχευσης[71].
Διαφορετικό είναι το ζήτημα των διαφορών από την σχέση της οροφοκτησίας, κατά τον ν. 3741/1929 και αρ. 1001 και 1117 ΑΚ[72], ιδίως, καθόσον αφορά στις ενώσεις συνιδιοκτητών χωρίς νομική προσωπικότητα που δεν έχουν ικανότητα δικαίου, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, και δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων[73]. Έχουν, όμως, ικανότητα δικαστικής παράστασης, ενώ, τις σχετικές αγωγές ασκεί και ο διαχειριστής στο όνομά του[74], ο οποίος νομιμοποιείται ως εκπρόσωπος της συνιδιοκτησίας και ουχί ως εξαιρετικά νομιμοποιούμενος διάδικος[75]. Συνεπώς, και το ενημερωτικό έντυπο τηρείται στο όνομά του, ενώ, και η θέση που είχε εκφραστεί παλιότερα περί εξαιρέσεως των σχετικών διαφορών από το πεδίο εφαρμογής της εκούσιας διαμεσολάβησης με επίκληση της διαιτησίας[76], έχει εγκαταληφθεί[77], ιδίως, αν ληφθεί υπόψη και η υπαγωγή τους στην πρότερη υποχρεωτική διαμεσολάβηση του ν. 4512/2018[78].
iii. Έλλειψη εξουσίας διάθεσης αντλείται και από το περιεχόμενο του ουσιαστικού δικαιώματος, ιδίως, σε αυστηρά προσωποπαγείς αξιώσεις που συνδέονται με το δίκαιο της προσωπικότητας, όπως, η ηθική βλάβη των αρ. 59, 932 ΑΚ[79] και το ηθικό δικαίωμα του δημιουργού στα πνευματικά του δικαιωμάτα [80]. Με αφορμή την έλλειψη εξουσίας διάθεσης, επιπλέον, ζήτημα τίθεται αν υπάγονται στη διαμεσολάβηση διαπλαστικά δικαιώματα, που η επιδωκόμενη διάπλαση επτυγχάνεται, αποκλειστικά, μέσω της δικαστικής οδού, όπως, λ.χ. κατά την ΑΚ 154 για την ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης, απειλής. Δεδομένου, δε, ότι τα δικαιώματα αυτά δεν εξαιρούνται της ιδιωτικής αυτονομίας γίνεται δεκτή, εν γένει, η δυνατότητα διαμεσολάβησής τους[81], ενώ, επιχείρημα προς αυτή την κατεύθυνση αντλείται και από τη δυνατότητα προβολής των σχετικών δικαιωμάτων κατ΄ένσταση[82].
β. Τέλος, κατά το αρ. 3 παρ. 2 εδ. β’ ν. 4640/2019, το ενημερωτικό έγγραφο καταλαμβάνει την επιγενόμενη επιθετική, διαδικαστική πράξη της «αγωγής» γνήσιας, αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας[83], καθώς, και ένδικα βοηθήματα που επιτελούν την ιδία λειτουργία, εισάγοντας αυτοτελή και αυθύπαρκτη αξίωση προς διάγνωση. Πρόκειται, ιδίως[84], για την κύρια παρέμβαση[85], την προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή[86] και την ανταγωγή[87]. Αντίθετα, αργεί η προσκόμισή του και, συνακόλουθα, κύρωση απαραδέκτου συζήτησης, στα ασφαλιστικά μέτρα[88], στις υποθέσεις γνήσιας εκούσιας δικαιοδοσίας[89], στις δίκες περί την εκτέλεση[90] και στις ανακοπές κατά δικαστικών και εξώδικων πράξεων[91], και, από την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία, στις παρεμπίπτουσες αγωγές του αρ. 282 επ. ΚΠολΔ[92] και στις λοιπές προσεπικλήσεις[93], στην απλή πρόσθετη παρέμβαση[94], στην αυτοτελή[95] και στην ανακοίνωση δίκης[96]. Στις υποκειμενικά σύνθετες δίκες, η υποχρέωση προσκόμισης βαρύνει τους επιτιθέμενους ομοδίκους, είτε αυτοί συνδέονται με το δεσμό της απλής είτε της αναγκαίας ενεργητικής ομοδικίας[97], αντίστοιχα. Στην πράξη, βέβαια, είναι δυνατή η υπογραφή κοινού ενημερωτικού εντύπου. Η κύρωση παράλειψής του για έναν εξ αυτών, όμως, διαφέρει. Έτσι, στην περίπτωση απλής ομοδικίας[98], ένεκα της ανεξαρτησίας των σωρευόμενων δικών και της υποκειμενικής ενέργειας των διαδικαστικών πράξεων, το απαράδεκτο της συζήτησης αφορά μόνο στον αδρανήσαντα ομόδικο[99], χωρίς να επηρεάζεται η θέση των λοιπών[100], ενώ, στην αναγκαία ομοδικία, δεδομένου ότι η έγγραφη υποχρέωση ενημέρωσης αφορά στην προδικασία του ένδικου βοηθήματος, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση ως προς όλους τους ομοδίκους και αυτεπαγγέλτως[101].
[1] «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Περαιτέρω εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 και άλλες διατάξεις.» ΦΕΚ Α΄194/4.12.2019.
[2] εγγ. Γιαννόπουλος Π., Διαμεσολάβηση και Πολιτική Δϊκης, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2020.
[3] Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 208
[4] όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ.2 του αρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 Ν.4647/2019 (ΦΕΚ Α` 204/16.12.2019).
[5] παρόλο που αποτελεί γνήσιο, λειτουργικό καθήκον του πληρεξουσίου Δικηγόρου.
[6] Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 207
[7] Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ.208
[8] ΕιρΑθ 8551/2020 αδημ.
[9] εγγ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 227, σ. 501.
[10] Θεοχάρης Δ., η Διαμεσολάβηση στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, 2015.96 επ., διαθ. εδώ: https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/43470#page/96/mode/2up, με ημ. Προσβ. 15.10.2020.
[11] αιτιολογική έκθεση ν. 4640/2019, διαθ. εδώ: https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/d-diamesolavisi-eis.pdf, με ημ. Προσβ. 22.10.2020.
[12] Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 209.
[13] ν. 4194/2013 (ΦΕΚ Α΄208/27.9.2013)
[14] Ορφανίδης Γ., Εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών – Συμφιλίωση – Διαμεσολάβη, διαθ. εδώ: https://www.diamesolavisi.com/view.asp?ItemID=20180712163957&mcid=3, με ημ. προσβ. 7.10.2020, έτσι και η ΕιρΑθ 1044/2020 ΕφΑΔ 2020.1322 με παρατηρήσεις Λ. Μαστροπέρου, πρ. Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, όμοιες οι ΕιρΑθ 976/2020, 977/2020
[15] για την έννοια των ιδιωτικών διαφορών εγγ. Κουσούλης Σ., Διαιτησία, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 29 επ., μ.π.π., Νίκας σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 1, αρ. 1.,σ. 3.
[16] η εξουσία διάθεσης ως προϋπόθεση του ενημερωτικού εντύπου εκούσιας διαμεσολάβησης προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4640/2019 που αναφέρεται σε «σχετικό» με τη δυνατότητα διαμεσολάβησης ενημερωτικό έγγραφο, και, ultima ratio, από την όλη οικονομία του ν. 4640/2019, Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 205
[17] για τη διάκριση συμβιβασμού και διαμεσολάβησης, Γιαννόπουλος, ό.π., σ 150 επ.
[18] Κωνσταντινάκος Ν., Η διαμεσολάβηση αστικών και εμπορικών διαφορών στις έννομες τάξεις των ΗΠΑ, ΕΕ, Ελλάδος, Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Γερμανίας, Διδακτορική διατριβή, σ. 188 επ., μ.π.π., διαθ, εδώ: https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/file/lib/default/data/2870917/theFile/2871055, με ημ. προσβ.24.10.2020.
[19] κατά τον Γιαννόπουλο το ενημερωτικό έγγραφο διαμεσολάβησης αργεί σε κάθε περίπτωση που η δαιμεσολάβηση δεν θα ήταν «νομικά διαθέσιμη ως επιλογή», ό.π., σ. 205. Έτσι και η Μαστροπέρου Λ. , παρατηρήσεις στην ΕιρΑθ 1044/2020 ό.π..
[20] Kούκιο Γ., ό.π., σ. 20
[21] Κούκιο Γ., ό.π., σ. 18.
[22] Διαμαντόπουλος Γ., Η διαμεσολάβηση ως τρόπος επίλυσης ιδιωτικών διαφορών στο ελληνικό δίκαιο, ΝοΒ 2015.144
[23] οι Οικογενειακές διαφορές εμπίπτουν στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, κατ΄αρ. 6 παρ. 1 περ. α’ ν. 4640/2019, από την οποία εξαιρούνται ex legge οι περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1, καθώς και εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 592 Κ.Πολ.Δ, ακριβώς, λόγω της έλλειψης εξουσίας διάθεσης των διαδίκων, Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 160 μ.π.π.. Και για τις υποθέσεις αυτές δεν νοείται εκούσια διαμεσολάβηση και, συνακόλουθα, κατάρτιση και προσκομιδή εημερωτικού για αυτή εντύπου, ως όρο του παραδεκτού συζητήσεως επιγενόμενης αγωγής τους.
[24] αρ. 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920, 5 α.ν. 539/1945 κ.α.
[25] Έτσι, Τσέλιος Χ., Εργατικές Διαφορές και Διαμεσολάβηση, ΔΕΝ 2020/843, Κούκιο Γ., ό.π., σ. 21. Μάλιστα, οι εργατικές διαφορές στον προγενέστερο νόμο υπάγονταν στην υποχρεωτική πρώτη συνεδρία διαμεσολάβησης.
[26] ΑΠ 843/2002 ΕλΔικ 2002.1659
[27] ΕιρΑθ 160/2016 αδημ.
[28]ΑΠ 1391/1990 ΔΕΕ 1993.585, Λεβέντης Γ. – Παπαδημητρίου Κ., Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σ. 543
[29] Μακρίδου Κ., ό.π., σ. 223
[30] ΦΕΚ Α 38/28.2.2012
[31] Λαναράς Κ., Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2014, σ. 696
[32]Μακρίδου Κ, Δικονομία Εργατικών Διαφορών, 2009, σ. 222
[33] ΟλΑΠ 25/2004 ΤΝΠ Νόμος
[34] αρ. 1 Ν. 1082/1980, ΥΑ 19040/1981
[35] αρ.2 παρ. 1 α.ν. 539/1945, 13 Ν. 3227/2004
[36] αρ. 3 παρ. 8 α.ν. 539/1945,3 Ν. 4504/1966
[37] ΥΑ 18310/1946
[38] αρ. 1, 3 β.δ.748/1966
[39]ΑΠ 983/2000 ΔΕΝ 2000.1531
[40]αρ. 2 παρ. 1 Ν. 3198/1955
[41] άρθρο 4 παρ. 5 του νόμου 2874/2000 και από το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3385/2005
[42] ΑΠ 248/2019, 470/2018, 656/2018 Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος, .
[43] νομοθετικές ενδείξεις για την εξαίρεση των νομίμων εργατικών αξιώσεων από τη διαμεσολάβηση αντλεί ο Τσέλιος, ό.π., α. από την σκέψη 10 της οδηγίας 2008/52 «για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» όπου διαλαμβάνονται τα εξής: «10. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται στις διαδικασίες στις οποίες δύο ή περισσότερα μέρη μιας διασυνοριακής διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να καταλήξουν σε φιλική συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς τους με τη βοήθεια διαμεσολαβητή. Θα πρέπει να εφαρμόζεται στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ωστόσο δεν θα πρέπει να τυγχάνει εφαρμογής όσον αφορά δικαιώματα και υποχρεώσεις ως προς τα οποία τα μέρη δεν έχουν την ελευθερία να αποφασίζουν βάσει του οικείου εφαρμοστέου δικαίου. Τέτοια δικαιώματα και υποχρεώσεις αποτελούν ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο στο οικογενειακό και το εργατικό δίκαιο», β. από το γεγονός ότι η διάταξη του παλιού άρθρου 667 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με βάση την οποία το Δικαστήριο στις εργατικές διαφορές έπρεπε να προσπαθεί το συμβιβασμό κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, δεν περιελήφθη στη μεγάλη τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που έγινε με το νόμο 4335/2015, γ. από την παράγραφο 2 του άρθρου 8 του νόμου 2112/1920 «περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων» που ορίζει τα εξής: «Η αληθής έννοια της προηγουμένης παραγράφου είναι, ότι οιαδήποτε σύμβασις, συναπτομένη προ ή μετά την λύσιν της μισθώσεως εργασίας, είναι αυτοδικαίως άκυρος, πλην αν αύτη περιέχη αναγνώρισιν ή εξόφλησιν ειδικώς των εκ του νόμου τούτου αξιώσεων του υπαλλήλου ή είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον» και δ. από τη διάταξη του άρθρου 679 του Αστικού Κώδικα, κατά την οποία: «Είναι άκυρη η συμφωνία με την οποία περιορίζονται τα δικαιώματα του εργαζομένου από τα άρθρα 656 έως 658, 659 παράγραφο 2 έως 667, 668 εδάφιο 2 [λόγω του ότι το άρθρο 668 του Αστικού Κώδικα έχει καταργηθεί με το άρθρο 25 παράγραφο 2 του νόμου 1733/1983, πρέπει να θεωρηθεί πως η διάταξη παραπέμπει πλέον στην παράγραφο 4 του άρθρου 6 του νόμου 1733/1983], 670, 674, 677 και 678 ή διευρύνεται η ευθύνη του εργαζομένου από το άρθρο 652». Την εξαίρεση των εργατικών διαφορών από τη διαμεσολάβηση υπό προϋποθέσεις φέρεται να προτάσσει και ο Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 157, μ.π.π..
[44] ακομά και με βάση την προστατευτική αρχή «εν αμφιβολία υπέρ του εργαζομένου», που διαμορφώνεται στο εργατικό δίκαιο ως ειδικός κανόνας ερμηνείας, όταν μετά την εξάντληση όλων των ειδών και κανόνων ερμηνείας απομένουν αμφιβολίες για το αληθές νόημα του ερμηνευόμενου κανόνα, Κοπαλίδης Σ, Το ζήτημα της ερμηνείας στο Εργατικό Δίκαιο, διαθ. εδώ: https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/file/lib/default/data/2751573/theFile/2758810, με ημ. προσβ. 8.10.2020.
[45] Έτσι και ο Κωνσταντινάκος Ν. για την εξαίρεση νομίμων αξιώσεων εργαζόμενου από την εκούσια διαμεσολάβηση, ό.π., σ. 164.
[46] λ.χ παραβίαση της αρχής της ισότητας (ΑΠ 1111/2003 ΕλλΔνη 2005.143, ΑΠ 1186/2001 ΕλΔ 43.750, ΑΠ 1166/1998 ΔΕΝ 54.581, ΑΠ 1745/1998 ΔΕΝ 55.545, ΕφΑθ 1896/2007 ΔΕΕ 2007.989, ΑΠ 243/2008, ‘Α δημ. ΤΝΠ Νόμος ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΑθ 363/2010 Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος), της αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία απορρέει από το άρθρο 288 ΑΚ, αλλά, ευρίσκει έρεισμα και στα άρθρα 4 παρ. 1 και 2 του Σ και 119 της Συνθήκης της ΕΟΚ, ήδη, αρ. 157 ΣΛΕΕ (ΑΠ 677/2014 Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος ΑΠ 288/2003 ΔΕΕ 2003.1108, ΑΠ 2057/1990 ΔΕΝ 1992.139, Ζερδελής Δ., Εργατικό Δίκαιο, γ’ εκδ., 2015, σ. 210, υποσημ. 167, μ.π.π., κ.ο.κ.
[47] Έτσι και ο Γιαννόπουλος για την περίπτωση αντικειμενικής σώρευσης διαμεσολαβήσιμων και μη αξιώσεων Οικογενειακού ΔΙκαίου, ό.π., σ. 166. Τούτο διότι η έγγραφη ενημέρωση μπορεί και να αφορά σε μέρος της διαφοράς για το οποία τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσής της, κατά το ουσιαστικό δίκαιο.
[48] για τους Δικηγόρους κατά τον ΚΔ (ν. 4194/2013), για τους Συμβολαιογράφους κατά τον Ν. 2830/2000 και την ΚΥΑ 10062/8.7.2009 (ΦΕΚ Β’ 1487/2009) και για τους Δικαστικούς Επιμελητές κατά τον ν. 2318/1995 και την ΚΥΑ 21798/11.3.2016 (ΦΕΚ Β΄709/11.3.2016), ενώ, ελάχιστες αμοιβές ισχύουν και για μηχανικούς και λοιπά ελεύθερα επαγγέλματα.
[49] «Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας, κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων» (ΦΕΚ Α΄32/2.3.2011).
[50] Γώγος Κ., Ερμηνεία Κώδικα Δικηγόρων, Νομική Βιβλιοθήκη, 2016.226, Παυλόπουλος Α., Θεμελιώδη ζητήματα δικηγορικών αμοιβών με αφορμή την ΜΕφΑθ 1378/2016, ΣΥΝήΓΟΡΟΣ, 118.28
[51] Αιτιολογίκη έκθεση ν. 3919/2011
[52] Μακρογιάννης Π., Το ακατάσχετο του μερίσματος που δικαιούται ο Δικηγόρος από τον Δικηγορικό Σύλλογό του, διαθ. εδώ΅http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=6&mid=&mnu=&id=17527, με ημ. προσβ. 24.10.2020. κατά τον συγγραφέα η αμοιβή του Δικηγόρου είναι, μεν ιδιωτική, αλλά, στο μέτρο που σχετίζεται με προεισπράξεις και δικαιώματα του Δικηγορικού Συλλόγου, είναι ακατάσχετη.
[53] Γιαννόπουλος Π. Η απόπειρα εξωδικαστικής επίλυσης διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης ως όρος παραδεκτού της συζήτησης κατά τον ν. 4512/2018, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2018.114.
[54] Κωνσταντινάκος Ν., ό.π., σ. 188.
[55] Αρβανιτάκης Π., Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη, Σάκκουλας, 1989.132.
[56] Νίκας Ν. Ο Δικαστικός Συμβιβασμός, Σάκκουλας, 1984.43
[57] Κούκιο Γ., ό.π., σ. 24, μ.π.π.. σε Τσικρικά, Θέματα από το δίκαιο της διαιτησίας, Δ. 1989.723 επ.
[58] για τις περιπτώσεις εξαιρετικής νομιμοποίησης, εγγ. Πλέυρη Α., Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, Διδακτορική διατριβή, διαθ. εδώ: http://ikee.lib.auth.gr/record/134181?ln=el, με ημ. προσβ. 24.10.2020.
[59] Γιαννόπουλος Π., Διαμεσολάβηση και Πολιτική Δίκη, ό.π., σ. 153, Κωνσταντινάτος Ν., ό.π., σ. 188, μ.π.π.
[60] Πλεύρη Α., ό.π., σ. 151 επ., ΠΠρΡοδ 107/2015 Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος.
[61] Γιαννόπουλος Π., Η απόπειρα εξωδικαστικής επίλυσης διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης ως όρος παραδεκτού της συζήτησης κατά τον ν. 4512/2018, ό.π., σ. 46. Την αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 1 ΠΔ 48/1994, δύναται να αξιώσει είτε το ΤΕΕ, ως υποκαθιστάμενο στα δικαιώματα του μηχανικού κατά τις διατάξεις του β.δ. της 30/31.5.1956 “περί κανονισμού του τρόπου καταβολής της αμοιβής των μηχανικών εν γένει”, που εκδόθηκε κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου μόνου του 2726/1953, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 3919/2011 (ΦΕΚ Α 32/2.3.2011) και του άρθρου 2§2 του ΠΔ 242/1984, είτε ο ίδιος ο μελετητής και επιβλέπων μηχανικός (ΑΕΔ 26/1993).
[62] Παπαδημητρίου Κ., Η συλλογική παρέμβαση των εργαζομένων στην επίλυση ατομικών διαφορών εργασίας, 1998, ο ιδίος, Η νομιμοποίηση των επαγγελματικών σωματείων σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 669 παρ. 1 ΚΠολΔ, Δ. 1990.497, Κονδύλης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, άρθρο 669, αρ. 2 επ..σ. 1267.
[63] Πλεύρη Α., ό.π., σ. 169 επ.
[64] κατά την Πλέυρη Α., «Ορθό είναι ότι οι βάσει του άρθρου 13§3, εδ. δ΄ του ν. 2121/1993 συμβασιούχοι ή αδειούχοι (απλοί ή αποκλειστικοί) δεν λειτουργούν ως μη δικαιούχοι διάδικοι, διότι επιδιώκουν αναγνωριζόμενο από τον νόμο δικό τους προσωπικό όφελος και έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να επιδικασθεί απευθείας στους ίδιους ακόμη και αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν», ό.π., σ. 194
[65] Πλεύρη Α., ό.π., σ. 195, ΜΠρΠατρ 11/2020 Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος.
[66] το ηθικό δικαίωμα στα πνευματικά δικαιωμάτα, όμως, ως έκφανση της προσωπικότητας του δημιουργού, προσωποπαγή και ανεκχώρητα, δεν κατάλαμβάνονται από την προδικασία εκούσιας διαμεσολάβησης στην περίπτωση ατομικής αγωγής του, Μπέης, Οι διαφορές απο αδικοπραξία και οι αξιώσεις απο ηθική βλάβη, ως αντικείμενα διαιτησίας, διαθ. εδώ: http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1479&mnu=3&id=24968, με ημ. προσβ 25.10.2020.
[67] Κούκιο Γ., ό.π., σ. 25
[68] Πλέυρη Α., ό.π., σ. 117
[69] Πλεύρη Α., ό.π., σ. 119
[70] Πλεύρη Α, ό.π., σ. 124
[71] Κωνσταντινάκος Ν.,ό.π., σ. 163, σημ. 340,
[72] εγγ. Ερμίδου Α., Ζητήματα από διαφορές οροφοκτησίας, www.ende.gr
[73] Νίκας Ν., ΠολΔ Ι, «ο σκοπός για τον οποίο δεν αναγνωρίστηκε στις ενώσεις αυτές ικανότητα δικαίου από τον νομοθέτη είναι ο έμμεσος εξαναγκασμός τους να εγγράφονται στα σχετικά βιβλία και να τηρούν τις αρχές της δημοσιότητας», ό.π., σ. 294, σημ. 28.,
[74] ΠΠρΠειρ 658/2016 Δ/ΝΗ 2016.578, ΤΝΠ Νόμος.
[75] Πλέυρη Α., ό.π., σ. 76
[76] Ορφανίδης Γ., ό.π.
[77] Παναγόπουλος Κ., Ατελής ικανότητα Δικαίου μορφωμάτων χωρίς νομική προσωπικότητα, Ομιλία στο 11ο Συνέδριο Ένωσης Αστικολόγων στην Πάτρα την 24.4.2015, Digesta 2015.68 επ.
[78] Γιαννόπουλος Π., Η απόπειρα εξωδικαστικής επίλυσης διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης ως όρος παραδεκτού της συζήτησης κατά τον ν. 4512/2018, ό.π., σ. 72
[79] ακόμα και σε συρροή με αδικοπρακτική ευθύνη που υπόκειται στην εκούσια διαμεσολάβηση.
[80] Μπέης, ό.π..
[81]Θεοχάρης Δ., ό.π., σ.141, Κούκιο Γ., ό.π., σ..24.
[82] Ματθίας, Άσκηση του δικαιώματος ακυρώσεως δικαιοπραξίας με ένσταση, Δ9,486 επ. Μπέης, Δ 9,435 επ. (437 επ.). Σταθόπουλος, Διαπλαστική αποφασις και πρόκλησις αυτής δι’ ενστάσεως, ΝοΒ 26,1 επ., ΑΠ 1447/2010 ΤΝΠ Νόμος.
[83] καταψηφιστική, αναγνωριστική και διαπλαστική, εγγ. Νίκας, ΠολΔ Ι, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2003, σ. 437 επ…
[84] Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 195 και 207
[85] κατά την κρατούσα γνώμη η κύρια παρέμβαση έχει την μορφή παρεμπίπτουσας αγωγής που διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της αρχικής δίκης, Νίκας Ν., ΠολΔ Ι, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2003, σ. 368.
[86] «με την παραδεκτή άσκηση της προσεπικλήσεως δικονομικού εγγυητή, εξελίσσονται παράλληλα δύο έννομες σχέσεις, η μία της εκκρεμούς ήδη κύριας δίκης και η άλλη που ασκείται με την προσεπίκληση», Νίκας Ν., ό.π., σ. 396.
[87] με την ανταγωγή εισάγεται αυτοτελής και αυθύπαρκτη αγωγή, Νίκας Ν., ΠολΔ ΙΙ, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 281
[88] δεδομένου ότι η ενημέρωση για τη δυνατότητα διαμεσολάβησης θα λάβει χώρα προ συζητήσεως της κύριας αγωγής, Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 207, contra Κούκιο Γ., Προβλήματα ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου από το θεσμό της διαμεσολάβησης, Digesta 2019. 29, όχι όμως και όσες διαφορές εκδικάζονται κατά παραπομπή με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, Διαμαντόπουλος, Η Διαμεσολάβηση ως τρόπος επίλυσης ιδιωτικών διαφορών στο ελληνικό δίκαιο, ΝοΒ 2015.144, σημ. 42 μ.π.π., όπως λχ. κατά το αρ. 988 ΚΠολΔ, ή διαφορές από ασφαλιστική εκκαθάριση κατά το αρ. 239 παρ. 4 ν. 4364/2016 (ΦΕΚ Α’ 13/05-02-2016), που κατήργησε το ν.δ. 400/1970 «Περί Ιδιωτικής Επιχειρήσεως Ασφαλίσεως» και εφαρμόζεται στις υφιστάμενες, ήδη, την 31.12.2015 ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις.
[89] εφόσον στην εκούσια δικαιοδοσία δε μπορεί να γίνει λόγος για «διαφορά», Γιαννόπουλος Π., ό.π., Κούκιο Γ., ό.π., σ.15
[90] Θεοχάρης Δ., η Διαμεσολάβηση στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, 2015.142, Κουσούλης Σ., Διαιτησία, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 30, μ.π.π.
[91] εγγ. Μαργαρίτης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 583, αρ. 1 επ., σ. 1084
[92] με την παρεμπίπτουσα αγωγή δεν εισάγεται νέο αντικείμενος, αλλά, επιδιώκεται η προσαρμογή του αρχικού σε μεταγενέστερες εξελίξεις, που μπορούν να εμποδίσουν, διακόψουν ή καταργήσουν την πρόοδο της κύριας δίκης, Μακρίδου σε ό.π., άρθρο 282, σ. 571.
[93] με τις παρεμβάσεις του αληθούς κυρίου ή νομέα και του αναγκαίου ομοδίκου δεν ανοίγονται παρεμπίπτουσες δίκες, αλλά, στην ουσία διευρύνει εκ των υστέρων τα υποκειμενικά όρια της, ήδη, ανοιγείσας κύριας δίκης, Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος 4η εκδ., σ. 377
[94] με την απλή πρόσθετη παρέμβαση δεν εισάγεται αυτοτελής αξίωση προς διάγνωση, ούτε διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια της αρχικής δίκης, ειμή μόνο ο προσθέτως παρεμβαίνων προσέρχεται στη δίκη προς υποστήριξη του υπερ ου, ως βοηθός διάδικός του, Νίκας Ν. Σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 80, σ. 185.
[95] και στην αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση δεν εισάγεται αυτοτελής αξίωση προς διάγνωση, εφόσον ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνων δε διεξάγει δική του δίκη, Νίκας Ν. σε ό.π., άρθρο 83, σ. 194. Κατά τον Γιαννόπουλο η υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης για τη δυνατότητα διαμεσολάβησης της διαφοράς είναι ισχυρή για το δικαιοδόχο – ειδικό διάδοχο που απολαύει, ήδη, εξουσία διάθεσης και ασκεί αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του δικαιοπαρόχου – κυρίου διαδίκου και, ήδη, απαλλοτριώσαντα, ό.π., σ. 195.
[96] με την ανακοίνωση δεν εισάγεται αίτηση παροχής έννομης προστασίας, Νίκας σε ό.π., άρθρο 91, σ. 207.
[97] Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 207.
[98] λ.χ. άσκηση αγωγής καταβολής μισθωμάτων από περισσότερους συνεκμισθωτές,
[99] Νίκας σε ό.π., άρθρο 75, αρ. 2, σ.171.
[100] μπορεί και να υποστηριχθεί ότι για την ενότητα της κρίσεως και κατ΄ανάλογη εφαρμογή του αρ. 75 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, είναι δυνατή η αναβολή συζητήσεως ως προς όλους τους απλούς ομοδίκους, προκειμένου να ενημερωθεί για τη δυνατότητα διαμεσολάβησης ο αδρανήσας και, εν συνεχεία, να κληθεί στην συζήτηση, ΕφΛαρ 113/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατ 709/2004 Νόμος, ΜΠρΑθ 658/2010 Α΄δημ. ΤΝΠ Νόμος, Νίκας, Πολιτική Δικανομιία I, 2003, σελ. 350 μ.π.π.. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, στις περιπτώσεις που ελλοχεύει ο κίνδυνος η δίκη του αδρανήσαντα να καταστεί άνευ αντικειμένου, αν προχωρήσει η συζήτηση για τους λοιπούς ομοδίκους του.
[101] προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος κατακερματισμού της επιγενόμενης δίκης και να διαφυλαχθεί η ενιαία διεξαγωγή της, Μπέης Κ., ΠολΔ κάτω από το άρθρ. 76, IV 14, ΑΠ 1372/1993, ΕλλΔνη 1994.1599, ΕφΑθ 1774/70 ΝοΒ 18.1481, ΕφΘεσ 1/71 Αρμ 25.487, ΑΠ 97/1993, ΕΕΝ1994.90, ΑΠ 1030/74 ΝοΒ 23.613, ΕφΘεσ 892/1990, Αρμ. 1991. 573, ΕΕΜΠΔ 1991.634ΕφΠειρ 1154/82 Δ 13.829, Νίκας σε ό,π., αρ. 6, σελ. 177
Παράθεση ζητημάτων σχετικά με το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής
Επιμέλεια
Λάμπρος Σ.Τσόγκας
Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας
Εισαγωγική παρατήρηση:
Απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της επιταγής είναι και η υπογραφή του εκδίδοντος την επιταγή (εκδότη). Συνεπώς το λευκό φύλλο επιταγής, που δεν φέρει την υπογραφή κατά τη διάταξη του άρθρου 1 άρ. 6 του Ν 5960/1933 περί επιταγής, απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητητα της επιταγής, δεν παράγει συνέπειες. Είναι άκυρη η επιταγή αν λείπει ο χρόνος έκδοσης (ΑΠ 740/2001) ή ο τόπος έκδοσης (ΑΠ 709/1982 ΠοινΧρ ΛΓ΄, 130). Περαιτέρω, για να είναι έγκυρη η επιταγή, πρέπει να έχει εκδοθεί από τον πραγματικό εκδότη της.
Τα στοιχεία της έγκυρης επιταγής προσδιορίζονται στο άρθρο 1 Ν.5960/1933 σύμφωνα με το :
Η επιταγή περιέχει:
1ον. Στοιχεία της επιταγής. ΑΠ 1438/2019
Το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και ότι για τη στοιχειοθέτηση του απαιτείται: 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής που συντελείται με τη συμπλήρωση στο έντυπο της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται από το νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, στην οικεία θέση υπογραφής, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, περίπτωση που συντρέχει, όταν αυτή εμφανισθεί στην πληρώτρια τράπεζα εντός οκτώ (8) ημερών από την επομένη της έκδοσής της (άρθρο 29 σε συνδ. με άρθρο 56 του άνω νόμου “περί επιταγής”) και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξης, δηλαδή της έκδοσης επιταγής που είναι ακάλυπτη.
2ον. ΑΠ 1438/2019. Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις και το σκοπό της διάταξης του άνω άρθρου, σαφώς προκύπτει, ότι δράστης (αυτουργός) του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι μόνο ο “εκδίδων” επιταγή χωρίς αντίκρυσμα, δηλαδή αυτός που πραγματοποιεί την επί του τίτλου δήλωση βουλήσεως (υπογράφει το έγγραφο της επιταγής) και θέτει αυτό σε κυκλοφορία, ανεξάρτητα από το πρόσωπο, για το οποίο επέρχονται οι έννομες συνέπειες, που απορρέουν από αυτή.
3ον. Ως εκ τούτου, επί εκδότη νομικού προσώπου, το φυσικό πρόσωπο, που εκδίδει με την υπογραφή του επί του τίτλου την ακάλυπτη επιταγή στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας που εκπροσωπεί, υπέχει ατομική ποινική ευθύνη για την έκδοση και τη μη πληρωμή της επιταγής αυτής από το λογαριασμό της εταιρίας. Προσοχή: υπογραφή του εκδότη, στην οικεία θέση υπογραφής του εκδότη, αδιαφόρως αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας (ΑΠ 1484/2019).
4ον. ΑΠ 1438/2019. Το αξιόποινο του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την έλλειψη οποιασδήποτε αιτίας ή οφειλής του εκδότη, γιατί το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσης της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση ή μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, δεδομένου ότι στο πεδίο του ποινικού δικαίου δεν ερευνάται η αιτία έκδοσης. Ούτε αίρεται το άδικο της πράξης, αν η ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση είναι αγώγιμη ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του εκδότη, λόγω της ανύπαρκτης ή της παράνομης αιτίας. Αρκεί ότι η επιταγή, ως αξιόγραφο, έχει τα τυπικά στοιχεία της εγκυρότητας.
5ον. ΑΠ 1438/2019 Για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν, αντικειμενικά μεν, α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε άλλον της απόφασης να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, όπως με συμβουλές, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, παραινέσεις, προτροπές (παρακίνηση, παρόρμηση, ενθάρρυνση), πειθώ, φορτικότητα, πίεση, απειλή, εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βούλησης, με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με την επιβολή λόγω υπηρεσιακής ή άλλης εξάρτησης ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσης του ή και της σχέσης του με το φυσικό αυτουργό κ.λ,π. και β) διάπραξη από τον άλλον (αυτουργό) της πράξης αυτής, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτέλεσης αυτού, υποκειμενικά δε δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλον της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος, με τη γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξης αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού.
6ον. Επί ηθικής αυτουργίας σε ορισμένη αξιόποινη πράξη για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει εκτός των άλλων, να αναφέρονται σε αυτή ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, ήτοι να εκτίθεται στην απόφαση ότι ο κατηγορούμενος με παραινέσεις, προτροπές, πεθώ, φορτικότητα κ.λ.π. έπεισε το φυσικό αυτουργό να τελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός τους μέχρι τις τελευταίες λεπτομέρειες, από άποψη τόπου, τρόπου και χρόνου τέλεσης της πράξης. (ΑΠ 1734/2019, 523/2019)
7ον. Για την απόδειξη λεκτέα σύμφωνα με την υπ’αριθ. ΑΠ 1484/2019 είναι τα εξής :
Α) Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά.
Β) Συναυτουργία στην έκδοση ακάλυπτης επιταγής μπορεί να νοηθεί μόνο στην περίπτωση της από κοινού έκδοσης, δηλαδή της υπογραφής της ίδιας επιταγής από περισσότερα πρόσωπα.
Γ) το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: “Στην . στις 4-1-2012 και οι δύο κατηγορούμενοι από κοινού ενεργούντες, με την έννοια της σύμπραξης στην εκτέλεση της κυρίας πράξης με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις και δη διαδοχικές, από τις οποίες στη δεύτερη κατηγορούμενη αποδίδεται η θέση των υπογραφών στην κατωτέρω επίδικη επιταγή….τέλεσαν το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής που δεν πληρώθηκε στον κομιστή, διότι δεν είχαν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και ειδικότερα εξέδωσαν με πρόθεση την με αριθμό …152-0 μεταχρονολογημένη επιταγή με αναγραφόμενη στο σώμα της ημερομηνία εκδόσεως την 15-2-2012 για να πληρωθεί από την Τράπεζα … ΑΕ, για το ποσό των 25.657,82 ευρώ, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία “… Ε.Π.Ε.”, η οποία εκπροσωπείται νομίμως και είναι η νόμιμη κομίστρια αυτής. Και αφού εμφανίστηκε προς πληρωμή στις 4-1-2012, δεν πληρώθηκε από την πληρώτρια Τράπεζα, διότι δεν υπήρχαν επαρκή διαθέσιμα κεφαλαία. Απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός του 1ου κατηγορουμένου ότι ασχολούνταν μόνο με το δημιουργικό σκέλος της εταιρίας, καθώς αποδείχθηκε ότι είχε ενεργή συμμετοχή στη διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρίας, καθώς και ο ισχυρισμός της δεύτερης κατηγορούμενης ότι δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, καθώς γνώριζε ότι υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό της εταιρίας κατά την έκδοση της επιταγής, δεδομένου ότι η ίδια με την έκδοση της επιταγής αποδέχθηκε την πιθανότητα έλλειψης κεφαλαίων κατά την πληρωμή της….”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον τότε πρώτο κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα και την τότε δεύτερη κατηγορούμενη (που δεν είναι διάδικος στην παρούσα, κατ’ αναίρεση, δίκη) ενόχους για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής από κοινού, για την οποία επέβαλε στον αναιρεσείοντα ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, με το ακόλουθο διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ ένοχο τον 1ο κατηγορούμενο χωρίς ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2β του ΠΚ….του ότι: Στην ., στις 4-1-2012, και οι δύο κατηγορούμενοι από κοινού ενεργούντες ως νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας με την επωνυμία “…” (ΑΦΜ …14), τέλεσαν το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής που δεν πληρώθηκε στον κομιστή γιατί δεν είχαν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και ειδικότερα εξέδωσαν με πρόθεση τη με αριθμό …152-0 μεταχρονολογημένη επιταγή με αναγραφόμενη στο σώμα της ημερομηνία εκδόσεως την 15-2-2012, για να πληρωθεί από την Τράπεζα … Α.Ε., για το ποσό των #25.657,82# ευρώ, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία “… Ε.Π.Ε.”, η οποία εκπροσωπείται νομίμως και είναι η νόμιμη κομίστρια αυτής. Και αφού εμφανίσθηκε προς πληρωμή στις 4-1-2012, δεν πληρώθηκε από την πληρώτρια Τράπεζα γιατί δεν υπήρχαν επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια”. Όμως, με τις ανωτέρω εκτεθείσες παραδοχές και, ενόψει του ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν συγκροτείται συναυτουργική συμμετοχή όταν οι κατηγορούμενοι δεν υπογράφουν την επιταγή από κοινού, ως συνεκδίδοντες, στερείται η προσβαλλόμενη απόφαση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και νόμιμης βάσης, καθόσον στο πόρισμά της έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αναφορικά με την συναυτουργική συμμετοχή του αναιρεσείοντος στην τέλεση της αξιόποινης πράξης της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, διότι δεν παρατίθενται με σαφήνεια πραγματικά περιστατικά για την από κοινού τέλεση της αξιόποινης αυτής πράξης από αυτόν, αφού, κατά τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό της εν λόγω απόφασης παραδοχές, η θέση των υπογραφών επί της επίμαχης επιταγής αποδίδεται στην συγκατηγορουμένη του, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 45 του ΠΚ και 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933.
Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και για έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν τούτων και, αφού παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα των υπόλοιπων λόγων του αναιρετηρίου, πρέπει, κατά παραδοχή της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, να αναιρεθεί.
8ον. ΑΠ 821/2007. Υπ/ντρια Υποκ/τος της Εθνικής Τράπεζας είναι υποκατάστατο όργανο. Έγκληση από ενεχυρούχο δανειστή μετά από ενεχυρική οπισθογράφηση. Ο κατηγορούμενος που καταδικάστηκε ως νόμιμος εκπρόσωπος της ΑΕ για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται στην απόφαση αν είναι πρόεδρος του δ.σ ή διευθύνων σύμβουλος:
Α)Το άρθρο 24 του καταστατικού της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος ΑΕ, το οποίο έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 12620/12-10-2004 τ. ΑΕ και ΕΠΕ), ορίζει ότι “η Τράπεζα εκπροσωπείται στα Δικαστήρια από τον Διοικητή ή τον αναπληρωτή του, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 4 του καταστατικού και, αν επιβάλλεται να γίνει αυτοπρόσωπη εμφάνιση της Τράπεζας ενώπιον Δικαστηρίου ή Εισαγγελικής ή άλλης Δικαστικής Αρχής ή προκειμένου περί δόσεως όρκων, εγχειρίσεως μηνύσεως ή εγκλήσεως και παραιτήσεως από αυτές, δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής……. την Τράπεζα εκπροσωπούν νόμιμα, πλην του Διευθύνοντος Συμβούλου και του Αναπληρωτή του και κάθε Γενικός Διευθυντής, Διευθυντής ή Υποδιευθυντής Διοικήσεως ή περιφερειακής Διοικήσεως ή περιφερειακής Διευθύνσεως και για τις υποθέσεις των Καταστημάτων ή Υποκαταστημάτων και ο Διευθυντής του Καταστήματος ή Υποκαταστήματος ή ο αναπληρωτής του ή ένας από τους Υποδιευθυντές ή ένας από τους Εντεταλμένους”. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, κατά του ήδη αναιρεσείοντος …….., ασκήθηκε ποινική δίωξη για έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση, ήτοι των με αριθμούς ….., ……, …….., ποσού 5.000.000 δραχμών της κάθε μιάς για να πληρωθούν από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. σε διαταγή της εταιρείας με την επωνυμία “VERUS ΕΠΕ” και οι οποίες περιήλθαν νομίμως από οπισθογράφηση στην εγκαλούσα Ανώνυμη Εταιρεία “Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.” (ΕΤΕ) και οι οποίες, αν και εμφανίσθηκαν από αυτήν στις 7/11/2001, 19/1//2001 και 26/11/2001, αντιστοίχως, στην πληρώτρια Τράπεζα, δεν πληρώθηκαν, διότι δεν υπήρχε αντίκρυσμα. Την σχετική έγκληση που απαιτείται για την άσκηση ποινικής διώξεως κατά του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος, εκδότη των πιο πάνω επιταγών, υπέβαλε η πολιτικώς ενάγουσα ΕΤΕ με το από 18/4/2002 έγγραφο που υπογράφεται και έχει εγχειρισθεί από την ……., Υποδιευθύντρια του Καταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της οδού ……, το οποίο αφορά η υπόθεση αυτή. Η πιο πάνω Υποδιευθύντρια ενήργησε στην υπόθεση αυτή, όχι ως πληρεξούσια, αλλά ως καταστατικό όργανο, το οποίο, κατά το άρθρο 24 του καταστατικού, αλλά και την από 8-11-2004 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας, είχε δικαίωμα ασκήσεως, υπογραφής και υποβολής της εν λόγω εγκλήσεως.
Συνεπώς εφόσον η πιο πάνω Υποδιευθύντρια ενήργησε ως υποκατάστατος του Δ.Σ. της ΕΤΕ ΑΕ και όχι ως πληρεξούσιος και εντολοδόχος αυτής, δεν χρειαζόταν, να τηρήσει τις απαιτούμενες κατά τα προεκτεθέντα, για τον εντολοδόχο διατυπώσεις και ειδικότερα κατά την υποβολή της εγκλήσεως να συνοδεύεται αυτή από το οικείο πρακτικό του Δ.Σ. της ΕΤΕ με βεβαιωμένο το γνήσιο των υπογραφών των μελών του.
Συνεπώς, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καταδίκασε με την προσβαλλόμενη απόφασή του τον αναιρεσείοντα για το συγκεκριμένο έγκλημα, για το οποίο νομίμως και εγκύρως είχε υποβληθεί η απαιτούμενη έγκληση, ορθά ερμήνευσε τις πιο πάνω διατάξεις και δεν υπερέβη την εξουσία του και οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Ε και Η ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζoνται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Β. Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Εξάλλου λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μην εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο. με την προσβαλλόμενη 24407/2006 απόφασή του, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής: “Ο κατηγορούμενος – εκκαλών, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας “ΤΥ…… Α.Ε.” εξέδωσε με πρόθεση, δρώντας εξακολουθητικά, στις 7, 17 και 24.11.2001, στην Αθήνα, τις επακριβώς αναφερόμενες στο διατακτικό της παρούσης επίδικες επιταγές της ΕΤΕ, εις διαταγήν της “VERUS ΕΠΕ”, ποσού 5.000.000 δρχ. εκάστης (και νυν το ισόποσο σε ευρώ), οι οποίες στη συνέχεια περιήλθαν με νόμιμη οπισθογράφηση στην εγκαλούσα ΕΤΕ, νομίμως εκπροσωπουμένη εν προκειμένω από την ……., η οποία δεν πληρώθηκε κατά την εμπρόθεσμη εμφάνιση των εν λόγω επιταγών επειδή δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον λογαριασμό στον οποίο εσύροντο.
Γ). Ας σημειωθεί εδώ ότι η εγκαλούσα τράπεζα (ΕΤΕ), ήταν ενεχυρούχος δανείστρια, αποκτήσασα με την οπισθογράφηση αυτοτελή και ανεξάρτητη νομική θέση έναντι της ενεχυράστης οπισθογράφου εταιρείας “…… ΑΒΕΕ” και νομίμως άσκησε με βάση το ενέχυρο το δικαίωμα εισπράξεως του τίτλου στο όνομά της, είχε δε περαιτέρω το δικαίωμα να υποβάλει την παρούσα έγκληση, ούσα κομίστρια των επιδίκων επιταγών κατά το χρόνο της εμφάνισης και μη πληρωμής (ΑΠ 1054/2004, Ποιν. Δικ. 10, έτος 2004, σελ. 1108)”. Κατ’ ακολουθίαν του αιτιολογικού αυτού, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ, για έκδοση ακαλύπτων επιταγών, κατ’ εξακολούθηση (26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 ΠΚ, 79 Ν. 5960/33, όπως ισχύει. Για τις πράξεις δε αυτές το πιο πάνω Δικαστήριο επέβαλε στον ήδη αναιρεσείοντα ποινή φυλακίσεως δώδεκα μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4, 40 ευρώ, ημερησίως. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδικώς εκτίθεται ότι ο αναιρεσείων εξέδωσε με πρόθεση τις πιο πάνω επιταγές ενεργώντας με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας “ΤΥΡΟΚΟΜΙΚΗ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ Α.Ε.”, χωρίς να είναι απαραίτητος ο ειδικότερος προσδιορισμός, αν δηλαδή ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής ή διευθύνων σύμβουλος.
9ον. ΑΠ 1418/2019
Η επιταγή μπορεί να εκδοθεί και μεταχρονολογημένη, δηλαδή να φέρει ημερομηνία εκδόσεως μεταγενέστερη από την πραγματική. Στην περίπτωση αυτή, κατά την αληθή έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 79, 28 και 29 εδ. α’ και δ’ του ίδιου Ν 5960/1933, το προβλεπόμενο και τιμωρούμενο από τη πρώτη από αυτές ως άνω έγκλημα συντελείται, όταν η μεταχρονολογημένη επιταγή εμφανιστεί προς πληρωμή και δεν πληρωθεί, ελλείψει αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο ανάμεσα στην ημέρα της πραγματικής εκδόσεως και την ημέρα, κατά την οποία παρέρχεται η προθεσμία προς εμφάνιση, δηλαδή, κατ’ άρθρ. 56 Ν. 5960/1933, από την επομένη της πραγματικής εκδόσεως της επιταγής μέχρι και την όγδοη ημέρα από την επομένη της ημέρας που αναγράφεται σε αυτήν ως ημέρα εκδόσεως.
10ον. ΑΠ 1255/2013
Αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κρίθηκαν αβάσιμες και συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός του ότι η ένδικη επιταγή είχε εκδοθεί από αυτόν λευκή και συμπληρώθηκε από τον εγκαλούντα χωρίς προηγούμενη συμφωνία τους είναι αρνητικός της κατηγορίας και όχι αυτοτελής και συνεπώς το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, και μάλιστα αιτιολογημένα.
11ον.Το ζήτημα της επιρροής της συμφωνίας εξυγίανσης στο έγκλημα της επιταφής
ΑΠ 1407/2019
Η εξάλειψη του αξιοποίνου της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, όταν η σχετική συμφωνία εξυγίανσης επικυρώθηκε μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4072/2012, ήτοι μετά την 11-4-2012, συντρέχει το πρώτο με την πλήρη και εμπρόθεσμη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη, που απορρέουν από τη συμφωνία αυτή και όχι με την επικύρωση της συμφωνίας από το Πτωχευτικό Δικαστήριο, όπως τούτο προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 106η παρ. 3 του ΠτΚ, πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 234 παρ. 12 περ. α’ του Ν. 4072/2012. Επισημαίνεται, τέλος, ότι η διάταξη του άρθρου 106η παρ. 3 του ΠτΚ, ως ίσχυε πριν την κατά τα ως άνω τροποποίησή της, δεν μπορεί τύχει εφαρμογής, ως ηπιότερος ουσιαστικός ποινικός Νόμος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, στις περιπτώσεις που η μεν αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής έχει τελεσθεί πριν την 11-4-2012, η δε επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης έλαβε χώρα μετά την ίδια ως άνω ημερομηνία. Και τούτο, διότι η ερμηνευτική αυτή εκδοχή, εκτός από τη γραμματική και τελεολογική ερμηνεία της ίδιας διάταξης, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, σύμφωνα με την οποία κρίσιμος είναι ο χρόνος της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν το λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου και όχι ο χρόνος της τέλεσης της πράξης αυτής καθ’ εαυτής, αντίκειται προεχόντως και στην ειδικότερη μεταβατική διάταξη του άρθρου 234 παρ. 13 του Ν. 4072/2012, η οποία δεν καταλείπει οποιαδήποτε αμφιβολία, ως προς την ερμηνεία της για την εφαρμογή των διαδοχικά ισχυουσών ως άνω διατάξεων.
Ν.4072/2012 ΑΡΘΡ.234
Αρθρ.12. Το άρθρο 106η του Ν. 3588/2007, όπως το εν λόγω άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, τροποποιείται ως εξής:
α) Η παράγραφος 3 του άρθρου 106η αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Με την επικύρωση της συμφωνίας:
(α) Αίρεται αυτοδικαίως η απαγόρευση ή το κώλυμα έκδοσης επιταγών που είχε επιβληθεί στον οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης.
(β) Αναστέλλεται η ποινική δίωξη των πλημμελημάτων της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής και εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 (Α΄ 43), καθώς και της καθυστέρησης καταβολής οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, εφόσον οι παραπάνω πράξεις έχουν τελεσθεί πριν από την υποβολή της αίτησης κατά το άρθρο 100. Η αναστολή δεν υπόκειται στον χρονικό περιορισμό της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα και ισχύει για όσο χρονικό διάστημα προβλέπεται να διαρκέσει η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμφωνία εξυγίανσης και υπό τον όρο της εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων.
(γ) Προστίθεται νέα παράγραφος 4, η οποία έχει ως εξής:
«4. Σε περίπτωση πλήρους και εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμφωνία εξυγίανσης εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος».
(δ) Η παράγραφος 4 αναριθμείται σε παράγραφο 5.
Η προθεσμία των δύο (2) μηνών της παραγράφου 1 του άρθρου 101, του Κώδικα αυτού, όπως η παράγραφος αυτή αντικαθίσταται με τον παρόντα νόμο, δεν συμπληρώνεται πριν από την παρέλευση ενός (1) μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εκτός αν η προθεσμία των τεσσάρων (4) μηνών που προέβλεπε η αντικατασταθείσα παράγραφος 1 συμπληρώνεται νωρίτερα.
Ν.4738/2020
Αρθρ.60 παρ.6. Με την επικύρωση της συμφωνίας:
α) Αίρεται αυτοδικαίως η απαγόρευση ή το κώλυμα έκδοσης επιταγών που είχε επιβληθεί στον οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης.
β) Αναστέλλεται η ποινική δίωξη των πλημμελημάτων της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α΄43), καθώς και της καθυστέρησης καταβολής οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 (Α΄ 136), εφόσον οι παραπάνω πράξεις έχουν τελεσθεί πριν από την υποβολή της αίτησης του άρθρου 44. Η αναστολή δεν υπόκειται στον χρονικό περιορισμό της παρ. 2 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα και ισχύει για όσο χρονικό διάστημα προβλέπεται να διαρκέσει η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμφωνία εξυγίανσης και υπό τον όρο της εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων.
γ) Οι ρυθμιζόμενες με τη συμφωνία εξυγίανσης οφειλές προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης καθίστανται ενήμερες υπό τον όρο τήρησης της συμφωνίας εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να χορηγούν τις αντίστοιχες βεβαιώσεις ενημερότητας, σύμφωνα και με τα προβλεπόμενα στη συμφωνία εξυγίανσης.
δ) Εφόσον προβλέπεται στη συμφωνία εξυγίανσης, αίρονται τυχόν κατασχέσεις, συμπεριλαμβανομένων και των κατασχέσεων εις χείρας τρίτων, που έχουν ως αιτία ρυθμιζόμενες με τη συμφωνία οφειλές.
Άρθρο 61
Εξάλειψη του αξιοποίνου
Σε περίπτωση πλήρους και εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμφωνία εξυγίανσης εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 60.
12ον.ΑΠ 254/2021
Σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 177, 243, 251, 358, 364 [ήδη 362] 575 Κ.Ποιν.Δ., είναι δυνατόν να προσαχθούν και να αναγνωσθούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έγγραφα που άπτονται των προσωπικών ή και ευαίσθητων δεδομένων, προκειμένου να αναζητηθεί και ευρεθεί η ουσιαστική αλήθεια της υπόθεσης (ΑΠ 954/2020, 49/2011, 1202/2011, ΑΠ 171/2017, ΑΠ 1520/2017 Πολιτικό Τμήμα).
13ον. ΑΠ 1372/2015
Δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ανοίξει ή να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως. Τούτο συνάγεται επίσης ευθέως και από τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποιήσεως του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως, όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα.
14ον. ΑΠ 901/2019
Το πιστοποιητικό που εκδίδει η αρμόδια εισαγγελία πρωτοδικών, κατόπιν αιτήσεως του εγκαλούντος, περί ασκήσεως ποινικής διώξεως σε βάρος του εγκαλούμενου και της πορείας αυτής, αφορά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του τελευταίου. Η χορήγηση του εν λόγω πιστοποιητικού στον εγκαλούντα αποτελεί επέμβαση στα αρχεία της εισαγγελίας, τα οποία ως διαρθρωμένα σύνολα εγγράφων αποτελούν «αρχεία» κατά την έννοια του νόμου. Το πιστοποιητικό χορηγείται, προκειμένου ο εγκαλών και αιτών να το χρησιμοποιήσει μόνο στο πλαίσιο της μεταξύ αυτού και του εγκαλούμενου διαφοράς. Η περαιτέρω χρήση του εν λόγω πιστοποιητικού για διαφορετικό σκοπό από αυτόν για τον οποίο και μόνο αυτό χορηγήθηκε, ήτοι παράδοση αυτού σε τρίτον, χωρίς να υφίσταται λόγος εξαίρεσης της εν λόγω επεξεργασίας, συνιστά μη νόμιμη επεξεργασία του εν λόγω ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου. Η εν συνεχεία χρησιμοποίηση του πιστοποιητικού από τον τρίτο, χωρίς δικαίωμα και χωρίς να υφίσταται λόγος εξαίρεσης της εν λόγω επεξεργασίας, συνιστά παράνομη επέμβαση σε αρχείο που πλέον δημιούργησε ο τρίτος. Αντίθετη παραδοχή θα οδηγούσε στο αποκρουστέο αποτέλεσμα της νομιμοποίησης της ανεξέλεγκτης επεξεργασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, τα οποία αποκτώνται μεν αρχικώς νομίμως, στη συνέχεια όμως παραδίδονται σε τρίτους χωρίς οι τελευταίοι να μπορούν να ελεγχθούν για τυχόν, κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου 2472/1997, χρήση τους (πρβλ. ΑΠ 1520/2017 Πολιτική).
15ον.Απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της επιταγής είναι και η υπογραφή του εκδίδοντος την επιταγή (εκδότη). Συνεπώς το λευκό φύλλο επιταγής, που δεν φέρει την υπογραφή κατά τη διάταξη του άρθρου 1 άρ. 6 του Ν 5960/1933 περί επιταγής, απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητητα της επιταγής, δεν παράγει συνέπειες. Είναι άκυρη η επιταγή αν λείπει ο χρόνος έκδοσης (ΑΠ 740/2001) ή ο τόπος έκδοσης (ΑΠ 709/1982 ΠοινΧρ ΛΓ΄, 130). Περαιτέρω, για να είναι έγκυρη η επιταγή, πρέπει να έχει εκδοθεί από τον πραγματικό εκδότη της.
16ον.Η ύπαρξη πληρεξουσιότητας προς ενέργεια από τον πληρεξούσιο εμπορικών πράξεων στο όνομα των νόμιμων εκπροσώπων εταιρίας, που παρεχώρησαν την πληρεξουσιότητα αυτή, στις οποίες πράξεις περιλαμβάνεται και η έκδοση επιταγής, δεν καλύπτει την παράνομη πράξη της εκδόσεως επιταγής χωρίς αντίκρισμα, διότι αντιπροσώπευση στην αδικοπραξία δεν είναι δυνατή. Στην περίπτωση δε που ο φερόμενος ως αντιπρόσωπος εξέδωσε ακάλυπτη επιταγή, ενέχεται ο ίδιος ως αυτουργός του εν λόγω αδικήματος, ο δε εντολέας του ενέχεται ως ηθικός αυτουργός ή συνεργός, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 46 ή 47 ΠΚ (ΑΠ 671/2013).
17ον.ΑΠ 1512/2006
Από τα άρθρα 1, 2 και 28 του ν. 5960/1933 συνάγεται ότι η σημείωση πάνω στην επιταγή του χρόνου της έκδοσής της είναι απαραίτητο στοιχείο του κύρους της. Δε θίγεται όμως το κύρος της επιταγής αν η σημειούμενη σε αυτήν ημερομηνία έκδοσής της δεν είναι αληθινή. Έτσι η μεταχρονολογημένη επιταγή είναι έγκυρη και μπορεί να εμφανισθεί προς πληρωμή και πριν από την ημερομηνία που αναγράφεται σε αυτήν ότι εκδόθηκε, αφού είναι πάντοτε πληρωτέα «εν όψει»…… Επίσης χωρίς σημασία είναι η σημείωση στην επιταγή του αριθμού του λογαριασμού του εκδότη και δεν επιδρά στο κύρος της επιταγής η αναγραφή αριθμού λογαριασμού τρίτου προσώπου (ΑΠ 1121/1992)
18ον. ΑΠ 1718/2004
Η εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και η βεβαίωση μη πληρωμής της, δηλ. γενικότερα η τήρηση των διατυπώσεων επιμέλειας κατ’ άρθρο 29 και 40 επ. Ν 5960/1933, χωρίς να απαιτείται ανυπερθέτως η σημείωση της τράπεζας ότι η επιταγή δεν πληρώθηκε ελλείψει αντικρύσματος, εφόσον αυτή η σημείωση είναι απλώς αποδεικτικό και όχι συστατικό στοιχείο για την τέλεση του εγκλήματος. Το γεγονός της μη πληρωμής της επιταγής κατά την εμπρόθεσμη εμφάνιση στην πληρώτρια τράπεζα δύναται το δικαστήριο να το συναγάγει από οποιοδήποτε αποδεικτικό υλικό κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.
19ον. Η εφαρμογή του άρθρου 469 ΚΠΔ στο έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. ΑΠ 952/2014
Στην προκειμένη περίπτωση με την …/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, καταδικάστηκαν, σε δεύτερο βαθμό, για παράβαση του άρθρου 79 Ν 5960/1933, η Α. Φ. – Κ. και ο νυν αιτών Α. Ν., ως συναυτουργοί, σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών ο καθένας. Κατά της παραπάνω απόφασης άσκησεν αναίρεση μόνον η πρώτη κατηγορουμένη και εκδόθηκε η με αρ. 1268/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, από την παραδεκτή επισκόπηση της οποίας προκύπτει ότι αναιρείται η άνω καταδικαστική απόφαση και παραπέμπεται η υπόθεση για νέα συζήτηση, μόνον ως προς την ανωτέρω αναιρεσείουσα, κατά παραδοχή ως βασίμου, αντικειμενικού λόγου, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, έλλειψης νόμιμης βάσης, για ανέφικτο ελέγχου ορθής εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 45 ΠΚ και 79 παρ. 1 Ν 5960/1933. Με την κρινόμενη από 7/4/2014 αίτηση, ο μη συμμετασχών στην άνω δίκη του Αρείου Πάγου, δεύτερος καταδικασθείς κατηγορούμενος Α. Ν. ζητεί τη συμπλήρωση της ανωτέρω απόφασης του Αρείου Πάγου, ώστε εφαρμοζομένου, κατ’ άρθρο 469 ΚΠΔ, του επεκτατικού αποτελέσματος, να αναιρεθεί η …/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας και ως προς αυτόν. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η υπό κρίση αίτηση κατατέθηκε απαραδέκτως στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Καρδίτσας, ο Άρειος Πάγος βάσει του άρθρου 145 ΚΠΔ δύναται και αυτεπάγγελτα να προβαίνει στη διόρθωση των αποφάσεών του. Από την απλή επισκόπηση της ανωτέρω απόφασης 1268/2013 του Αρείου Πάγου καθίσταται πρόδηλο, ότι ο λόγος αναίρεσης που έγινε δεκτός είναι αντικειμενικός καθόσον δεν αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας Α. Φ. Κ. Ειδικότερα η συγκεκριμένη απόφαση έκρινε ότι: «Υπό τις ανωτέρω όμως εκτεθείσες παραδοχές και εν όψει του ότι σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν συγκροτείται συναυτουργική συμμετοχή όταν οι κατηγορούμενοι δεν εκδίδουν την επιταγή από κοινού, ως συνεκδίδοντες, στερείται η προσβαλλόμενη νόμιμης βάσης, καθόσον στο πόρισμά της έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αναφορικά με την συναυτουργική συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην τέλεση του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, ενόψει του προβληθέντος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ισχυρισμού αυτής, ότι στο σώμα της ένδικης επιταγής υφίσταται μία μόνο υπογραφή, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 45 του ΠΚ και 79 παρ. 1 του N 5960/1933». Το Δικαστήριο όμως του Αρείου Πάγου παρέλειψε να αποφανθεί όπως όφειλεν αυτεπάγγελτα για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ως άνω ασκηθέντος ενδίκου μέσου της αναίρεσης και στον μη ασκήσαντα αυτό και μη παρεμβάντα στη δίκη αιτούντα.
Επομένως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, το επωφελές για την αναιρεσείουσα Α. Φ. – Κ. αποτέλεσμα του ένδικου μέσου της αναίρεσης, που άσκησε μόνον αυτή, πρώτη κατηγορουμένη, πρέπει κατ’ άρθρο 469 του ΚΠΔ. να επεκταθεί αυτεπάγγελτα και στον αιτούντα μη ασκήσαντα αναίρεση, συγκατηγορούμενο και συγκαταδικασθέντα Α. Ν. Κατ’ ακολουθία, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση, να συμπληρωθεί αυτεπάγγελτα η 1268/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 469 ΚΠΔ να κριθεί ότι ο Α. Ν. του Χ. ωφελείται από την ασκηθείσα και γενόμενη δεκτή αίτηση αναίρεσης της συγκατηγορουμένης του Α. Φ. – Κ. του Δ., να αναιρεθεί η με αριθ. 665/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας και ως προς τον αιτούντα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο όμως από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Συμπληρώνει τη με αριθ. 1268/2013 απόφαση του.
Επεκτείνει το αναιρετικό αποτέλεσμα της ανωτέρω αποφάσεως του Αρείου Πάγου και στον καταδικασθέντα αιτούντα Α. Ν. του Χ.
Αναιρεί τη με αριθ. …/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας και ως προς τον αιτούντα – συγκαταδικασθέντα Α. Ν. του Χ.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, και κατά το αναιρούμενο ως παραπάνω μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν την παρούσα υπόθεση.
20ον.Αν ο εκδότης της ακάλυπτης επιταγής την εκδίδει κατά το χρονικό διάστημα που έχει περιέλθει σε κατάσταση παύσης πληρωμών ως έμπορος, τότε όχι μόνο δεν αίρεται το αξιόποινο, αλλά υπάρχει επίταση του δόλου του (ΑΠ 1263/2002).
21ον.Όμως σε περίπτωση μεταχρονολογημένης επιταγής, που μετά την έκδοσή της, ο εκδότης αυτών κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης και η πτωχευτική απόφαση ορίζει ως χρόνο παύσης πληρωμών προγενέστερο του αναγραφόμενου χρόνου έκδοσης, ο ΑΠ με την υπ’αριθ. 213/2003 έκρινε ότι η μη πληρωμή της επιταγής αυτής ως ανυπαίτια αφού, λόγω της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης (άρθ. 534 επ. ΕμπΝ), δεν είναι δυνατή η πληρωμή της επιταγής κατά τη μεταγενέστερη ημερομηνία που αναγράφεται ως χρόνος έκδοσής της.
22ον. ΑΠ 1512/2006
Από τα άρθρα 1, 2 και 28 του ν. 5960/1933 συνάγεται ότι η σημείωση πάνω στην επιταγή του χρόνου της έκδοσής της είναι απαραίτητο στοιχείο του κύρους της. Δε θίγεται όμως το κύρος της επιταγής αν η σημειούμενη σε αυτήν ημερομηνία έκδοσής της δεν είναι αληθινή. Έτσι η μεταχρονολογημένη επιταγή είναι έγκυρη και μπορεί να εμφανισθεί προς πληρωμή και πριν από την ημερομηνία που αναγράφεται σε αυτήν ότι εκδόθηκε, αφού είναι πάντοτε πληρωτέα «εν όψει»…… Επίσης χωρίς σημασία είναι η σημείωση στην επιταγή του αριθμού του λογαριασμού του εκδότη και δεν επιδρά στο κύρος της επιταγής η αναγραφή αριθμού λογαριασμού τρίτου προσώπου (ΑΠ 1121/1992)
23ον. Το ζήτημα της μεταγενέστερης θεώρησης από τον δικηγόρο του γνησίου της υπογραφής
ΑΠ 401/2021:Έτσι, χωρίς την τήρηση της εν λόγω διατύπωσης, η πληρεξουσιότητα-εξουσιοδότηση κατάθεσης της έγκλησης είναι ελλιπής …”, υπερέβη την εξουσία του (αρνητικά), με το να μη δεχθεί ως έγκυρη την έγκληση και να μην προχωρήσει στη διερεύνηση της ουσίας της υπόθεσης, αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του εντολέα στην έγγραφη δήλωση με την οποία παρέχεται η πληρεξουσιότητα για υποβολή έγκλησης καθίσταται αναγκαία προς εξασφάλιση του κύρους της και αποτροπή τυχόν αμφισβήτησης του γεγονότος της παρασχεθείσας εντολής και υπογραφής από τον ίδιο τον εντολέα, καθώς και της χρονολογίας αυτής, ώστε να αποκλείονται επιπτώσεις στην εγκυρότητα της ενεργηθείσας πράξεως. Η τυχόν μεταγενέστερη (χρονικά) θεώρηση εφ’ όσον δεν παράγει ακυρότητα ή απαράδεκτο, απαιτείται να υπάρχει κατά το χρόνο κατάθεσης- εγχείρησης της μήνυσης ή έγκλησης, που στη συγκεκριμένη περίπτωση έλαβε χώρα την 8.1.2014 και ώρα 12.00 ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών Σ. Π., δηλαδή αναμφισβήτητα μετά την ως άνω θεώρηση της υπογραφής. Στην ένσταση δε περί απαραδέκτου της ένδικης έγκλησης που προέβαλε ο κατηγορούμενος Δ.ς Τ. του Γ., δεν περιλήφθηκε αιτίαση και δεν τέθηκε θέμα περί πλαστότητας ή αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής του Προέδρου, Αντιπροέδρου, Γραμματέα και των μελών του Διοικητικού συμβουλίου της εξουσιοδοτούσας εταιρείας προς υποβολή της, αλλά αυτός αρκέστηκε μόνο στην κατάδειξη του τυπικού γεγονότος της θεώρησης του γνησίου της υπογραφής των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από τη Δικηγόρο Αθηνών Α. Τ. όχι κατά την ημέρα συνεδρίασης του Δ.Σ. (10.12.2013) αλλά την 18.12.2013. Έτσι, το Δικαστήριο της ουσίας κατέστησε αναιρετέα την προσβαλλόμενη απόφασή του, σύμφωνα με τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως της υπερβάσεως εξουσίας, κατά παραδοχή του μοναδικού σχετικού λόγου της αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
24ον. Το ζήτημα της υποβολής μήνυσης (ακόμη και μετά το τρίμηνο) σε αδίκημα που διωκόταν αυτεπάγγελτα και με το νέο ΠΚ διώκεται κατ’έγκληση.
ΑΠ 773/2020:
Υποβολή έγκλησης – αρκεί η σε προγενέστερο χρόνο μήνυση ακόμα και μετά την πάροδο τριμήνου. Επί αδικήματος που διωκόταν αυτεπάγγελτα υπό το προϊσχύσανκαθεστώς και ήδη διώκεται κατΆ έγκληση, η δήλωση βούλησης του εγκαλούντος για την τιμωρία του δράστη δεν απαιτείται να είναι ρητή και πανηγυρική αλλά αρκεί να συνάγεταιείτε από το όλο περιεχόμενο της έγκλησης (ανεξάρτητα απότον χρόνο υποβολής της) είτε και από τη ρητή δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στο πλαίσιο ένορκης εξέτασηςτου παθόντος.
25ον. Η αλληλοσυμπλήρωση των άρθρων 18 και 22παρ.3 Ν.2190 και η πρακτική τους εφαρμογή.
ΑΠ 71/2018
Εξάλλου, οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του άνω ν. 2190, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκατάστασης του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσώπησης της Α.Ε. Επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρείας να ορίσει, ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν [δικαστικώς ή εξωδίκως] την εταιρεία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της, τόσο τις πράξεις διαχείρισης, όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Αντίθετα, όμως, προς το άρθρο 18§2, το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη, με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασιστεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του Δ.Σ. ή διευθυντές της εταιρείας. Προϋποθέτει όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας [Ολ. ΑΠ 1096/76, 415 και 6/2006]. Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο προς το οποίο το όργανο της εταιρείας, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης αντίστοιχα πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρείας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής (Ολ. ΑΠ 4, 5, 6/2006).
26ον. Το ζήτημα της επισύναψης κατά την κατάθεση των αναγκαίων εγγράφων που στηρίζουν την έγκληση, πότε υπάρχει μεταπληρεξουσιότητα υποκατάστατου και τι απαιτείται για την έγκληση από αυτόν.
ΑΠ 151/2020
Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 4 εδ. α’ του άρθρου 46 του ΚΠοινΔ, “Ο εγκαλών μαζί με την έγκληση οφείλει να υποβάλει και τα διαθέσιμα σε αυτόν αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν και αποδεικνύουν αυτή”. Όμως, η μη υποβολή τους δεν δημιουργεί απαράδεκτο ή ακυρότητα, αφού τέτοια κύρωση δεν τάσσεται στην ανωτέρω διάταξη. Η επισύναψη των σχετικών εγγράφων στην κατατιθέμενη έγκληση είναι μεν αναγκαία για τη διακρίβωση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας του προσώπου που καταθέτει την έγκληση, όμως, δεν έχει αναχθεί σε δικονομική προϋπόθεση της νομιμότητας αυτής (έγκλησης).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η σε βάρος του ποινική δίωξη δεν ασκήθηκε παραδεκτά και ότι καθ’ υπέρβαση εξουσίας καταδικάστηκε, διότι η έγκληση σε βάρος του δεν υποβλήθηκε από υποκατάστατο όργανο του διοικητικού συμβουλίου της εγκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία “… AEBEE”, το δε επισυναπτόμενο στην έγκληση πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου δεν έφερε την κατά νόμο βεβαίωση περί της γνησιότητας της υπογραφής των μελών του διοικητικού συμβουλίου της. Από την επιτρεπτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων η από 7.11.2012 έγκληση της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας και τα συνημμένα σ’ αυτή έγγραφα και ειδικότερα τα με αριθμούς 9618/11, 654/ 62, 5491/82, 6574/99, 7737/02 ΦΕΚ (τεύχ. ΑΕ και ΕΠΕ), στα οποία δημοσιεύθηκε η σύσταση της εν λόγω εταιρίας, το καταστατικό της, η σύνθεση του διοικητικού της συμβουλίου και η μετατροπή της σε α.ε. και το υπ’ αριθμ. 326/ 12 πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης αυτής εταιρίας. Σύμφωνα με το ως άνω υπ’ αριθμ. 326/ 12 πρακτικό, συνεδρίασε το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας σε απαρτία και αποφάσισε ομόφωνα να εξουσιοδοτήσει την Δικηγόρο Αθηνών Γ. Α. να υποβάλει την ως άνω έγκληση κατά του αναιρεσείοντος για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής, κατά τα οριζόμενα σ’ αυτό (πρακτικό).
Το πρακτικό αυτό προσκομίστηκε σε ακριβές αντίγραφο, το οποίο εξήχθη από το βιβλίο πρακτικών και με αυτό το διοικητικό συμβούλιο της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας μεταβίβασε το δικαίωμα εκπροσώπησης στην προαναφερόμενη δικηγόρο για να υποβάλει την ανωτέρω έγκληση και να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας, ενώ σχετική πρόβλεψη υπάρχει στο άρθρο 13 παρ. 3 του ως άνω καταστατικού. Το πρακτικό αυτό φέρει την υπογραφή του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου, με σχετική καταστατική πρόβλεψη, του οποίου έχει θεωρηθεί το γνήσιο της υπογραφής από την ως άνω Δικηγόρο. Επομένως, η Δικηγόρος Γ. Α., κατά την υποβολή της ως άνω εγκλήσεως, ενήργησε ως μεταπληρεξούσιος υποκατάστατου οργάνου του διοικητικού συμβουλίου και δεν ήταν αναγκαία η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των υπόλοιπων δύο μελών του διοικητικού συμβουλίου, αφού αρκεί ότι έχει βεβαιωθεί το γνήσιο της υπογραφής του ως άνω υποκατάστατου προσώπου, το οποίο προσυπογράφει το αντίγραφο του πρακτικού. Κατά ακολουθίαν των ανωτέρω, νομότυπα υποβλήθηκε η ανωτέρω έγκληση.
27ον. Η εκκαθάριση και το ζήτημα της εκπροσώπησης κατά το εν λόγω στάδιο
ΑΠ 987/2020
Οι διατάξεις αυτές του Ν.2190/1920, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή, καθορίζουν το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, ως το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, εκπροσωπεί αυτό στα Δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της προς πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Η δε διάταξη του άρθρου 22§3 του Ν. 2190/1920 ρυθμίζει το ζήτημα της υποκατάστασης του ΔΣ της ανώνυμης εταιρίας, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο, εφόσον διενεργείται με βάση τις διατάξεις αυτές, που περιλαμβάνουν, στο πεδίο εφαρμογής τους, τόσο τις πράξεις διαχείρισης, όσο και την εκπροσώπηση της εταιρίας και, μεταξύ άλλων, επιτρέπουν στο ΔΣ αυτής, που κατ’ αρχήν ενεργεί συλλογικά, να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν (δικαστικώς ή εξωδίκως) την εταιρία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις, προβλέπουν δε, ότι για ορισμένα θέματα είναι δυνατό να αποφασιστεί από το διοικητικό συμβούλιο μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή, κατά το άρθρο 22§3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο και όχι μόνο προς μέλη του ΔΣ της εταιρίας. Προϋποθέτει, όμως, σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της, διότι υποκατάσταση με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22§3 του Ν. 2190/1920 το τρίτο πρόσωπο, στο οποίο το ΔΣ ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατο του ΔΣ, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της προβλεπόμενης, από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ, αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρίας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής των μελών του διοικητικού συμβουλίου, όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 48α του ίδιου ως άνω Ν. 2190/1920, περί ανωνύμων εταιρειών συνάγεται ότι μετά τη λύση της ανώνυμης εταιρείας αυτή τίθεται υπό εκκαθάριση εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 48 § 2 και 49 του ίδιου νόμου. Μετά τη θέση της εταιρείας υπό εκκαθάριση, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, παύει η ανήκουσα στα μέχρι τότε αρμόδια όργανα αυτής εξουσία εκπροσώπησής της, και περιέρχεται αυτή αποκλειστικά στους εκκαθαριστές οι οποίοι έχουν και τη διοίκηση και διαχείριση αυτής. Κάθε δε εταιρεία είτε προσωπική, είτε κεφαλαιουχική (ΑΕ – ΕΠΕ), που τελεί υπό εκκαθάριση, δικαιούται να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα στο ποινικό Δικαστήριο για εγκλήματα που έχουν τελεσθεί σε βάρος της, δηλαδή όταν αυτή είναι αμέσως παθούσα (ΑΠ 709/2018).
28ον.Το ζήτημα της αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων και η αιτιολογία της απόφασης.
ΑΠ 151/2020
Για την ύπαρξη πλήρους ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους ούτε μνεία του τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Πρέπει, όμως, να προκύπτει, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά μόνο από αυτά κατ’ επιλογή, όπως τούτο επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Ποιν.Δ. (Ολ.Α.Π. 1/2005). Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα και ανενδοιάστως, ότι αυτά έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολο τους, αφού η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της ακροαματικής διαδικασίας χωρίς να συνεκτιμά άλλα, που εισφέρθηκαν σ’ αυτήν, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να θεωρείται μια τέτοια αιτιολογία ως εμπεριστατωμένη ( ΑΠ 196/ 2019).
“Από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος διότι στις …, στις 30/08/2012, ως Πρόεδρος, Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΤΕ”, εξέδωσε με πρόθεση επιταγή που δεν πληρώθηκε στον κομιστή γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και πιο συγκεκριμένα εξέδωσε με πρόθεση την υπ’αριθ. … επιταγή της Τράπεζας ALPHA BANK με ημερομηνία εκδόσεως την 30/08/2012 για το χρηματικό ποσό των [25.000,00] ευρώ, σε διαταγή του ιδίου του κατηγορούμενου Κ. Π., νομίμως περιελθούσης στην κατοχή της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία “…”, νομίμως εκπροσωπούμενης, κατόπιν οπισθογραφήσεως, η οποία είναι και η νόμιμη κομίστρια αυτής. Ο ισχυρισμός του κατ/νου ότι δεν γνώριζε την έκδοση της επιταγής, αφού κατά το χρόνο (έκδοσής της η εταιρία βρισκόταν σε εκκαθάριση, με μοναδικό εκκαθαριστή τον πατέρα του, δεν μπορεί να γίνε δεκτός, αφού δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα του αξιογράφου, αλλά και δεν αποδείχθηκε η ανάμειξη στις εταιρικές υποθέσεις άλλου προσώπου πλην του κατ/νου. Πρέπει, όμως, να του αναγνωριστούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2δ ΠΚ, καθόσον μετά την τέλεση της πράξης του κατέβαλε προσπάθειες για την απομείωση των συνεπειών της.”.
Ακολούθως, το εν λόγω Δικαστήριο της ουσίας με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, με αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 842 2 δ’ ΠΚ του ότι: “Στις …, στις 30.8.2012: Ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΤΕ”, εξέδωσε με πρόθεση επιταγή που δεν πληρώθηκε στον κομιστή γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και πιο συγκεκριμένα εξέδωσε με πρόθεση την υπ’ αριθμ. … επιταγή της Τράπεζας ALPHA ΒΑΝΚ με ημερομηνία εκδόσεως την 30.8.2012 για το χρηματικό ποσό των (25.000,00) ευρώ, σε διαταγή του ιδίου του κατηγορούμενου Κ. Π., νομίμως περιελθούσης στην κατοχή της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία “… ABEE …”, νομίμως εκπροσωπούμενης, κατόπιν οπισθογραφήσεως, η οποία είναι και η νόμιμη κομίστρια αυτής.
Και αφού εμφανίσθηκε προς πληρωμή στις 06/09/2012 δεν πληρώθηκε από την πληρώτρια Τράπεζα γιατί δεν υπήρχαν επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια”.
Όπως προκύπτει από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης υπ’αριθμ. ΖΤ 2277/2019 αποφάσεως, δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία, ούτε στο προοίμιο του σκεπτικού της. ούτε στη συνέχεια αυτού, αλλά ούτε και από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι, το δικάσαν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περί της κατάφασης της ενοχής του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος (πέραν των αναγνωσθέντων εγγράφων και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία), έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, ενόψει του ότι ουδόλως μνημονεύει τούτο (Δικαστήριο) στην προσβαλλομένη απόφασή του, ότι έλαβε υπόψη το αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων, το οποίο, ως προεκτέθηκε, δεν αναφέρεται ούτε κατ’είδος στο αιτολογικό. Έτσι, υφίσταται ανεπάρκεια του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς τα ληφθέντα υπόψη για τη διαμόρφωση της καταδικαστικής για τον αναιρεσείοντα κρίσεως αποδεικτικά μέσα, εφ’ όσον δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι αυτά αξιολογήθηκαν και εκτιμήθηκαν στο σύνολο τους.
29ον. Τόπος κατοικίας-Αναγραφείσα διεύθυνση στη μήνυση στην οποία δεν βρέθηκε ο μηνυόμενος, εσφαλμένη αιτιολογία απόρριψης της έφεσης
ΑΠ 82/2022
Τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος, τον οποίο έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, κατά την προανάκριση, που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια εισαγγελική αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε κατ’ αυτή, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος, που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Κατ’ ορθή ερμηνεία των διατάξεων αυτών του ΚΠοινΔ, στην περίπτωση που δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε κατ’ αυτή και δεν έχει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας, κατά το άρθρο 273 του ΚΠοινΔ, δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή στη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε, διότι, διαφορετικά, ενδέχεται η γνωστοποιηθείσα από το μηνυτή διεύθυνση της κατοικίας του κατηγορουμένου να είναι εσφαλμένη, με συνέπεια ο τελευταίος να αγνοεί την σε βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία έτσι διεξάγεται ερήμην του, κατά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης, την οποία θεσπίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., περιεχόμενο της οποίας είναι η διασφάλιση της ακώλυτης πρόσβασης στο δικαστήριο και της επαρκούς δικαστικής ακρόασης. Τα παραπάνω ισχύουν και όταν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε κατ’ αυτή και, σε περίπτωση μεταβολής της κατοικίας του, αυτός δεν δήλωσε στην εισαγγελική αρχή, που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο, τη νέα διεύθυνση της κατοικίας του. Δηλαδή και στην τελευταία περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άγνωστης διαμονής από μόνο το γεγονός, ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή στη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε. Συνακόλουθα, εφόσον με την έφεση του κατηγορουμένου προβάλλεται ο ισχυρισμός, ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της απόφασης ήταν γνωστής διαμονής, αφού διέμενε σε ορισμένο τόπο και σε ορισμένη διεύθυνση διαφορετική από εκείνη, στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε και, ως εκ τούτου, η επίδοση της απόφασης ως άγνωστης διαμονής είναι άκυρη, το εφετείο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει κατ’ ουσίαν τον εν λόγω ισχυρισμό, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας όλα τα προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο στοιχεία (έγγραφα, καταθέσεις μαρτύρων κ.λ.π.), από τα οποία προκύπτει η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνσή του και να μη βασισθεί μόνο στο αποδεικτικό επίδοσης της απόφασης, ενόψει μάλιστα του ότι, όταν οι πολίτες δεν έχουν καμία γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών δεν συντρέχει λόγος, για τον οποίο πρέπει να ενημερώνουν από μόνοι τους την εισαγγελία για κάθε αλλαγή της διεύθυνσης κατοικίας τους. Διαφορετικά, όπως προεκτέθηκε, ιδρύεται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ΟλΑΠ 2/2014). Η απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκτός του ότι επιβάλλεται να διακρίνεται από πληρότητα και σαφήνεια και να μην περιέχει αντιφάσεις ή λογικά κενά, πρέπει να περιλαμβάνει και τη μνεία των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη το δικαστήριο για το σχηματισμό της απορριπτικής κρίσης του, που αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να χρειάζεται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα ούτε να είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, αλλά είναι αναγκαίο να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, και όχι μόνο ορισμένα από αυτά επιλεκτικώς (ΑΠ 1434/2019). Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, με αριθμό 3125/23-10-2020, του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, η έφεση με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1276/3-7-2020 του ήδη αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου κατά της απόφασης με αριθμό 18586/24-5-2017 του Ε’Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, μετατραπείσα προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως. Από την προσβαλλόμενη απόφαση και την ως άνω έφεση, που παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της έφεσής του, είχε επικαλεσθεί ότι είχε γνωστή κατοικία επί της οδού …, στη Γλυφάδα και ότι ακύρως κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής και κατά τη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, δια του εκπροσωπήσαντος αυτόν συνηγόρου, είχε προτείνει ως μάρτυρες απόδειξης τη Σ. Τ. και Ν. Κ., οι οποίοι εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, προσκόμισε δε και έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία. Τελικά, το ως άνω Δικαστήριο [Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών] έκρινε την προμνημονευόμενη έφεση του ήδη αναιρεσείοντος εκπρόθεσμη και την απέρριψε για το λόγο αυτό με την ακόλουθη αιτιολογία: “Η εκκαλούμενη 18586/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος επιδόθηκε σε αυτόν την 23-3-2018 σύμφωνα με τις διατάξεις περί επιδόσεων σε πρόσωπα αγνώστου διαμονής, και συγκεκριμένα, επειδή αυτός απουσίαζε από την κατοικία του επί της οδού … στην Αμαλιάδα Ηλείας και η διαμονή του ήταν άγνωστη, ούτε βρέθηκε κάποιο από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 156 § 1 Κ.Π.Δ., η επίδοση έγινε προς τη δημοτική υπάλληλο Χ. Α., που όρισε για το σκοπό αυτό ο Δήμαρχος Ηλείας. Η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε την 3-7-2020, δηλαδή μετά την παρέλευση της τριακονθήμερης προθεσμίας του άρθρου 473 § 1 Κ.Π.Δ. Η ανωτέρω διεύθυνση κατοικίας, στην οποία αναζητήθηκε ο εκκαλών, είναι η αναφερόμενη στην 22560/2014 μηνυτήρια αναφορά της Δ.Ο.Υ. Δ’ Αθηνών προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. Ο εκκαλών με την έφεσή του ισχυρίζεται ότι ασκεί αυτήν εκπρόθεσμα, επειδή κατά τη δικάσιμο, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, είχε κλητευθεί ακύρως ως αγνώστου διαμονής, ενώ ήταν γνωστής διαμονής επί της οδού … στη Γλυφάδα. Εφόσον, όμως, ο εκκαλών δεν προσβάλλει την εγκυρότητα της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, όπως απαιτείται, κατά τα προεκτεθέντα, αναφέροντας μάλιστα και τα σχετικά αποδεικτικά μέσα, αλλά μόνο την εγκυρότητα της κλήτευσής του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως ισχυρισμός του ως αλυσιτελής. Επικουρικώς, για την περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτό ότι υπάρχει ορισμένος και πλήρης ισχυρισμός περί ακυρότητας της επίδοσης της εκκαλουμένης, από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι κατά το χρόνο της επίδοσης ο εκκαλών κατοικούσε πράγματι επί της οδού … στη Γλυφάδα Αττικής, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων, αλλά και από την άδεια κυκλοφορίας του … δικύκλου, που μεταβιβάσθηκε σε αυτόν την 17-6-2013 με σχετική χειρόγραφη σημείωση επ’ αυτής της υπαλλήλου της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Περιφέρειας Αττικής Ε. Π., την από 3-3-2012 κλήση προς αυτόν του Τμήματος Τροχαίας Ελληνικού, την από 18-11-2014 χειρόγραφη απόδειξη είσπραξης, που χορήγησε σε αυτόν το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το … ασφαλιστήριο αυτοκινήτου έτους 2019 της εταιρίας Groupama, λογαριασμούς τηλεφώνου μηνών Νοεμβρίου 2010 και Μαρτίου 2011 της εταιρίας Vodafone, την από 2-5-2017 επιστολή της ασφαλιστικής εταιρίας Eurolife προς αυτόν, αποδείξεις πληρωμής των εταιριών PC ΟΝΕ Α.Ε. και EINHELL ΕΛΛΑΣ Α.Ε., την …/15-2-2019 πράξη κατάθεσης εγγράφου της συμβ/φου Μ. Α., την από 21-12-2018 αναγγελία της πρόσληψής του προς τον Ο.Α.Ε.Δ. εκ μέρους της εταιρίας Synolo Solutions Ε.Π.Ε. Ωστόσο, ο εκκαλών στις ατομικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, που υπέβαλλε, δήλωνε ανέκαθεν και δηλώνει μέχρι σήμερα ως διεύθυνση κατοικίας του την οδό … στην Αμαλιάδα, όπως προκύπτει και από τις αναγνωσθείσες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του των ετών 2017 και 2018. Επομένως η αρχή, που παρήγγειλε την επίδοση της εκκαλουμένης, και εν προκειμένω η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, δεν είχε τρόπο να πληροφορηθεί την πραγματική κατοικία του, αφού ο ίδιος κατά το χρόνο, που έγινε η επίδοση, δήλωνε ως κατοικία του στη φορολογική αρχή την αναφερόμενη στη μηνυτήρια αναφορά, ενώ δεν υπήρχε υποχρέωση της Εισαγγελίας να αναζητήσει περαιτέρω τη διεύθυνσή του από ιδιωτικές εταιρίες, το Τμήμα Τροχαίας Ελληνικού, την Περιφέρεια Αττικής, τον Ο.Α.Ε.Δ. ή το Ε.Κ.Π.Α. Ο εκκαλών με την από 19-1-2007 υπεύθυνη δήλωσή του προς τη Δ.Ο.Υ. ΙΑ’ Γλυφάδας ανέφερε ότι διαμένει επί της οδού … στη Γλυφάδα, η δήλωση όμως αυτή α) είχε γίνει σε πολύ προγενέστερο χρόνο από αυτόν της επίδοσης, επακολούθησαν δε δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του εκκαλούντος με αναφερόμενη διεύθυνση επί της οδού … στην Αμαλιάδα Ηλείας, και β) έγινε στα πλαίσια και μόνο του φορολογικού ελέγχου των βιβλίων και στοιχείων της εταιρίας Computers Repairing Center Ε.Π.Ε., που διενεργούσε η ως άνω Δ.Ο.Υ., χωρίς ο ίδιος (εκκαλών) να προβεί και σε μεταβολή της διεύθυνσης κατοικίας, που δήλωνε ως ατομικώς φορολογούμενος. Επίσης, ο εκκαλών προσκομίζει τον από 3-7-2020 πίνακα μετατροπής ποινής και πίνακα διακανονισμού ποινής του Τμήματος Εκκαθάρισης του Πρωτοδικείου Αθηνών με τους οποίους υπολογίζεται το ποσό της μετατροπής και οι δόσεις της ποινής, που του επιβλήθηκε με την 39880/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όμως στα έγγραφα αυτά δεν αναφέρεται η διεύθυνση κατοικίας του. Ενόψει αυτών, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως απαράδεκτη λόγω του εκπροθέσμου της και να καταδικασθεί ο εκκαλών στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας κατ’ άρθρο 578 § 1 Κ.Π.Δ”. Με τις παραδοχές αυτές, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών στέρησε την απόφασή του από την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, ενώ δέχεται το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, ότι ο τότε εκκαλών και ήδη αναιρεσείων κατά τον χρόνο επίδοσης της εκκαλούμενης απόφαση είχε γνωστή κατοικία, στην Γλυφάδα Αττικής, επί της οδού …, στη συνέχεια καταλήγει ότι ήταν νόμιμη η επίδοση της απόφασης ως άγνωστης διαμονής, διότι η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών δεν είχε τρόπο να πληροφορηθεί την πραγματική κατοικία του, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ίδιος κατά το χρόνο, που έγινε η επίδοση, δήλωνε ως κατοικία του στη φορολογική αρχή την αναφερόμενη στη μηνυτήρια αναφορά και δεν υπήρχε υποχρέωση της Εισαγγελίας να αναζητήσει περαιτέρω τη διεύθυνσή του. Η εν λόγω αιτιολογία, όμως, δεν είναι επαρκής, ενόψει του ότι εκλαμβάνει ως νόμιμη την επίδοση στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής, καίτοι δέχεται ως αποδειχθέν ότι ο κατηγορούμενος είχε γνωστή διαμονή, χωρίς να υπάρχει παραδοχή, ότι ο τελευταίος (κατηγορούμενος) γνώριζε, ότι έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για τη συγκεκριμένη πράξη, ώστε να έχει υποχρέωση να προβεί σε γνωστοποίηση της διεύθυνσης της κατοικίας του στην αρμόδια δικαστική (εισαγγελική) αρχή, ή ότι είχε διενεργηθεί σε βάρος του ανάκριση ή προανάκριση, κατά την οποίαν να είχε δηλωθεί ως διεύθυνση κατοικίας η οδός … στην Αμαλιάδα. Κατ’ ακολουθίαν αυτών και, αφού παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα των υπόλοιπων λόγων του αναιρετηρίου, πρέπει, κατά παραδοχή της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ), προκειμένου να κρίνει επί του παραδεκτού της έφεσης της αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου (δεδομένου ότι ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει επί του παραδεκτού ή όχι αυτής) και, αναλόγως προς τη σχετική κρίση του, είτε να απορρίψει και πάλι την έφεση ως εκπρόθεσμη, είτε να την κρίνει παραδεκτή και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την απόφαση με αριθμό 3125/23-10-2020 του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2021.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Ιανουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
30ον Αναγκαία η μνεία περιστατικών ή η επισύναψη εγγράφων στην έκθεση του ενδίκου μέσου για τους λόγους ανωτέρας βίας. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να δικαιολογούν πλήρως το εκρπόθεσμο της άσκησής του
ΑΠ 617/2021
Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 474 παρ. 2 ΚΠΔ, εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο, κατά τη συναγόμενη από το άρθρο 255 παρ.2 ΑΚ γενική αρχή του δικαίου, ότι κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, οφείλει να διαλάβει στη σχετική έκθεση τα περιστατικά της ανωτέρας βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν άσκησε εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο και συγχρόνως να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδεικνύονται τα περιστατικά αυτά. Αν δεν διαλάβει τέτοια περιστατικά στην έκθεση ή αν τα περιστατικά αυτά δεν αποδεικνύονται από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται και προσκομίζει, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται με άλλο έγγραφο και ειδικότερα υπόμνημα μεταγενέστερα είναι απαράδεκτη. Τέλος, ως ανώτερη μεν βία νοείται κάθε γεγονός εξαιρετικό και απρόβλεπτο, το οποίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν θα μπορούσε να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα ακραίας φροντίδας, εξαιρετικής επιμέλειας και ιδιαίτερης συναίνεσης, ανυπέρβλητο δε κώλυμα θεωρείται το γεγονός εκείνο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ασκούντος το ένδικο μέσο διαδίκου και δεν θα μπορούσε να υπερνικηθεί με κανένα τρόπο (ΑΠ 905/2019).
Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως διαπιστώνεται από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας για τον έλεγχο του παραδεκτού ή όχι της ασκηθείσας αναιρέσεως, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμό 307/2019 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία δημοσιεύτηκε με τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο Β. Α. του Α., παριστάμενο διά πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την απαγγελία της αποφάσεως, καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων στις 13-1-2020. Ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη από 3-3-2020 αίτηση αναιρέσεως, με επίδοση δηλώσεως στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 3-3-2020, δηλαδή πολύ μετά την πάροδο της οριζόμενης στο άρθρο 473 παρ.2 εικοσαήμερης προθεσμίας.
Στην αίτηση αναίρεσης προβάλλεται ως λόγος ανώτερης βίας, άλλως ανυπέρβλητου κωλύματος προς δικαιολόγηση της εκπρόθεσμης άσκησής της, η απουσία του αναιρεσείοντα για λόγους επαγγελματικούς, που αναφέρονται σε αιφνίδια και απρόοπτα επαγγελματικά συμβάντα, τα οποία απαιτούσαν την άμεση παρουσία του σε χώρες του εξωτερικού. Για την απόδειξη του προβαλλόμενου, ως άνω, λόγου ανώτερης βίας, ο αναιρεσείων επικαλείται και προσκομίζει τα σχετικά αεροπορικά εισιτήρια. Όπως παραπάνω αναφέρεται στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά την απαγγελία αυτής ο αναιρεσείων παρέστη διά πληρεξουσίου δικηγόρου, και όφειλε να ασκήσει την αναίρεση εντός της νόμιμης προθεσμίας από τη δημοσίευση της απόφασης. Άλλωστε, ο παραστάς δικηγόρος του είχε τη δυνατότητα να ασκήσει ο ίδιος την αίτηση αναιρέσεως μέσα στη νόμιμη προθεσμία χωρίς ειδική εντολή του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 465 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ.. Τέλος, σε κάθε περίπτωση η απουσία του αναιρεσείοντος στο εξωτερικό, εντός της εικοσαημέρου προθεσμίας, καλύπτει χρονικό διάστημα μόνον επτά (7) ημερών. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος (άρθρο 578 παρ.1 ΚΠοινΔ) και επίσης να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της υποστηρίζουσας τη κατηγορία (αρθ. 176, 183 ΚΠοινΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
31ον. Το ζήτημα της κατά τόπο αρμοδιότητας του Ποινικού Δικαστηρίου
ΑΠ 359/2020
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα του σχετικού αναιρετικού λόγου, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος προέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, εγγράφως, με καταχώρηση στα πρακτικά, και προφορική της ανάπτυξη, την ένσταση της κατά τόπο αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου, ισχυριζόμενος ότι για την εκδίκασή της, κατά τόπον αρμόδια Δικαστήρια είναι τα Δικαστήρια του Πειραιά, για το λόγο ότι “…η επίμαχη επιταγή εμφανίστηκε προς πληρωμή στην Τράπεζα με την επωνυμία “HSBC” και συγκεκριμένα στο Ναυτιλιακό κατάστημά της, στον Πειραιά επί της …, καθώς σε αυτό ορίστηκε ρητώς να γίνει η πληρωμή αυτής. Επομένως, και για τον ανωτέρω λόγο σε συνδυασμό με την αιτία εκδόσεως της επίμαχης επιταγής, ήτοι για την κάλυψη υπηρεσιών σε πλοίο, με αποτέλεσμα από την μη πληρωμή της να προκύπτει ναυτική διαφορά υπό την έννοια του νόμου για την εκδίκαση της οποίας, κατά τόπον αρμόδια Δικαστήρια είναι το τα Δικαστήρια του Πειραιά.”. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση, ο εν λόγω όμως συνήγορος του αναιρεσείοντος επανέφερε αυτήν με λόγο έφεσης και ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, ενεργούντος ως εφετείου, το οποίο επίσης την απέρριψε κατ’ ουσίαν με την πιο κάτω σκέψη:
“… η έκδοση της επίμαχης επιταγής δεν αποτελεί ναυτική διαφορά διότι, αν και ο κατηγορούμενος φέρεται ότι εξέδωσε αυτή στο πλαίσιο της επιχειρηματικότητας της εταιρείας, της οποίας είναι νόμιμος εκπρόσωπος, ήτοι της διαχείρισης φορτηγών πλοίων, το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και ο τόπος τέλεσης του αδικήματος είναι ο τόπος έκδοσης αυτής. Κατόπιν αυτών και εφόσον οι επίμαχες επιταγές φέρεται ότι εκδόθηκαν στο …, το παρόν δικαστήριο είναι κατά τόπο αρμόδιο και θα πρέπει να απορριφθεί η ένσταση που προέβαλε ο κατηγορούμενος της κατά τόπο αναρμοδιότητας.” Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας δεχόμενο ότι, εφόσον, κατά τα αναγραφόμενα στην ως άνω επιταγή, τόπος εκδόσεως ήταν το …, αρμόδιο για την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης είναι το δικάσαν Δικαστήριο, ορθώς απέρριψε την ένσταση με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ο σχετικός (2ος) λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ (πρώην Η’) Κ.Ποιν.Δ., για υπέρβαση εξουσίας, με την έννοια ότι παρά την αναρμοδιότητα κατά τόπο του δικάσαντος Δικαστηρίου προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης και στην καταδίκη του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη στην ουσία της και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
32ον.Το ζήτημα του περιεχομένου του κλητηρίου θεσπίσματος στο έγκλημα της επιταγής
ΑΠ 359/2020
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, της προσβαλλόμενης ΑΤ1669/2019 δευτεροβάθμιας απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και των οικείων πρακτικών, σε συνδυασμό με την πρωτόδικη ΣΤΜ4481/2018 απόφαση και τα σχετικά πρακτικά του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καθώς και την με αριθμό 52009/18.06.2018 έφεση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου κατά της πρωτόδικης απόφασης, προβλήθηκε κατά την πρωτοβάθμια δίκη από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, επειδή στο επιδοθέν σ’ αυτόν κλητήριο θέσπισμα α) δεν περιέχονται τα πλήρη στοιχεία του και συγκεκριμένα σ’ αυτό αναγράφεται “… Καλούμε τον Δ. Τ. του Γ. …” αντί του ορθού “…Καλούμε τον Δ. – Μ. Τ. του Γ. – Ε….”, β) δεν αναφέρεται ο αριθμός λογαριασμού του δικαιούχου, και γ) το ποσό, για το οποίο εκδόθηκε, η επιταγή είναι εσφαλμένο, καθώς αναφέρεται σε ευρώ, αντί του ποσού των δολλαρίων Η.Π.Α. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών απέρριψε την παραπάνω ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος αναφορικά με τα στοιχεία του αναιρεσείοντος σιωπηρώς, ενώ με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε αυτήν, κατά τα λοιπά, πλην όμως με παρεμπίπτουσα απόφασή του συμπλήρωσε τα πλήρη στοιχεία αυτού και στη συνέχεια με την ΣΤΜ4481/2018 απόφασή του κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την προαναφερόμενη έφεση, με ειδικό λόγο της οποίας (μεταξύ άλλων) πλήττει την πρωτόδικη απόφαση για εσφαλμένη απόρριψη της ένστασης ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, που επιδόθηκε σ’ αυτόν, επικαλούμενος τους ίδιους λόγους που είχε προβάλει και κατά την πρωτοβάθμια δίκη. Κατά την εκδίκαση της έφεσης ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, ο αναιρεσείων, δια του συνηγόρου του, επανέφερε τον ίδιο αυτοτελή ισχυρισμό, ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, διατυπωμένο σε γραπτό κείμενο, που αναπτύχθηκε προφορικά και καταχωρίστηκε στα πρακτικά. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, ως ουσιαστικά αβάσιμο, με το εξής αιτιολογικό:
“Επειδή η εκκαλούμενη απόφαση σιωπηρά απέρριψε την ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος ως προς το όνομα του κατηγορουμένου και μετά το συμπλήρωσε, έχει καλυφθεί η ακυρότητα. Σε κάθε δε περίπτωση δεν προκύπτει αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του κατηγορουμένου από τη μη αναφορά του δεύτερου ονόματος και του πατρωνύμου και επομένως δεν οδηγεί σε παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Εφόσον, μάλιστα, με τα ίδια στοιχεία δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο και επομένως πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, η αναφορά του λογαριασμού στο κλητήριο θέσπισμα δεν είναι απαραίτητη διότι αυτή (αναφορά λογαριασμού) δεν είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγή. Ενώ, το ότι στο κλητήριο θέσπισμα αναφέρεται το ποσό σε ευρώ, ενώ είναι σε δολάρια, οπότε δεν αναφέρεται το ύψος του ποσού που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δεν οδηγεί σε ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, διότι εφόσον αναφέρεται ο αριθμός της επιταγής από την αποδεικτική διαδικασία θα προκύψει το ποσό, το οποίο είναι σε δολάρια και επομένως πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος.” Υπό τα ανωτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας ορθώς και με πλήρη αιτιολογία απέρριψε ως αβάσιμη την προταθείσα ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και με το να μην κηρύξει άκυρο για τους ως άνω λόγους το επιδοθέν στον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα, και να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της σχετικής ακυρότητας της διαδικασίας που δεν καλύφθηκε. Επομένως, ο σχετικός λόγος (1ος) αναίρεσης, που προβάλλεται από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ για σχετική ακυρότητα που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Περιβάλλον και Δίκαιο, 2018, σελ. 384 επ. (ανάτυπο σε μορφή pdf).
Ευαγγελία Γάκη, Δικαστικός Λειτουργός, Υπ. Διδ. Νομικής Δ.Π.Θ.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ
INTRODUCTION TO GREEN CRIMINOLOGY IN THE 21st CENTURY
Τα τελευταία χρόνια, έχει αναπτυχθεί το ενδιαφέρον περί την πράσινη εγκληματολογία (green criminology).
Στην Ελλάδα, όμως της βαθειάς οικονομικής ύφεσης, η πράσινη εγκληματολογία, δεν εξελίσσεται ως όφειλε. Η λίστα των περιβαλλοντικών βλαβών που καλούμαστε να θεραπεύσουμε, αυξάνεται με τάχιστους ρυθμούς, λόγω της ηθελημένης ή μη αδράνειας μας.
Στο παρόν άρθρο, επιχειρείται μια θεωρητική προσέγγιση της πράσινης εγκληματολογίας μέσα από αρθρογραφίες ξένων εγκληματολόγων και μια ενδεικτική προβολή των ήδη συσσωρευμένων βλαβών του περιβάλλοντος (ανθρώπινη ζωή- μη ανθρώπινη ζωή -οικοσύστημα).
Εισαγωγή: Η «πράσινη εγκληματολογία» ασχολείται με τα εγκλήματα και τις βλάβες που επηρεάζουν το φυσικό περιβάλλον και ως εκ τούτου τον πλανήτη, καθώς και τις σχετικές επιπτώσεις που έχουν αυτά στην ανθρώπινη και μη ανθρώπινη ζωή. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν προτάθηκε ο όρος, για πρώτη φορά από τον Lynch (1990), μέχρι και σήμερα, έχει εξελιχθεί σε μια διακριτική και εύφορη περιοχή μελέτης, από εγκληματολόγους με ένα ευρύ φάσμα ερευνητικών ενδιαφερόντων και θεωρητικών κατευθύνσεων (βλ. Beirne και South 2007, South και Brisman 2013, White 2010). Έχει δημιουργηθεί έντονη συζήτηση ως προς το κατά πόσο η «πράσινη εγκληματολογία» αποτελεί θεωρία ή προοπτική (South 1998, White 2008, Ruggiero και South 2010). Ο R. White (2008) πρότεινε τον ορισμό «περιβαλλοντική εγκληματολογία», αλλά αυτός ο όρος μπορεί πολύ εύκολα να συγχέεται με την καθιερωμένη περιγραφή των προτύπων εγκληματικότητας και τα χαρακτηριστικά του αστικού περιβάλλοντος. Άλλες προτάσεις περιλαμβάνουν, τον ορισμό της ως «οικολογικό έγκλημα». Ειδικότερα, με τον ορισμό αυτό ο Walters (2010) υποστηρίζει ότι «θα μπορούσε να καλύψει τους υπάρχοντες νομικούς ορισμούς του περιβαλλοντικού εγκλήματος, καθώς και τις κοινωνιολογικές αναλύσεις των περιβαλλοντικών βλαβών και όχι απαραίτητα αυτών που καθορίζονται από το νόμο». Άλλος ορισμός, ήταν ως «συντηρητική εγκληματολογία» (Gibbs, 2010) με την πιο πρόσφατη πρόταση του White (2013) εκ νέου, ως «οίκο- παγκόσμια εγκληματολογία». Εκτός των ανωτέρω ορισμών όμως, οι εγκληματολόγοι χρησιμοποιούν πιο συχνά τον όρο «πράσινη εγκληματολογία», για να περιγράψουν τη μελέτη του οικολογικού, περιβαλλοντικού ή πράσινου εγκλήματος ή βλάβης, καθώς και τα συναφή θέματα του ειδισμού- σπισισμού (Beirne 1999, 2009) αλλά και της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης- αδικίας, ανομίας (Lynch και Stretesky, 2003).
Τι αφορά λοιπόν η πράσινη εγκληματολογία; Η πράσινη εγκληματολογία ασχολείται με τη μελέτη των περιβαλλοντικών βλαβών, της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και εν γένει τη προστασία του περιβάλλοντος (ποινικό, αστικό και διοικητικό δίκαιο για τη διαχείριση, την προστασία και τη διατήρηση του περιβάλλοντος και των ειδών, αλλά και την διαχείριση των αρνητικών συνεπειών συγκεκριμένων βιομηχανικών διεργασιών) (White 2008, 2011). Σε γενικές γραμμές, η πράσινη εγκληματολογία εστιάζει σε θέματα σχετικά με το περιβάλλον (με την ευρύτερη δυνατή έννοια) και της βλάβης (όπως ορίζεται στο οικολογικό και νομικό πλαίσιο). Οι εγκληματολόγοι, κατηγοριοποιούν ως εκ τούτου τα περιβαλλοντικά εγκλήματα με ποικίλους τρόπους, και το πώς το κάνουν έχει συνέπειες για τη μελέτη τους. Για παράδειγμα, ο E.Carrabine (2004) διαχωρίζει τα περιβαλλοντικά εγκλήματα σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια. Ως πράσινα εγκλήματα, γενικότερα, ορίζονται αυτά που είναι ευρέως κατά του περιβάλλοντος. Πρωτοβάθμια εγκλήματα, είναι εκείνα τα εγκλήματα που προκύπτουν άμεσα από την καταστροφή και την υποβάθμιση των πόρων της γης μέσα από ανθρώπινες ενέργειες και δευτεροβάθμια είναι τα εγκλήματα που προκύπτουν από την καταπάτηση των κανόνων, που επιδιώκουν να ρυθμίσουν τις περιβαλλοντικές βλάβες/καταστροφές. Η πρώτη σειρά των εγκλημάτων σχετίζεται με τις βλάβες αυτές κάθε αυτές, ενώ η δεύτερη αφορά παραβιάσεις του νόμου ή κανονισμού που σχετίζονται με την περιβάλλον.
Όπως αναφέρθηκε, η «πράσινη εγκληματολογία» είναι ένας γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να καλύψει και να συλλάβει τη μελέτη της οικολογίας ή τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος ή τις βλάβες και τα συναφή θέματα του σπισισμού- ειδισμού και των περιβαλλοντικών αδικιών. Παρέχει μεθόδους, για την εξέταση των βλαβών, των αδικημάτων και εγκληματών που σχετίζονται με το περιβάλλον, διάφορων ειδών και του πλανήτη (Beirne και South 2007, 2014, Sollund 2008, South και Brisman 2013, White 2008, 2010). O Walters (2010) περιγράφει ότι «το οικολογικό έγκλημα καλύπτει τη μόλυνση του πόσιμου νερού, την υποβάθμιση του εδάφους και τη ρύπανση του αέρα και των γης (τα οποία) εκθέτουν τους ανθρώπους (συνήθως εκείνους στις φτωχές και μη αναπτυσσόμενες χώρες) σε σημαντικούς κινδύνους για την υγεία τους ». Όπως ο Walters επισημαίνει, τέτοιες πράξεις συχνά «συνδέονται με τη φτώχεια και την κοινωνική αποδιάρθρωση, καθώς και την ψυχική και σωματική εξασθένηση, των ανθρώπων που είναι θύματα των επιχειρήσεων οι οποίες εσκεμμένα παραβιάζουν τις περιβαλλοντικές συμφωνίες».
Ο Ruggiero και ο South (2010) έχουν περιγράψει το φαινόμενο της πράσινης εγκληματολογίας «ως τα εγκλήματα του βρώμικου κολάρου» σύμφωνα με τα οποία οι νόμιμες επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε ημι-νόμιμες ή παράνομες εξ ολοκλήρου εργασίες διάθεσης αποβλήτων, που φέρνουν σημαντικά κέρδη σε αυτές, συμβάλουν στη μόλυνση του περιβάλλοντος και βλάπτουν τη δημόσια υγεία ή δημιουργούν καταστροφές, όπως η κρίση των απορριμμάτων στη Νάπολη το 2008. Η απόρριψη αποβλήτων στο επίκεντρο της συγκεκριμένης περίπτωσης είναι ένα παράδειγμα του τι θα μπορούσε να ονομαστεί «καφέ έγκλημα». Ο White (2008) ορίζει τον όρο αυτό ως μέρος μιας τριπλή σειράς κατηγοριών περιβαλλοντικών εγκλημάτων σε «καφέ», «πράσινα» και «λευκά», τα οποία «καφέ» αναφέρονται στην αστική ζωή και σε συναφή με αυτή θέματα ρύπανσης, όπως η παραγωγή και η διάθεση των αποβλήτων (Block 2002,Ruggiero 1996), την παραγωγή και τη διανομή τοξικών χημικών ουσιών (Pearce και Tombs 2002, Ruggiero 1996), τη βιομηχανική ρύπανση και τα κοινωνικά προβλήματα που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή (Agnew 2012), των ανισοτήτων που σχετίζονται με τη θέση των μειονεκτούντων και των μειονοτικών κοινοτήτων κοντά σε τοξικές χωματερές (Pellow 2007), το παγκόσμιο εμπόριο ηλεκτρονικών αποβλήτων, (Gibbs, McGarrell και Axelrod 2010β, Interpol 2009), την ατμοσφαιρική ρύπανση, τις πετρελαιοκηλίδες, τα φυτοφάρμακα, τα εγκλήματα των τροφίμων, δηλαδή εγκλήματα που είναι αναμειγμένα με την παραγωγή, την διανομή και την πώληση των βασικών τροφίμων συμπεριλαμβάνοντας την καλλιέργεια, την αλιεία και την μαύρη αλιεία, την παρασκευή τροφίμων, τις παράνομες επιδοτήσεις (Croall, 2009). Η εγκληματικότητα των τροφίμων όμως, μοιράζεται πολλά στοιχεία και από την εταιρική εγκληματολογία, περιέχοντας ζητήματα και ενέργειες που μπορεί ν ανήκουν και σ αυτή και κινείται, ακόμη και στα λεπτά όρια του στενού ποινικού δικαίου (Lynch και Stretesky 2003).
Τα «πράσινα», που αναφέρονται σε θέματα διατήρησης της άγριας φύσης (π.χ. όξινη βροχή, την απώλεια της βιοποικιλότητας, την καταστροφή των οικοτόπων, την αποψίλωση και την καταστροφή του φυτικού και ζωικού κόσμου, τη παράνομη κλοπή και το εμπόριο ερπετών στη Νότια Αφρική (Herbig, 2010), τα εγκλήματα που σχετίζονται με την αλιεία, συμπεριλαμβανομένης της λαθροθηρίας (McMullan και Perrier 2002, Petrossian 2012), τη κακοποίηση των ζώων που περιλαμβάνει τόσο τη συστηματική χρήση των ζώων ως ιδιοκτησία, όσο και τη χρήση των ζώων στην γεωργία τα εργοστάσια και τα ενυδρεία (Beirne 2009, Sollund 2008), το παράνομο εμπόριο απειλούμενων ειδών που περιλαμβάνει πολλά διαφορετικά είδη ζώων (Wellsmith 2010), την παράνομη αγορά άγριας ζωής στην Αφρική, ιδίως το εμπόριο ελεφαντόδοντου (Lemieux και Clarke 2009) και το παράνομο εμπόριο άγριας ζωής στη Ρωσία (South και Wyatt 2011),) και τέλος τα «λευκά» που αναφέρονται στον αντίκτυπο των νέων τεχνολογιών και των εργαστηριακών πρακτικών (π.χ. δοκιμές και πειράματα σε ζώα, τη κλωνοποίηση, τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, τη βιοπειρατεία και τη βίο-αναζήτηση, ήτοι την εκμετάλλευση των φυσικών προϊόντων από τις παγκόσμιες βιομηχανίες και βιοτεχνολογίες.(South, 2009).
Υπάρχουν τρεις θεωρητικές προσεγγίσεις ως προς τη πράσινη εγκληματολογία, οι οποίες παρουσιάζουν διαφορετικές διαστάσεις της αδικίας και είναι σχετικές με μια συνολική εικόνα της οικολογικής δικαιοσύνης. Κάθε προσέγγιση ασχολείται με διαφορετικούς τύπους βλαβών.
Η πρώτη, η περιβαλλοντική δικαιοσύνη επικεντρώνεται στο ότι, ο καθένας έχει το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον. Αναφέρεται στην κατανομή των περιβαλλόντων μεταξύ των λαών, όσον αφορά την πρόσβαση και τη χρήση ειδικών φυσικών πόρων σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, και στις επιπτώσεις συγκεκριμένων κοινωνικών πρακτικών και περιβαλλοντικών κινδύνων σε συγκεκριμένους πληθυσμούς (π.χ. εθνικές μειονότητες). Με άλλα λόγια, η ανησυχία της επικεντρώνεται στους ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκονται στο κέντρο της ανάλυσης. Η εστίαση είναι στην ανθρώπινη υγεία και ευημερία και πώς αυτές επηρεάζονται από συγκεκριμένους τύπους παραγωγής και κατανάλωσης. Στα πλαίσια της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, είναι οι άνθρωποι που έχουν σημασία.
Η οικολογική δικαιοσύνη, στη συνέχεια αναφέρει, ότι τα ανθρώπινα όντα είναι απλώς κάποια στοιχεία των πολύπλοκων οικοσυστημάτων που πρέπει να διατηρήσουν για το δικό τους καλό, μέσω της έννοιας των δικαιωμάτων του περιβάλλοντος. Οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι για τη συντήρηση και τη διατήρηση της φύσης. Η οικολογική δικαιοσύνη ασχολείται με την ποιότητα της βιόσφαιρας και των δικαιωμάτων των μη ανθρώπινων ειδών, δίνοντας έμφαση στο ότι η περιβαλλοντική βλάβη κατασκευάζεται σε σχέση με τις έννοιες της οικολογικής βλάβης και τις καταστρεπτικές τεχνικές της ανθρώπινης παρέμβασης. Η οικολογική δικαιοσύνη, αναφέρεται στη σχέση του ανθρώπου εν γένει με το υπόλοιπο φυσικό κόσμο και περιλαμβάνει ανησυχίες σχετικά με την υγεία της βιόσφαιρας και πιο συγκεκριμένα με τα φυτά και τα ζώα που κατοικούν επίσης την βιόσφαιρα. Η κύρια ανησυχία της ανάγεται, στη ποιότητα του πλανητικού περιβάλλοντος και τα δικαιώματα των άλλων ειδών (ιδιαίτερα τα ζώα) να ζουν ελεύθεροι από τα βασανιστήρια, τη κακοποίηση και τη καταστροφή των ενδιαιτημάτων. Η εστίαση της επικεντρώνεται στο το πώς οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους, σε σχέση με τις πιθανές βλάβες και κινδύνους για συγκεκριμένα όντα και περιοχές, καθώς και τη βιόσφαιρα γενικότερα. Εντός του πλαισίου της οικολογικής δικαιοσύνης, είναι τα περιβάλλοντα και ειδικότερα τα οικολογικά συστήματα.
Τέλος, η δικαιοσύνη για τα δικαιώματα των ειδών, επικεντρώνεται στα μη-ανθρώπινα όντα και στο ότι έχουν δικαιώματα με βάση τις χρηστικές έννοιες (μεγιστοποίηση της απόλαυσης και ελαχιστοποίηση του πόνου), εγγενή αξία (δικαίωμα σεβασμού και θεραπείας) και την ηθική της υπεύθυνης φροντίδας. Βασική της έννοια είναι ο αντί-σπισισμός και τα δικαιώματα των ζώων.
(Ο ειδισμός- σπισισμός (speciesism), ορίζεται ως «(…) μια προκατάληψη ή μια προκατειλημμένη τοποθέτηση που ευνοεί τα ενδιαφέροντα των μελών ενός είδους ενάντια σε εκείνους στα μέλη άλλων ειδών» (Cazaux και Beirne 2006). Υπάρχουν, εντούτοις και άλλοι ορισμοί του σπισισμού που προχωρούν περαιτέρω για να τον καθορίσουν ως μια προκατάληψη έναντι των μελών ενός είδους. Ο σπισισμός αντιμετωπίζει την μη ανθρώπινη ζωή ως κατώτερη από το ανθρώπινο είδος, με τον ίδιο τρόπο που, ο σεξισμός και ο ρατσισμός αντιμετωπίζουν τις γυναίκες και τους ανθρώπους διαφορετικού χρώματος αντίστοιχα. Οι υποστηρικτές των δικαιωμάτων των ζώων υποστηρίζουν ότι υπάρχουν δύο είδη ζώων – ανθρώπινων και μη ανθρώπινων – και ότι και οι δύο έχουν δικαιώματα και συμφέροντα ως αισθανόμενα όντα. Επικεντρώνονται σε ζητήματα κακοποίησης των ζώων, δίνοντας έμφαση στο ότι η περιβαλλοντική βλάβη κατασκευάζεται σε σχέση με τη θέση των μη ανθρώπινων ζώων μέσα σε περιβάλλοντα και με το εγγενές δικαίωμά τους να μην υφίστανται κακοποίηση, βλάβη, ή ζημιά που προκύπτει από ανθρώπινες ενέργειες. (White 2008, 2013). Οι τελευταίοι πιστεύουν, ωστόσο, ότι η κυρίαρχη ιδεολογία του σπισισμού δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να αξιοποιήσουν τα μη ανθρώπινα ζώα ως εμπορεύματα για να φαγωθούν, και να εμφανίζονται ως θηράματα που τεμαχίζονται προς όφελός τους. Η δικαιοσύνη των ειδών, όπως λέγεται, περιλαμβάνει την ευημερία των ζώων και των δικαιωμάτων τους που θα πρέπει να σχετίζονται με την οίκο-δικαιοσύνη. Στο πλαίσιο της δικαιοσύνης των ειδών, είναι τα ζώα που έχουν σημασία.
Αυτές οι τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις, αποτελούν την προοπτική της πράσινης εγκληματολογίας.
Οι πράσινοι εγκληματολόγοι, ως μεγαλύτερη απειλή για τα περιβαλλοντικά δικαιώματα, την οικολογική δικαιοσύνη και τη μη-ανθρώπινη ζωή, αναφέρουν τις δομές της κοινωνίας και τις πιέσεις που το περιβάλλον δέχεται από αυτή, ώστε να εμπορευματοποιηθούν όλες οι πτυχές της κοινωνικής ύπαρξης, με σκοπό την εκμετάλλευση των ανθρώπων, των μη ανθρώπινων ζώων και των φυσικών πόρων, με σκοπό να τίθεται το όφελος των ισχυρών πάνω από τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας.
Έτσι για κάποιους, η τεχνολογία θεωρείται ότι διευκολύνει την περιβαλλοντική βλάβη. Ο κινητήρας του αυτοκινήτου, το εργοστάσιο, ο ελκυστήρας, ο σταθμός παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα, ο λιγνίτης, το φράγμα, το λίπασμα, δημιουργούν το πρόβλημα. Σαν απάντηση, προτείνεται η μείωση της τεχνολογίας. Ο Davison (2004) επισημαίνει ότι, «οι τεχνολογίες της γενετικής, της βιολογίας, της ενέργειας, έχουν πληροφορίες που δεν μπορούν να ταξινομηθούν σε καλές και κακές, βιώσιμες και μη βιώσιμες». Αυτό που μετράει είναι οι συγκεκριμένες κοινωνικές και οικολογικές συνθήκες κάτω από τις οποίες χρησιμοποιούνται και εφαρμόζονται οι τεχνολογίες. Το κοινωνικό πλαίσιο της τεχνολογικής χρήσης και της ανάπτυξης της είναι, επομένως, ζωτικής σημασίας.
Γι άλλους εγκληματολόγους, θεωρείται υπεύθυνος ο πληθυσμός. Ο υπερπληθυσμός είναι συχνά ο πιο σημαντικός παράγοντας για την οικολογική καταστροφή. Με απλά λόγια, υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι στον πλανήτη για να είναι σε θέση ο πλανήτης να τους στηρίξει. Η λύση είναι να μειωθεί ο αριθμός των ατόμων, αν θέλουμε να επιβιώσουμε. Και πάλι, είναι αλήθεια ότι τα πολλά δισεκατομμύρια άνθρωποι στο πλανήτη συμβάλλουν στην υπερθέρμανση του, την απώλεια της βιοποικιλότητας και την αύξηση των αποβλήτων και της ρύπανσης, αλλά το να κατηγορείς τον πληθυσμό ρίχνει το πρόβλημα σε πολύ αφηρημένο επίπεδο. Η αύξηση του πληθυσμού είναι ουσιαστικά συνδεδεμένη με την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση στο βαθμό που οι πιο εύποροι έχουν μικρότερη τάση να αναπαράγονται στον ίδιο βαθμό με εκείνους που έχουν μικρή οικονομική δυνατότητα.
Τέλος, μια μερίδα αυτών υποστηρίζει ότι, ο καπιταλισμός είναι υπεύθυνος. Ακόμη και με μια βιαστική εξέταση της δεσπόζουσας παγκόσμιας πολιτικής οικονομικής τάσης αποκαλύπτεται η στενή σχέση ανάμεσα στον καπιταλισμό ως σύστημα και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Οι βασικές πτυχές της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας περιλαμβάνουν τη συσσώρευση του χρήματος στους ισχυρούς. Η οικονομική μηχανή βασίζεται στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, των ανθρώπινων ζώων και των ανθρώπων. Η σφαίρα της παραγωγής κυριαρχείται, από την παραγωγή εμπορευμάτων, την πρόοδο της τεχνολογίας και της βίο-τεχνολογίας, την εκμετάλλευση της εργασίας (τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες) και την υπηρεσία της μαζικής παραγωγής των αγαθών και υπηρεσιών που έχουν υψηλό ποσοστό κύκλου εργασιών. Η εκτεταμένη και η εντατική μορφή κατανάλωσης είναι απαραίτητες για την υλοποίηση της υπεραξίας, διότι το κέρδος εξαρτάται από μια κρίσιμη μάζα αγοραστών που αγοράζουν μαζικά παραγόμενα εμπορεύματα. Η σχέση μεταξύ της παραγωγής και της κατανάλωσης βρίσκεται με τη μορφή συγκεκριμένων διαδικασιών διανομής (π.χ. μεταφορά αγαθών και υπηρεσιών, καταστήματα λιανικής πώλησης, αποθήκευσης, δρόμοι, σιδηρόδρομοι, γέφυρες, και πλοία) και μηχανισμών ανταλλαγής (π.χ. χρηματιστικού κεφαλαίου, διαθεσιμότητα πιστώσεων) και η διατήρηση της θα συμβάλει, στην εκτεταμένη χρήση των φυσικών και ανθρώπινων πόρων. Η οικονομική αποδοτικότητα μετράται σε πόσο γρήγορα και φτηνά εμπορεύματα μπορούν να παραχθούν, διοχετεύονται στις αγορές, και καταναλώνονται με μια διαδικασία εγγενώς εκμεταλλευτική των ανθρώπων και της φύσης. Στην ουσία, ο ανταγωνισμός των εταιρειών και τα απόβλητα που αυτές παράγουν, έχουν τεράστιο αντίκτυπο στο ευρύτερο περιβάλλον, στον άνθρωπο και στα μη-ανθρώπινα ζώα (για παράδειγμα, με τη μορφή των επιπέδων ρύπανσης και την τοξικότητα στον αέρα, το νερό και τη γη). Αυτές οι ίδιες διαδικασίες δημιουργούν μεγάλες απειλές για τη βιοποικιλότητα και τη συρρίκνωση του αριθμού των ειδών φυτών και ζώων γενικότερα. Αυτό σχετίζεται τόσο με το νόμιμο όσο και με το παράνομο εμπόριο των ειδών, καθώς και με την μαζική βιομηχανική παραγωγή και εκτεταμένη χρήση των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Η μαζικοποίηση, δηλαδή, η μαζική παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, μεταξύ άλλων διευκολύνεται από τεχνολογίες, όπως το διαδίκτυο, αλλά παρ ‘όλα αυτά συνοδεύεται από την απλοποίηση των αναλώσιμων συμπεριλαμβανομένων και των τροφίμων (π.χ. λιγότερες ποικιλίες ντομάτας ή καλαμπόκι) και άλλα αγαθά και υπηρεσίες, οι οποίες ανάγονται σε ένα στενό εύρος επιλογών (π.χ. διαφορά μεταξύ των συγκεκριμένων προϊόντων είναι επιφανειακή και όχι ουσιαστική). Οι συστημικές επιταγές, επιτάσσουν ότι οι «φυσικοί πόροι» υπόκεινται σε διαδικασίες εμπορευματοποίησης: δηλαδή, η μετατροπή των υφιστάμενων ή δυνητικών αξιών χρήσης σε ανταλλακτικές αξίες (για παράδειγμα, το καθαρό πόσιμο νερό γίνεται κάτι που πρέπει να αγοράζεται και να πωλείται μεταξύ των καταναλωτών, αντί να είναι ένα δικαίωμα για τους πολίτες).
Τα τέσσερα στοιχεία, νερό, αέρας, γη, ήλιος (ενέργεια) – μετατρέπονται σε κάτι που παράγει αξία για τα ιδιωτικά συμφέροντα. Ο καπιταλισμός πάντα ψάχνει για πράγματα που μπορούν να μετατραπούν από απλές αξίες χρήσης (δηλαδή, τα αντικείμενα της ανάγκης) σε ανταλλακτικές αξίες (δηλαδή, αγαθά που παράγονται για την ανταλλαγή). Αυτό εκτείνεται και στη «φύση» όπως κάνει σε άλλα είδη αντικειμένων. Η οικειοποίηση της φύσης οδηγεί στη στροφή των φυσικών πόρων σε εμπορεύματα, και την εδραίωση της ανισότητας μέσω της παγκόσμιας αγοράς. Πράγματι, η εκβιομηχάνιση της γεωργίας (που περιλαμβάνει αφενός τη χρήση των σπόρων της και αφετέρου την χρήση των προϊόντων της ως διπλωματών ευρεσιτεχνίας, βίο-πειρατεία) είναι μία από τις μεγαλύτερες απειλές για τη βιοποικιλότητα μη γνωρίζοντας και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των νέων εξελίξεων στον τομέα των τροφίμων.(Croall 2009).
Ένας αντίκτυπος των μη βιώσιμων περιβαλλοντικών πρακτικών είναι η πίεση που ασκείται στις εταιρείες να αναζητήσουν νέους πόρους (φυσικούς και ανθρώπινους) για την εκμετάλλευση, διότι τα υπάρχοντα αποθέματα εξαντλούνται λόγω της υπερεκμετάλλευσης και της μόλυνσης από τα απόβλητα. Η ίδια η φύση γίνεται μια χωματερή, ιδιαίτερα στους αόρατους χώρους των ανοικτών θαλασσών και σε υπόγειους χώρους της. Η εξόρυξη των μη ανανεώσιμων ορυκτών και ενέργειας, χωρίς ανάπτυξη κατάλληλων εναλλακτικών λύσεων, η υπερβολική συγκομιδή των ανανεώσιμων πόρων, όπως τα ψάρια και από το δάσος τα ξύλα, τα προβλήματα διάθεσης των απόβλητων, η ρύπανση που σχετίζεται με τους μετασχηματισμούς της φύσης, την καύση των ορυκτών καυσίμων και τη χρήση των αναλωσίμων, όλα αυτά συνηγορούν στην εκτεταμένη βλάβη του περιβάλλοντος. Ο εταιρικός αποικισμός της φύσης – οι γενετικές αλλαγές σε καλλιέργειες τροφίμων, η χρήση των δασικών φυτειών που μειώνει τη βιοποικιλότητα, οι μέθοδοι της τεχνολογίας που υποβαθμίζουν τη γη και τους ωκεανούς και επηρεάζουν την ανάπτυξη και την ευημερία των ειδών, η καταστροφή των οικοτόπων και η εκμετάλλευση συγκεκριμένων φυτών και των ζώων. Οι στρατηγικές που τα έθνη-κράτη χρησιμοποιούν για τις περιβαλλοντικές βλάβες, εξαρτώνται από τα ταξικά συμφέροντα που συνδέονται με την πολιτική εξουσία.
Ο Μax Weber, αναφέρει ότι ο άνθρωπος, από την εποχή του Διαφωτισμού μέχρι και σήμερα, έχει επιδοθεί σε μια προσπάθεια «τυπικής εκλογίκευσης της φύσης». Ο ίδιος σε μια επίσκεψη του στην Αμερική το 1946, προειδοποίησε ότι, «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο σύγχρονος καπιταλιστικός πολιτισμός είναι που συνδέεται με την απερίσκεπτη κατανάλωση φυσικών πόρων, για τις οποίες δεν υπάρχουν υποκατάστατα. Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί πόσο καιρό η παρούσα προμήθεια άνθρακα και σιδηρομεταλλεύματος θα διαρκέσει». (Weber, 1946).
Ένας μεγάλος αριθμός πολυεθνικών εταιρειών, ξεφεύγει από το νόμο και ενώ οι πράξεις ή παραλείψεις του προκαλούν βλάβη στο περιβάλλον, (Lynch, Stretesky και Hammond 2000), οι ίδιες απειλούν τους ακτιβιστές με μηνύσεις (Beder 2002, White 2005) και γενικά κάνουν τη ζωή δύσκολη σε εκείνους που προσπαθούν να εκθέσουν αδικίες τους (White 2008a). Σύμφωνα με τον Williams (1996), είναι σημαντικό να δοθεί ένας ορισμός του εγκλήματος ή της βλάβης του περιβάλλοντος, χρησιμοποιώντας τον όρο «ως συνέπεια» και όχι «προκλήθηκε από». Το τελευταίο δημιουργεί τεχνικές δυσκολίες, για την απόδειξη της αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στη περιβαλλοντική ζημία και τη πολυεθνική εταιρεία. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι υπάρχουν συχνά σκόπιμες αρνήσεις από τις εταιρείες, για την στοιχειοθέτηση της αιτιώδους σύνδεσης μεταξύ βλάβης του περιβάλλοντος και της πράξης ή παράλειψης της ίδιας και ως εκ τούτου, την αποφυγή της ευθύνης. Ο ίδιος, υποστηρίζει ότι αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά ζητήματα σε σχέση με το περιβάλλον στο βαθμό που «η πολυπλοκότητα της δημιουργίας αιτιώδης συνάφειας δημιουργεί μια εύκολη διαφυγή των δραστών, καθώς και η κλίμακα της αποκατάστασης είναι συνήθως τεράστια και έτσι το κίνητρο για να αποφύγει την ευθύνη είναι μεγάλο».
Σήμερα, στις περισσότερες περιπτώσεις, η δύναμη των πολυεθνικών εταιρειών, είναι άμεσα συνυφασμένη με την κρατική εξουσία. Αυτό βέβαια μπορεί να υπονομεύσει τις βασικές αρχές της δημοκρατίας και το δημόσιο ή εθνικό συμφέρον. Η δομή και η κατανομή των κοινωνικών πόρων μέσα στο έθνος-κράτος, έχει επίσης αντίκτυπο στο πώς τα περιβαλλοντικά ζητήματα είναι κοινωνικά και ιεραρχικά δομημένα. Οι δαπάνες για την πρόνοια, την υγεία, τις μεταφορές, την εκπαίδευση και άλλες μορφές κοινωνικών υποδομών, δημιουργούν μια μεγάλη διαφορά στις ζωές των ανθρώπων.
Η πρόσφατη δημοσιονομική κρίση (ιδιαίτερα αισθητή στις ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Ισπανία) και οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης σε αυτές, έχει ως αποτέλεσμα, οι χώρες αυτές να μειώσουν την προστασία του περιβάλλοντος, με την αύξηση καταστροφικών για το περιβάλλον δραστηριοτήτων, με σκοπό το βραχυπρόθεσμο οικονομικό κέρδος. Μολαταύτα, κάποια έθνη-κράτη, έχουν κατά τα τελευταία χρόνια δει με μεγαλύτερο ενδιαφέρον την ανάληψη κυβερνητικής δράσης στο τομέα του περιβάλλοντος, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού αφορά εθνικά οικονομικά συμφέροντα. Επιπλέον, η διασυνοριακή φύση της βλάβης του περιβάλλοντος είναι εμφανής σε μια ποικιλία από διεθνή πρωτόκολλα και συμβάσεις που ασχολούνται με θέματα όπως η παράνομη εμπορία ουσιών που καταστρέφουν το όζον, το ντάμπινγκ και παράνομη μεταφορά επικίνδυνων αποβλήτων, το παράνομο εμπόριο χημικών ουσιών, και παράνομη απόρριψη πετρελαίου και άλλων αποβλήτων στους ωκεανούς (Hayman και Brack 2002). Μια σημαντική ανησυχία σήμερα είναι ο πολλαπλασιασμός των αποβλήτων που προκύπτουν από τη διάθεση των δεκάδων χιλιάδων υπολογιστών, κινητών τηλέφωνων και άλλων συσκευών (ηλεκτρονικά απόβλητα).
Το διακρατικό περιβαλλοντικό έγκλημα εξακολουθεί να είναι στη διεθνή ατζέντα, με την επιφύλαξη των συστημικών περιορισμών που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ως διακρατικό περιβαλλοντικό έγκλημα κατά του περιβάλλοντος αναφερόμαστε σε: μη εξουσιοδοτημένες πράξεις ή παραλείψεις που είναι αντίθετες προς το νόμο και ως εκ τούτου υπόκειται σε ποινική δίωξη και επιβολή ποινικών κυρώσεων, εγκλήματα που περιλαμβάνουν κάποιο είδος διασυνοριακής μεταβίβασης και διεθνή ή παγκόσμια διάσταση και τα εγκλήματα που σχετίζονται με τη ρύπανση (του αέρα, των υδάτων και του εδάφους), τα εγκλήματα κατά της άγριας πανίδας (συμπεριλαμβανομένων παράνομο εμπόριο ελεφαντόδοντου, καθώς και ζώντων ζώων) και η παράνομη αλιεία της θάλασσας, (φάλαινες, δελφίνια και αστακό, καθώς και τα ψάρια). Αυτά είναι ο κύριος στόχος των εθνικών και διεθνών νόμων σχετικά με περιβαλλοντικά θέματα, και είναι οι κύριοι τομείς καθήκοντος για τους οργανισμούς όπως η Interpol. Μερικές από τις σημαντικότερες διεθνείς πρωτοβουλίες που ορίζουν επισήμως ορισμένες δραστηριότητες, ως αδικήματα περιλαμβάνουν (Forni 2010): Σύμβαση για την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης λόγω απόρριψης αποβλήτων και άλλων θεμάτων, Σύμβαση για το Διεθνές Εμπόριο Απειλούμενων Ειδών της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας, Διεθνής συμφωνία για την τροπική ξυλεία, Σύμβαση της Βιέννης για την προστασία της στιβάδας του όζοντος, Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος, Σύμβαση της Βασιλείας για τον έλεγχο των διασυνοριακών κινήσεων επικίνδυνων αποβλήτων και της διάθεσής τους, Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή, Πρωτόκολλο του Κιότο.
Το χάσμα μεταξύ της γενικής εγκληματολογίας και της πράσινης εγκληματολογίας εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι και σήμερα και, σύμφωνα με Lynch και Stretesky (2014), έχει τις ρίζες του στις τάσεις της κύριας εγκληματολογίας (ακόμα) «να αποκλείει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που σχετίζονται με τη μελέτη βλαβών και τις συνέπειές τους, οι οποίες θα έπρεπε να χωρέσουν μέσα στην πειθαρχία της εγκληματολογίας, αν η εγκληματολογία δεν ήταν τόσο στενά ορισμένη ».
Φαινομενολογία των εγκλημάτων κατά του περιβάλλοντος
α. Οικολογική καταστροφή. Η αλλαγή του κλίματος έχει συνδεθεί με διάφορους τύπους «φυσικών καταστροφών» που αναμένεται να αυξηθούν σε ένταση και συχνότητα στο εγγύς μέλλον. Αυτά περιλαμβάνουν φαινόμενα όπως οι πλημμύρες, οι κυκλώνες, τα ακραία θερμικά φαινόμενα και τα σκουπίδια.
Όπως αναλύεται σε αυτό το κεφάλαιο, τα στενά τομεακά συμφέροντα που ενσωματώνονται στην παρούσα κοινωνικοοικονομική δυναμική οδηγούν στην υπερθέρμανση του πλανήτη καθώς και στη πρόκληση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα που συμβάλλουν σε αυτό. Αντίθετα προς τα συγκεκριμένα αυτά συμφέροντα είναι τα ιδεώδη των «παγκόσμιων ανθρώπινων συμφερόντων» και της «οικολογικής ιθαγένειας». Η έκκληση της οικολογικής ιθαγένειας ως έννοιας πηγάζει εν μέρει από την αναγνώριση των καθολικών συμφερόντων που στηρίζουν τη σχέση των ανθρώπων με το περιβάλλον (Cullinan 2013). Ωστόσο, στη πραγματικότητα διακρίνουμε ότι λιγότερο υπεύθυνοι και λιγότερο ικανοί να αποκαταστήσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι αυτοί που επηρεάζονται χειρότερα από αυτήν (Higgins, P. (2010) Τα ειδικά συμφέροντα και τα δικαιώματα των φτωχών, των μειονεκτούντων και εκείνων που δεν ελέγχουν τα μέσα παραγωγής, απαλείφονται ουσιαστικά από τις ενέργειες των ισχυρών – ηγεμονικών εθνικών κρατών όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα αλλά και από τις διεθνικές εταιρείες που υποστηρίζονται από τα παγκόσμια συστήματα χρηματοδότησης.
Η καταστροφή του περιβάλλοντος με τρόπους που επηρεάζουν διαφορετικά, άνισα και καθολικά τον άνθρωπο, τα οικοσυστήματα και τα μη ανθρώπινα είδη μπορεί να θεωρηθεί ένα συγκεκριμένο είδος εγκλήματος. Η έννοια της οικολογικής καταστροφής, αποτελεί παράδειγμα αυτής της διαδικασίας καθορισμού των βλαβών. Ως οικολογική καταστροφή έχει οριστεί «η εκτεταμένη ζημιά, η καταστροφή ή η απώλεια οικοσυστημάτων μιας δεδομένης περιοχής, είτε από την υπηρεσία του ανθρώπου είτε από άλλες αιτίες, σε τέτοιο βαθμό ώστε η ειρηνική απόλαυση των κατοίκων αυτής της επικράτειας να έχει μειωθεί σημαντικά». (Higgens 2010). Όταν αυτό συμβαίνει ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης ενέργειας, τότε θεωρείται ότι έχει συμβεί ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Η έννοια της οικολογικής καταστροφής, έχει διερευνηθεί σε διεθνές επίπεδο τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960. (Higgens 2010). Για παράδειγμα, έγιναν σημαντικές προσπάθειες για να συμπεριληφθεί στα εγκλήματα που συνδέονται με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, αν και το τελικό έγγραφο αναφέρεται μόνο στον πόλεμο και στη βλάβη στο φυσικό περιβάλλον. Παρόλα αυτά, οι περιβαλλοντικοί ακτιβιστές και οι διεθνείς δικηγόροι συνέχισαν να προσπαθούν για την ενσωμάτωση της οικολογικής καταστροφής σε υπάρχοντες ποινικούς νόμους και διεθνείς πράξεις. (πρόσφατες προσπάθειες προσπάθησαν να καταστήσουν την οικολογική καταστροφή ως το πέμπτο διεθνές έγκλημα κατά της ειρήνης). Η στρατηγική επείγουσα ανάγκη και η ιδεολογική ώθηση γι ‘αυτό έχουν ενισχυθεί από τη θλιβερή ανεπαρκή αντίδραση στην παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη από τις κυβερνήσεις, ατομικά και συλλογικά, σε όλο τον κόσμο. Η κλιματική αλλαγή αλλάζει ραγδαία και ριζικά τη βάση της παγκόσμιας οικολογίας, αλλά πολύ λίγα ουσιαστικά μέτρα λαμβάνονται από τα κράτη ή τις εταιρείες για να συγκρατήσουν τους χειρότερους συντελεστές στο πρόβλημα.
Η ίδρυση του εγκλήματος της οικολογικής καταστροφής βασίζεται στην ιδέα της διαχείρισης της γης. Όπως επισημαίνει ο Walters (2010), «Η ιδιοκτησία σημαίνει ότι μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τη γη αλλά έχετε την ευθύνη να την φροντίσετε». Αντιστρόφως, η Γη μπορεί να θεωρηθεί ότι «κρατείται σε καθεστώς εμπιστοσύνης», με ανθρώπους που είναι υπεύθυνοι για την παροχή της απαιτούμενης διαχείρισης. Οι απειλές για τα δικαιώματα της φύσης μπορεί να θεωρηθούν, κατ ‘ουσίαν, ως έγκλημα της οικολογικής καταστροφής και επομένως να επιβληθούν κυρώσεις.
Η αλλαγή του κλίματος και η ανήλεη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων οδηγούν στη γενική εγκατάλειψη της καλής υγείας του πλανήτη. Οι «επιλογές» που στηρίζονται στην περιβαλλοντική εκμετάλλευση (των ανθρώπων και του μη ανθρώπινου κόσμου) προέρχονται από συστηματικές επιταγές για την εκμετάλλευση του περιβάλλοντος για την παραγωγή βασικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση. Με άλλα λόγια, το πώς τα ανθρώπινα όντα παράγουν, συνθέτουν και διαμορφώνουν τις καταστάσεις της ζωής τους είναι κοινωνικά συνυφασμένο με τρόπους που κυριαρχούνται από τα παγκόσμια εταιρικά συμφέροντα. Η δύναμη της ιδεολογίας και της πρακτικής των καταναλωτών εκδηλώνεται στον τρόπο με τον οποίο ορισμένες μορφές παραγωγής και κατανάλωσης γίνονται μέρος μιας κοινής λογικής που έχει ληφθεί να καλυφθούν οι συνήθειες της καθημερινής ζωής.
Οι συνήθεις λειτουργίες της επιχείρησης, μεμονωμένα και συλλογικά βασισμένες στην παραγωγή εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, με τη σειρά τους συμβάλλουν στην υπερθέρμανση του πλανήτη, όπως επισημαίνει η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος (2017):
Οι ατμοσφαιρικές συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα, μεθανίου και οξειδίου του αζώτου έχουν αυξηθεί σε επίπεδα χωρίς προηγούμενο τουλάχιστον για τα τελευταία 800.000 χρόνια.
Οι συστημικές πιέσεις που συνδέονται με τον παγκόσμιο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, οδηγούν αναπόφευκτα στην εκμετάλλευση ανθρώπων, οικοσυστημάτων και ειδών και στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος μέσω της ρύπανσης και των αποβλήτων, καθώς και της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της κλιματικής αλλαγής. Το πρόβλημα είναι το κυρίαρχο πολιτικό οικονομικό σύστημα. Τα περιβαλλοντικά «εγκλήματα» διαπράττονται κατά την επιδίωξη «συνήθων» επιχειρησιακών αποτελεσμάτων και περιλαμβάνουν «συνήθεις» επιχειρηματικές πρακτικές. (Friedrichs 2007). Αυτές οι εταιρείες του άνθρακα και του πετρελαίου λειτουργούν διασυνοριακά και συνεπάγονται τεράστιες επενδύσεις σε πόρους, προσωπικό και οικονομική δύναμη. Επίσης συγχωνεύονται (μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών) και επεκτείνονται (μέσω οριζόντιας και κάθετης ολοκλήρωσης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων). Τα «εγκλήματά» τους είναι περιστασιακά και νομικά αναγνωρισμένα (όπως στην περίπτωση της BP και της πετρελαιοκηλίδας του Κόλπου). Τις περισσότερες φορές, οι κοινωνικές και οικολογικές βλάβες που συνδέονται με τις επιχειρήσεις δεν είναι ποινικοποιημένες. Μερικοί συγγραφείς θεωρούν τις εταιρικές μορφές ως εγγενώς εγκληματογόνες. (Bakan, 2004). Κατά την άποψη αυτή, η εταιρία έχει σχεδιαστεί με ακρίβεια προκειμένου, πρώτον, να διευκολύνει τη συγκέντρωση επενδυτικού κεφαλαίου για μεγάλες επιχειρήσεις μέσω της πώλησης μετοχών στις εταιρείες. Αρχικά, οι επενδύσεις σχεδόν πάντα συνδέονταν με την επέκταση της παραγωγής. Σήμερα, οι περισσότερες επενδύσεις είναι κερδοσκοπικές (σε συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, δικαιώματα προαίρεσης και μετοχές). Δεύτερον, η εταιρία επιτρέπει τον διαχωρισμό της εταιρικής ταυτότητας από εκείνη του μετόχου. Εάν η επένδυση επιτύχει, ο μέτοχος λαμβάνει μερίσματα και οι μετοχές τείνουν να αυξάνονται σε αξία, ενώ εάν η επιχείρηση αποτύχει και αφήσει μεγάλα χρέη, αυτό δεν έχει καμία σχέση με τον μέτοχο που δεν έχει καμία ευθύνη.
Από αυτή την άποψη, το καθήκον των διευθυντών των εταιρειών είναι να μεγιστοποιήσουν τα συμφέροντα των μεριδιούχων (δηλαδή να αυξήσουν την απόδοση της επένδυσής τους) και δεν έχουν καθήκον να προωθήσουν, ή ακόμη και να εξετάσουν, οποιοδήποτε άλλο οικονομικό ή κοινωνικό συμφέρον. Ως εκ τούτου, το πρώτο καθήκον της εταιρείας είναι να κερδίσει χρήματα για τους μετόχους έχοντας ως απόρροια, τα διευθυντικά στελέχη να τοποθετούν πάντοτε τα συμφέροντα της εταιρείας τους πρώτα. Αυτό τους καθιστά αδίστακτους και πάντα πρόθυμους να εξωραΐζουν το κόστος και τις ζημιές, ανεξάρτητα από τις καταστροφικές βλάβες στις ζωές, στις πληγείσες κοινότητες και στο περιβάλλον αλλά και τα είδη που απειλούνται. (Bakan 2009). Όπου οι εταιρείες μπορούν να “ξεφύγουν” με την ανόητη περικοπή του κόστους, τις κερδοφόρες δραστηριότητες που είναι εντούτοις επιβλαβείς για τους άλλους, θα το κάνουν. Αυτή η ώθηση να δοθεί κέρδος πριν από οτιδήποτε άλλο είναι βαθιά ριζωμένη στη φύση του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Όπως παρατηρεί ο Robinson (2000, αναφερόμενος στο White, 2008), αυτό έχει παγκόσμιες συνέπειες όπως την περιβαλλοντική υποβάθμιση των χώρων διαβίωσης για πολλούς λαούς του κόσμου. Σε πολλά μέρη όπου ζουν μαύροι, φτωχοί ή ιθαγενείς λαοί, το πετρέλαιο, η ξυλεία και τα ορυκτά εξάγονται με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστρέφουν τα οικοσυστήματα και να καταστρέφουν την κουλτούρα και το βιοπορισμό τους. Τα απόβλητα τόσο από βιομηχανίες υψηλής και χαμηλής τεχνολογίας, σε μεγάλο βαθμό τοξικά, έχουν μολύνει τα υπόγεια ύδατα, το έδαφος και την ατμόσφαιρα. Η παγκοσμιοποίηση της χημικής βιομηχανίας αυξάνει τα επίπεδα των οργανικών ρύπων, όπως η διοξίνη, στο περιβάλλον. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις επιδιώκουν το μεγαλύτερο κέρδος και αναζητούν πάντα πράγματα που μπορούν να μετασχηματιστούν από απλές τιμές χρήσης (δηλαδή αντικείμενα ανάγκης) σε τιμές ανταλλαγής (δηλαδή αγαθά που παράγονται για ανταλλαγή). Αυτό επεκτείνεται στη «Φύση» όπως και σε άλλα είδη αντικειμένων. Για παράδειγμα, το «δωρεάν» (πχ νερό) πωλείται τώρα στον καταναλωτή για μια τιμή (π.χ. εμφιαλωμένο νερό ή μετρημένο νερό). Στην πραγματικότητα, η κατανάλωση έχει τεθεί στην υπηρεσία της παραγωγής υπό την έννοια ότι οι αποφάσεις και οι πρακτικές των καταναλωτών ενσωματώνονται σε ό, τι πραγματικά παράγεται και πώς παράγεται. Η ιδιοποίηση της φύσης δεν συνεπάγεται απλώς τη μετατροπή των φυσικών πόρων σε καταναλωτικούς και την εδραίωση της ανισότητας μέσω της παγκόσμιας αγοράς, αλλά συχνά περιλαμβάνει την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου μέσα από τα προϊόντα της βιολογικά και φυσικά. Έχει παρατηρηθεί, για παράδειγμα, ότι «μια παραγωγική φύση μετατρέπεται σε μια συγκεκριμένα καπιταλιστική φύση» (O Connor,1994), με τη μορφή γενετικών αλλαγών στις καλλιέργειες τροφίμων, την καταστροφή της βιολογικής ποικιλομορφίας μέσω της εκτεταμένης χρήσης της η την δασοκομία των φυτειών και ούτω καθεξής. Πράγματι, η εκβιομηχάνιση της γεωργίας (που ενσωματώνει τη χρήση σπόρων και άλλων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας) αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες απειλές για τη βιοποικιλότητα, καθώς αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες της διάβρωσης της φυτικής γενετικής και της ποικιλίας των ειδών. Τα βασικά μέσα ζωής των ανθρώπων ανασυγκροτούνται και αναδιοργανώνονται μέσω των παγκόσμιων συστημάτων παραγωγής (Croall 2007) και σε πολλές περιπτώσεις οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των νέων εξελίξεων στην περιοχή των τροφίμων δεν είναι ακόμα γνωστές.
Οι δράστες της υπερθέρμανσης του πλανήτη τείνουν να είναι οι ίδιοι: οι εθνικές και οι διεθνικές εταιρείες. Σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχει ευρεία κρατική στήριξη για την επικίνδυνη επιχείρηση που συμβάλλει στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Οι βιομηχανίες πετρελαίου και άνθρακα, οι «βρώμικες» βιομηχανίες, εξακολουθούν να είναι προνομιακές, η υδραυλική ρωγμάτωση του άνθρακα εξακολουθεί να απειλεί τις πρώτες γεωργικές εκτάσεις και η εξόρυξη φυσικών πόρων εξαρτάται από τη διερεύνηση πετρελαιοκηλίδας, τα μεγάλα ορυχεία και την καταστροφή του βουνού. Η έκταση και ο ρυθμός εξόρυξης πόρων είναι άμεσος και ιδιαίτερος. Η Αυστραλία είναι ένα παράδειγμα αυτού, καθώς συνεχίζει να διαταράσσει τις περιφέρειες και να θέσει σε κίνδυνο τον Μεγάλο Κοραλλιογενή Ύφαλο προκειμένου να επωφεληθεί από την κινεζική ζήτηση για τους φυσικούς πόρους της.
Όσον αφορά την αλλαγή του κλίματος, οι εταιρικοί και κρατικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους προκαλούν ζημιά μέσω της άρνησης ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλείται από την ανθρώπινη δραστηριότητα, αλλά και τον μειωμένων προσπαθειών για την άμβλυνση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.
Όπως έχει τονίσει αυτό το κεφάλαιο, τα συμφέροντα των ισχυρών συνδέονται όλο και περισσότερο με τη μείωση της γενναιοδωρίας της Φύσης στην επιδίωξη της οικονομικής βιωσιμότητας και ανάπτυξης τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τα κράτη. Ωστόσο, η ανθρώπινη διαβίωση βασίζεται στη χρήση ενός συνδυασμού ανανεώσιμων πόρων (π.χ. γλυκού νερού, δασών, γόνιμων εδαφών) και μη ανανεώσιμων πόρων (π.χ. πετρελαίου και ορυκτών) και της ικανότητας του πλανήτη να παρέχει μια σειρά φυσικών πηγών αγαθά και υπηρεσιών. Στο πλαίσιο των ήδη εμφανών απειλών από την υπερθέρμανση του πλανήτη και των κλιματικών αλλαγών, είναι ανάγκη να βρεθούν νέοι τρόποι διαπραγμάτευσης του εύθραυστου και αμφισβητούμενου τοπίου της οικονομικής, οικολογικής και πλανητικής ευημερίας.
Αυτό απαιτεί κριτική εξέταση των συστημάτων παραγωγής και κατανάλωσης και λεπτομερείς αναλύσεις της επιχειρηματικής δραστηριότητας και των επιχειρηματικών πρακτικών, αλλά και την υπεράσπιση των ανθρώπινων όντων, των οικοσυστημάτων και των ειδών που δεν ανήκουν στον άνθρωπο..
Επιπλέον, οι μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες του κόσμου οφείλουν είτε να επενδύουν σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, είτε να μειώνουν σημαντικά τις επενδύσεις τους σε αυτό.
Θα πρέπει λοιπόν να εξαναγκαστούν από το νόμο να προχωρήσουν σε αυτή τη διαδικασία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά και στη πληρωμή του κόστους από την αποσταθεροποίηση του κλίματος.
Ένας λοιπόν υψηλός φόρος στον άνθρακα θα ήταν ένας τρόπος να επιστρέφεται στην κοινωνία ένα μερίδιο από τα κέρδη. Ένας άλλος τρόπος θα ήταν τα κράτη να ζητήσουν πολύ υψηλότερα ποσοστά από τα δικαιώματα για την εξόρυξη πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, με τα έσοδα να κατατίθενται σε ταμεία καταπιστευμάτων. Σε περίπτωση που οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων αντισταθούν τότε θα πρέπει να επιβάλλονται σκληρές κυρώσεις όπως αυστηρά πρόστιμα και ανάκληση των αδειών λειτουργίας τους.
Η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει θα πρέπει να εφαρμοστεί και για τις ένοπλες δυνάμεις, τις εταιρείες οπλικών συστημάτων, αυτοβιομηχανίες, ναυτιλιακές και αεροπορικές.
Οι πολίτες λοιπόν δεν είναι απρόθυμοι να επωμιστούν το οικονομικό βάρος της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, αλλά δεν ανέχονται την λογική των μονόπλευρων θυσιών, η οποία απαιτεί από τους απλούς ανθρώπους να πληρώνουν υψηλότερες τιμές για υποτιθέμενες πράσινες εναλλακτικές λύσεις, ενώ οι εταιρείες αποφεύγουν οποιοδήποτε περιορισμό όχι μόνο αρνούνται να αλλάξουν στάση, αλλά και περνούν στην αντεπίθεση, αυξάνοντας τις ρυπογόνες δραστηριότητες τους.
β. τα ηλεκτρονικά απόβλητα. Η εξέλιξη και η αύξηση της αγοράς προσωπικών ηλεκτρονικών οδήγησε στην ετήσια παραγωγή υπερβολικής ποσότητας επικίνδυνων ηλεκτρονικών αποβλήτων. Τα ηλεκτρονικά απόβλητα αποτελούνται από ηλεκτρονικά προϊόντα (υπολογιστές, τηλεοράσεις, βίντεο, κινητά τηλέφωνα, συσκευές αναπαραγωγής MP3 κ.λπ.) που έχουν φτάσει στο τέλος της ωφέλιμης ζωής τους (όπως αποφασίστηκε από τον καταναλωτή) και πρέπει να απορριφθούν. Τα περισσότερα από αυτά τα προϊόντα θα μπορούσαν να επαναχρησιμοποιηθούν, να ανακατασκευαστούν ή να ανακυκλωθούν, αλλά πολλά καταλήγουν στο ρεύμα των ηλεκτρονικών αποβλήτων που περιβάλλουν τον πλανήτη. Τα ηλεκτρονικά απόβλητα αποτελούν διεθνή ανησυχία, καθώς ορισμένα συστατικά των προϊόντων περιέχουν επικίνδυνα υλικά, ανάλογα με την κατάσταση και την πυκνότητα τους. Για παράδειγμα, οι οθόνες καθοδικού σωλήνα (CRT) που χρησιμοποιήθηκαν σε παλαιότερες τηλεοράσεις μοντέλων και οθόνες υπολογιστών μπορεί να περιέχουν αρκετές λίβρες μολύβδου η καθεμία και είναι πολύ δύσκολο να αποσυναρμολογηθούν και να απορριφθούν με ασφάλεια. Επιπλέον, άλλα προϊόντα ηλεκτρονικών αποβλήτων περιέχουν επιβραδυντικά φλόγας καδμίου, βηρυλλίου ή βρωμιούχου βινυλίου (BFR), τα οποία παρουσιάζουν σημαντικούς κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου και του περιβάλλοντος. Οι κατάλληλες μέθοδοι ανακύκλωσης και διάθεσης είναι απαραίτητες για την προστασία των γύρω πληθυσμών και οικοτόπων.
Τα ηλεκτρονικά απόβλητα είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα της υποτιθέμενης απαξίωσης των προϊόντων που έχει διαπεράσει τις αγορές τόσο των καταναλωτών όσο και των αποβλήτων, καθώς οι σχετικά νέες συσκευές απορρίπτονται συνήθως και αντικαθίστανται με το πιο πρόσφατο μοντέλο. Αυτό το συνεχιζόμενο ρεύμα απόρριψης ηλεκτρονικών συσκευών, έχει δημιουργήσει την ευκαιρία για μια αγορά ηλεκτρονικών απορριμμάτων, η οποία απορρέει από αναπτυγμένα έθνη σε αναπτυσσόμενες χώρες. Παρόλο που η Κίνα και η Ινδία λαμβάνουν μεγάλο όγκο νομίμως και παρανόμως μεταφερόμενων ηλεκτρονικών αποβλήτων, η δυτική ακτή της Αφρικής έχει επίσης καταστεί αξιοσημείωτος αποδέκτης. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, δεδομένου ότι αυτή η περιοχή είναι η λιγότερο εξοπλισμένη για να διαχειρίζεται σωστά τα επικίνδυνα ηλεκτρονικά απόβλητα. Ενώ η αγορά αυτή υπάρχει είτε μέσω εξαγωγών είτε εισαγωγών σε σχεδόν κάθε έθνος του κόσμου, η έλλειψη συνειδητοποίησης του κύκλου ζωής των απορριμμάτων στο ευρύ κοινό είναι ίσως ο πιο πολύτιμος προμηθευτής της. Επιπλέον, η εθνική και διεθνής νομοθεσία που διέπει τη διασυνοριακή αποστολή ηλεκτρονικών αποβλήτων καθιστά δύσκολη τη μετακίνηση αυτών των δυνητικά επικίνδυνων προϊόντων. Η (συχνά παράνομη) αγορά του τοξικού εμπορίου έχει μετατρέψει ακόμη και τη διάθεση των αποβλήτων σε εγκληματική επιχείρηση, η οποία με τη σειρά της συγκέντρωσε την προσοχή των εγκληματολόγων.
Η τεχνολογική πρόοδος στην αγορά προσωπικών ηλεκτρονικών προϊόντων οδήγησε σε αύξηση της κατανάλωσης που μείωσε ταυτόχρονα τη διάρκεια ζωής των προϊόντων. Πολλά από αυτά μπορεί να αποδοθούν στην έννοια της απαξίωσης, στην οποία οι καταναλωτές οδηγούνται να πιστεύουν ότι το προϊόν τους έχει καταστεί άνευ αντικειμένου λόγω μιας πιο πρόσφατης και ενημερωμένης έκδοσης. Η νέα διεθνής έκθεση (Global E-waste Monitor 2017), έδωσε στη δημοσιότητα από κοινού με το Πανεπιστήμιο των Ηνωμένων Εθνών, τη Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών και τη Διεθνής Ένωση Στερεών Αποβλήτων, το βάρος των ηλεκτρονικών αποβλήτων για το 2017 σε όλο τον κόσμο, να ανέρχεται σε βάρος ισοδύναμο με εννέα μεγάλες πυραμίδες της Γκίζας ή 4.500 πύργους του Άιφελ ή 1,23 εκατομμύρια βαρυφορτωμένες νταλίκες των 40 τόνων η κάθε μία.
Αν και η συντριπτική πλειοψηφία των ηλεκτρονικών συσκευών απλώς “απορρίπτεται” – πάνω από το 70 τοις εκατό στις Ηνωμένες Πολιτείες – όλο το ποσοστό ανακυκλώνεται κάθε χρόνο (US EPA 2014). Όταν ένα προϊόν ανακυκλώνεται μέσω μιας εταιρείας ανακύκλωσης ηλεκτρονικών προϊόντων σε μια ανεπτυγμένη χώρα, ο καταναλωτής χρεώνεται ένα τέλος. Ανάλογα με το μέγεθος, το βάρος και την πολυπλοκότητα του προϊόντος, τα ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης μπορούν να είναι ελεύθερα να ανακυκλωθούν ή μπορούν να καταναλωθούν.
Το 1989, η Σύμβαση της Βασιλείας για τον έλεγχο των διασυνοριακών κινήσεων επικίνδυνων αποβλήτων υιοθετήθηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας ως απάντηση στο έντονο τοξικό ντάμπινγκ που σημειώθηκε στη δεκαετία του 1980 στα αφρικανικά έθνη. Αυτές οι περιοχές αποβλήτων συγκέντρωσαν τη διεθνή προσοχή όταν αποκαλύφθηκε ότι οι επικίνδυνες ουσίες είχαν εισαχθεί από ανεπτυγμένες χώρες. Η αυξανόμενη περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και νομοθεσία στον εκβιομηχανισμένο κόσμο οδήγησε τους εργολάβους και άλλους φορείς να αναζητήσουν φθηνότερες επιλογές διάθεσης για τα τοξικά τους υλικά, γεγονός που τους οδήγησε στην Αφρική. Η Σύμβαση της Βασιλείας σχεδιάστηκε για την παρακολούθηση του «τοξικού εμπορίου» προκειμένου να προστατευθεί η υγεία του ανθρώπου και του περιβάλλοντος (Σύμβαση της Βασιλείας). Οι κύριοι στόχοι της σύμβασης είναι (1) η μείωση της δημιουργίας επικίνδυνων αποβλήτων και η προώθηση αυτών μέσω της περιβαλλοντικά ασφαλούς διάθεσης, (2) ο περιορισμός της διασυνοριακής διακίνησης επικίνδυνων αποβλήτων εάν δεν είναι δυνατή η ασφαλής διαχείριση τους στο κράτος υποδοχής και (3) η ανάπτυξη και συντήρηση ένα κανονιστικού συστήματος για την παρακολούθηση των διασυνοριακών μεταφορών επικίνδυνων αποβλήτων όταν αυτό είναι επιτρεπτό (Σύμβαση της Βασιλείας). Μόνο τρία έθνη δεν έχουν επικυρώσει τη σύμβαση από τότε που άρχισε να ισχύει το 1992: το Αφγανιστάν, η Αϊτή και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Κάποια έτη μετά την υιοθέτηση της Σύμβασης της Βασιλείας, οι επικριτές ισχυρίστηκαν ότι σκοπός της ήταν περισσότερο να νομιμοποιήσει τη μεταφορά επικίνδυνων αποβλήτων, παρά να την εμποδίσει. Το ρυθμιστικό σύστημα επέτρεψε τη μεταφορά αποβλήτων, εφόσον το έθνος εξαγωγής είχε ειδοποιήσει και έλαβε άδεια από το έθνος υποδοχής. Δυστυχώς, καθώς υπήρχαν ακόμη χρήματα που έπρεπε να σωθούν και χρήματα από κάθε συμβαλλόμενο μέρος αντίστοιχα, τα επικίνδυνα απόβλητα εξακολουθούσαν να μεταφέρονται συνήθως στα έθνη που δεν μπόρεσαν να τα διαχειριστούν σωστά. Τα ενδιαφερόμενα μέρη (που αποτελούνται πρωτίστως από αναπτυσσόμενα έθνη και τη Greenpeace) συναντήθηκαν και ανέπτυξαν την απόφαση γνωστή και ως “σύμβαση της Βασιλείας”, η οποία αποσκοπεί στην απαγόρευση της μεταφοράς επικίνδυνων αποβλήτων από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας του ΟΟΣΑ τη λειτουργία και την ανάπτυξη) σε χώρες που δεν ανήκουν στον ΟΟΣΑ. Πολλά έθνη αντιτέθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε αυτό, μεταξύ των οποίων η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες (BAN 1998).
Πολλά αφρικανικά έθνη τάχθηκαν υπέρ της πλήρους απαγόρευσης εισαγωγής αποβλήτων στην ήπειρο συνολικά, προκειμένου να τεθεί τέλος στη διασυνοριακή ρύπανση σε ήδη μειονεκτούσες περιοχές. Παρόλο που οι ισχύοντες κανονισμοί είναι πολύ λιγότερο αυστηροί από τους αρχικά προβλεπόμενους, όσοι εμπλέκονται στο εμπόριο ηλεκτρονικών αποβλήτων έχουν βρει τρόπους για να παρακάμψουν τη διεθνή ρύθμιση (Clapp 1994). Ένα κενό στο πλαίσιο της Σύμβασης της Βασιλείας είναι ότι έχει σχεδιαστεί για να αποτρέψει την παράνομη μεταφορά επικίνδυνων και τοξικών αποβλήτων που προορίζονται για την τελική διάθεση, αλλά δεν εμποδίζει τη διασυνοριακή διακίνηση αντικειμένων που αναγράφονται ως “ανακυκλώσιμα”. Αυτό δυστυχώς οδηγεί σε ανεπανόρθωτα ηλεκτρονικά μέσα που αναμιγνύονται με ηλεκτρονικά εργαλεία τα οποία στη συνέχεια μεταφέρονται με το πρόσχημα της ανακύκλωσης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, μόνο 25-50% των αποστολών που φέρουν σήμανση για ανακύκλωση περιέχουν πραγματικά επαναχρησιμοποιούμενα προϊόντα. τα υπόλοιπα είναι ανεπανόρθωτα “σκουπίδια” (LaDou andLovegrove 2008, Liddick 2011, Schmidt 2006). Όταν τα προϊόντα αυτά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, συχνά καίγονται (απελευθερώνουν επικίνδυνες ουσίες στον αέρα), δεν έχουν σωστά τοποθετηθεί ή απορρίπτονται σε υδατικά συστήματα (επιτρέποντας την έκχυση επικίνδυνων ουσιών στο έδαφος και την παροχή ύδατος), στοιβάζονται σε άδειες παρτίδες ή αποθηκεύονται ερειπωμένες αποθήκες.
Καθώς η αγορά των παράνομων ηλεκτρονικών αποβλήτων συνεχίζει να επεκτείνεται, πολλές οντότητες εκμεταλλεύονται την αναπηρία της ισχύουσας νομοθεσίας. Μικρότερες επιχειρήσεις ανακύκλωσης ηλεκτρονικών προϊόντων μέσα από το «παραθυράκι της ανακύκλωσης, παραβιάζουν κατάφωρα το εθνικό και το διεθνές δίκαιο προκειμένου να αυξήσουν τα κέρδη. Οι μικρού μεγέθους αγοραστές σε χώρες εισαγωγής θέτουν επίσης ένα μέτριο κέρδος, το οποίο είναι αρκετά δελεαστικό για να τους πείσει να κάνουν παράνομη εισαγωγή, συχνά με δωροδοκία των τελωνειακών υπαλλήλων. Μεγάλες εταιρείες και ακόμη και διεθνείς οργανισμοί έχουν αναγνωρίσει τα οικονομικά οφέλη από την εξαγωγή αποβλήτων. Αυτό που πρέπει να σημειωθεί σχετικά με τη ρύθμιση και τη νομοθεσία για τα ηλεκτρονικά απόβλητα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο εξωτερικό είναι ότι υπάρχει σημαντική πολιτική συμμετοχή όχι μόνο από ηλεκτρονικά καταγγέλλοντας εξ ολοκλήρου την εξαγωγή ηλεκτρονικών αποβλήτων (BAN 2013). Οι οργανώσεις λόμπι των Ηνωμένων Πολιτειών εμπόδιζαν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές εθνικής κατασκευής ηλεκτρονικών κατασκευαστών, οι οποίες θα άρχιζαν να καταργούν τη μεγάλη πλειοψηφία αυτών των επιβλαβών προϊόντων από τον κύκλο ηλεκτρονικών αποβλήτων.
Η αύξηση της κυκλοφορίας ηλεκτρονικών αποβλήτων προς τη δυτική ακτή της Αφρικής έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς τα περισσότερα κράτη της Αφρικής δεν διαθέτουν την υποδομή για την ανακύκλωση ηλεκτρονικών ειδών και τα περισσότερα προϊόντα που εισέρχονται σε αυτά τα έθνη είναι ανεπανόρθωτα και επομένως καταστρέφονται μέσα σε λίγους μήνες από το πλοίο. Πράγματι, στην πλειονότητα της Αφρικής δεν υπάρχουν προγράμματα διαχείρισης αποβλήτων, δυνατότητες συλλογής ηλεκτρονικών απορριμμάτων και ακόμη και ευαισθητοποίηση του κοινού σχετικά με το θέμα. Όπως δεν θα γινόταν ποτέ ανεκτή στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες βιομηχανικές χώρες, τα αναπτυσσόμενα κράτη δέχονται συστηματικά εισαγόμενα απόβλητα που δεν μπορούν να διαχειριστούν.
Η Νιγηρία, ως το κορυφαίο έδαφος για την απόρριψη ηλεκτρονικών αποβλήτων στην Αφρική και το πιο πυκνοκατοικημένο έθνος στην ηπειρωτική Ευρώπη, είναι ένα προφανές σημείο εστίασης στην έρευνα για τα ηλεκτρονικά απόβλητα. Οι νιγηριανοί, που έχουν ήδη επιβαρυνθεί με φτωχούς κοινωνικούς δείκτες, αντιμετωπίζουν επίσης κακές περιβαλλοντικές συνθήκες στις μεγάλες πόλεις και τους λιμένες τους, καθώς και στις αγροτικές περιοχές. Εκτός από τη ρύπανση των ηλεκτρονικών απορριμμάτων, το έθνος υποφέρει από την αποψίλωση των δασών, την απερήμωση, την πετρελαϊκή ρύπανση (από πολλές πετρελαιοκηλίδες), τη ρύπανση των υδάτων, τη διάβρωση των ακτών, τις πλημμύρες, την αστική αποσύνθεση και τη βιομηχανική ρύπανση (CIA World Factbook: Nigeria 2013). Η Νιγηρία ήταν η πρώτη χώρα στην Αφρική που υπέγραψε τη Σύμβαση της Βασιλείας και διατήρησε σημαντική επιρροή στο κείμενο του εγγράφου (Odubela et al., 1996). Παρά ταύτα, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι οι λιμένες της Νιγηρίας είναι μερικές από τις πιο δραστήριες και κερδοφόρες στη βιομηχανία ηλεκτρονικών αποβλήτων. Εκτιμάται ότι σχεδόν μισό εκατομμύριο υπολογιστές μεταχειρισμένων μεταφέρονται στη Νιγηρία κάθε μήνα (Consumers International 2008).
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι όσο μεγαλώνει η αγορά για τα προσωπικά ηλεκτρονικά, τόσο μεγαλώνει και η αγορά ηλεκτρονικών αποβλήτων. Για δεκαετίες, τα βιομηχανικά έθνη στέλνουν τα ανεπιθύμητα απόβλητά τους (επικίνδυνα, τοξικά και τώρα ηλεκτρονικά) στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου υπάρχουν λιγότεροι περιορισμοί και υψηλότερα κέρδη. Αυτή η διαδικασία έχει φωτίσει αρκετά προβλήματα που είναι εγγενή στο βιομηχανικό κλάδο των ηλεκτρονικών ειδών, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι η αυξημένη νομοθεσία που απαγορεύει την παράνομη διάθεση ηλεκτρονικών αποβλήτων στα βασικά κράτη αναπόφευκτα προωθεί τη μεταφορά αυτών των αποβλήτων σε άλλα (συνήθως αναπτυσσόμενα) έθνη. Η ανάγκη για φθηνά ηλεκτρονικά προϊόντα σε αυτές τις περιοχές δημιούργησε μια βιομηχανία προσιτών μεταχειρισμένων προϊόντων που εισάγονται από τις χώρες που είναι λιγότερο εξοπλισμένες για να τα διαθέσουν σωστά.
Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι, οι μεγαλύτεροι συνεισφέροντες στο ρεύμα ηλεκτρονικών αποβλήτων είναι οι ίδιοι οι καταναλωτές μέσω τόσο της υποτιθέμενης απαξίωσης όσο και της έλλειψης ευαισθητοποίησης. Παρόλο που είναι απίθανο η βιομηχανία ηλεκτρονικών ειδών να σταματήσει τη διαφήμιση των νέων προϊόντων, υπάρχουν διάφοροι τρόποι για την αύξηση της γνώσης των καταναλωτών σχετικά με τα ηλεκτρονικά απόβλητα όπως μια διακυβερνητική εκστρατεία για την αποτελεσματική προσέγγιση των καταναλωτών. Επιπλέον, οι κατασκευαστές μπορούν να περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με την ορθή ανακύκλωση και διάθεση εντός της συσκευασίας των προϊόντων τους. Ορισμένα εκβιομηχανισμένα έθνη και μερικά κράτη στις ΗΠΑ έχουν εφαρμόσει πολιτικές Take Back, οι οποίες απαιτούν από τον κατασκευαστή να «επαναφέρει» το προϊόν και να ανακυκλωθεί ή να ανανεωθεί σωστά. Η επέκταση αυτών των προγραμμάτων σε όλο τον κόσμο θα ήταν επίσης επωφελής.
Επιπλέον, πρέπει να αυξηθεί η διεθνής ρύθμιση της ροής των ηλεκτρονικών αποβλήτων. Ακόμη και στα έθνη που έχουν πλήρη νομοθεσία για τα ηλεκτρονικά απόβλητα (δηλαδή χώρες της ΕΕ), η πλειονότητα των ηλεκτρονικών προϊόντων καταλήγουν σε χώρους υγειονομικής ταφής λόγω έλλειψης ευαισθητοποίησης των καταναλωτών και επιβολής της επιτήρησης. Σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες (οι οποίες βρίσκονται στη διαδικασία θέσπισης αποτελεσματικότερης ρύθμισης), μόνο το 30% των ηλεκτρονικών αποβλήτων εξακολουθεί να είναι πραγματικά αποταμιευμένο από τους χώρους υγειονομικής ταφής και να ανακυκλώνεται. Ωστόσο, καθώς η επιβολή της νομοθεσίας και η υπευθυνότητα των καταναλωτών αυξάνονται, θα υπάρξει και η ροή των ηλεκτρονικών αποβλήτων στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό δείχνει ότι η αποτελεσματική πολιτική σε μια πλευρά του κόσμου μπορεί να οδηγήσει σε διαρθρωτικά και περιβαλλοντικά ζητήματα, από την άλλη. Για να βελτιωθεί η κατάσταση, όλα τα έθνη εξαγωγής και εισαγωγής ηλεκτρονικών αποβλήτων πρέπει να επικυρώσουν και να τηρήσουν τις οδηγίες της Σύμβασης της Βασιλείας και να συνεργαστούν για τη διασφάλιση δίκαιων πρακτικών εισαγωγής και εξαγωγής. Οι χώρες εξαγωγής και εισαγωγής πρέπει να αφιερώνουν μεγαλύτερους πόρους στην επιβολή της νομοθεσίας, καθώς και στις τελωνειακές και συνοριακές ρυθμίσεις. Η μεγαλύτερη κανονιστική ρύθμιση και ο οικονομικός περιορισμός των εθνικών και διεθνών ομάδων συμφερόντων είναι επίσης αναγκαία για τη διαχείριση της εξωτερικής επιρροής στην πολιτική. Οι διατάξεις της σύμβασης της Βασιλείας θα πρέπει να ενισχυθούν και όχι να αναθεωρηθούν. Οι βιομηχανικοί βρόχοι που επιτρέπουν τη μεταφορά “ανακυκλώσιμων” ή “επισκευασμένων” προϊόντων θα πρέπει να επανεξεταστούν και ίσως να καταργηθούν. Χωρίς αυτά τα βήματα, οι χώρες εισαγωγής θα παραμείνουν άκρως ευάλωτες στα ηγεμονικά έθνη και εταιρείες που κυριαρχούν στη βιομηχανία ηλεκτρονικών αποβλήτων πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ακριβώς όπως τα αναπτυγμένα έθνη έχουν συμφέρον να εξάγουν ηλεκτρονικά απόβλητα, έτσι και τα αναπτυσσόμενα έθνη έχουν συμφέρον να το εισαγάγουν. Η ανταλλαγή ηλεκτρονικών ειδών ευρείας κατανάλωσης φέρνει προϊόντα σε πληθυσμούς που διαφορετικά δεν θα έχουν πρόσβαση σε αυτές. Τούτου λεχθέντος, δεν πρέπει (και δεν μπορεί) να αναμένεται από αυτά τα οικονομικά μειονεκτούντα έθνη να έχουν την ικανότητα και την υποδομή για να διαχειριστούν το τέλος του κύκλου ζωής τους (EOL) για αυτά τα θέματα. Ο σωστός έλεγχος, η παρακολούθηση και η διαχείριση των εξαγωγών ηλεκτρονικών αποβλήτων μπορεί να μειώσει τη μεταφορά άχρηστων προϊόντων σε κράτη που δεν είναι σε θέση να τα διαθέσουν σωστά. Η αυξημένη επιβολή όλων των νομοθεσιών που αφορούν τα ηλεκτρονικά απόβλητα μπορεί να συμβάλει στη διαχείριση των νόμιμων μεταφορών και στην παρακώλυση των παράνομων μεταφορών. Οι ανεπίσημοι και επίσημοι χώροι χωματερής στη Νιγηρία και τη Γκάνα προκαλούν τραυματισμό και καταστροφή τόσο για την ανθρώπινη όσο και για την περιβαλλοντική υγεία. Δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι, αν και οι δύο πλευρές μπορούν να υποστηριχθούν ότι «επωφελούνται» από την ανταλλαγή, ο αναπτυσσόμενος κόσμος (και πιο συγκεκριμένα οι βιομηχανίες ηλεκτρονικών ειδών και ηλεκτρονικών αποβλήτων) προμηθεύουν κέρδη εις βάρος ήδη περιθωριοποιημένων πληθυσμών.
Αυτό που δεν έχει ακόμη αντιμετωπιστεί είναι η ανησυχία ότι πολλά από αυτά τα αναπτυσσόμενα έθνη φέρουν το βάρος όχι μόνο της διάθεσης αυτών των προϊόντων αλλά και των περιβαλλοντικών βλαβών που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Τα συστατικά που χρειάζονται για κάθε προϊόν (όπως τα πολύτιμα μέταλλα) εξορύσσονται στις αναπτυσσόμενες χώρες, η συναρμολόγηση και η συσκευασία (που παράγει υψηλά επίπεδα ρύπανσης) συμβαίνουν κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες και η κατανάλωση απολαμβάνεται από τους καταναλωτές στον βιομηχανικό κόσμο.
γ. Δικαιώματα της μη ανθρώπινης ζωής και κακομεταχείριση των ζώων. (Beirne, 2004).
Το ζήτημα των δικαιωμάτων των ζώων και της καλής μεταχείρισης των ζώων εντάσσεται ως αντικείμενο της δικαιοσύνης των ειδών όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. Με συγκεκριμένους όρους, μπορούν να χρησιμοποιηθούν έννοιες όπως ο ειδισμός. Αυτό αναφέρεται στην διάκριση της μη ανθρώπινων ζωής από την ανθρώπινη επειδή σύμφωνα με το κίνημα του ειδισμού θεωρούνται κατώτερα από το ανθρώπινο είδος. Οι υποστηρικτές των δικαιωμάτων των ζώων υποστηρίζουν ότι υπάρχουν δύο είδη ζώων – ανθρώπινα και μη ανθρώπινα – και ότι και τα δύο έχουν δικαιώματα και συμφέροντα ως αισθανόμενα όντα. Πιστεύουν, ωστόσο, ότι η κυρίαρχη ιδεολογία του ειδισμού επιτρέπει στους ανθρώπους να εκμεταλλεύονται τα μη ανθρώπινα ζώα ως προϊόντα που πρέπει να καταναλωθούν, να εμφανιστούν, να κυνηγηθούν και να τεμαχιστούν για ανθρώπινο όφελος.
Από τη σκοπιά της δικαιοσύνης των ειδών ο βασικός στόχος της έρευνας τους αφορά τα είδη που απειλούνται και γιατί. Συγκεκριμένα, πρέπει να γνωρίζουμε γιατί ορισμένα είδη ευνοούνται από τις ανθρώπινες κοινότητες και μερικά δεν είναι εκτιμημένα. Τα ζώα ταξινομούνται και χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ανάλογα με την ανθρώπινη χρήση, η καλή μεταχείριση των ζώων (και τα δικαιώματα τους) προστατεύονται διαφορετικά ανάλογα με τα είδη και τις περιστάσεις. Οι νόμοι για την προστασία των ζώων λειτουργούν αποτελεσματικά όταν πρόκειται για ζώα συντροφιάς, αλλά είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικοί πχ. στην περίπτωση χοίρων που καλλιεργούνται για ενδεχόμενη σφαγή. Οι υποστηρικτές των δικαιωμάτων των ζώων απαιτούν μεταρρυθμίσεις όπως η απαγόρευση της παραγωγής κοτόπουλου και το ζωντανό εμπόριο εξαγωγών προβάτων και η διακοπή της θήρας φαλαινών. Ομάδες όπως η Royal Society for the Prevention of Cruelty to Animals (RSPCA), η Sea Shepherd, η Απελευθέρωση των Ζώων, το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (πρώην Παγκόσμιο Ταμείο για την Άγρια Ζωή), το Αμερικανικό Ταμείο Νομικής Άμυνας, τα ζώα της Αυστραλίας, Η Κοινωνία των Ζώων (PAWS) και οι άνθρωποι για την ηθική μεταχείριση των ζώων (PETA) είναι από τους εξέχοντες υποστηρικτές της καλής μεταχείρισης των ζώων και των δικαιωμάτων τους.
Παρατηρήθηκε ότι τα μη ανθρώπινα ζώα στην εγκληματολογία θεωρούνται συχνά ως βασικά συστατικά (ως «κατοικίδια ζώα», ως τρόφιμα, ως πόροι) και ταξινομούνται κυρίως με ανθρωπομορφικούς όρους (όπως «άγρια ζώα», «αλιεία»).
Η παραδοσιακή θεωρία για τα ζώα, προσπαθεί να ισορροπήσει την ανθρώπινη μεταχείριση των ζώων από την μία και τα δικαιώματα τους από την άλλη.
Το μοντέλο αυτό υποστηρίζει την προστασία των ζώων μέσω αυξημένων παρεμβάσεων για να επιτευχθεί η ευημερίας τους, αλλά όχι η απαγόρευση της εκμετάλλευσης τους. Το μοντέλο επικεντρώνεται στη βελτίωση της θεραπείας των ζώων, αλλά δεν αμφισβητεί την εκμετάλλευση των ζώων που αποτελεί συνέπεια του κοινωνικού και νομικού τους καθεστώτος. Αυτό σημαίνει ότι τα ζώα εξακολουθούν να είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης για τη σάρκα, τη γούνα και το δέρμα τους, υπό την προϋπόθεση ότι τα βάσανα τους δεν είναι «περιττά» ή, όπως συχνά αναφέρεται, τα ζώα ν αντιμετωπίζονται με ανθρώπινο τρόπο.
Στο άλλο άκρο του φάσματος είναι η προσέγγιση που βασίζεται στα δικαιώματα. Στο άκρο, αυτή η προσέγγιση υποστηρίζει ότι τα ζώα έχουν δικαιώματα να ζουν ελεύθερα μακριά από την ανθρώπινη παρέμβαση. Η προσέγγιση αυτή υποστηρίζει την κατάργηση της εκμετάλλευσης των ζώων τόσο με νόμιμη όσο και μη νόμιμη μεταβολή και με τη νομική αναγνώριση των δικαιωμάτων για τα ζώα. Κεντρικό στοιχείο αυτής της προσέγγισης είναι η αλλαγή του νομικού χαρακτήρα των ζώων από ιδιοκτησία σε νομικά δικαιωματικές οντότητες.
Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεται η βλάβη στα ζώα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προοπτική που έχει η οντολογική κατάσταση των ζώων (η «φύση» τους ή η ύπαρξή τους) και πώς βλέπουμε τη σχέση μεταξύ ανθρώπων και μη ανθρώπινων ζώων.
Με τον όρο «animal abuse» κακομεταχείριση των ζώων, αναφερόμαστε σε εκείνες τις ανθρώπινες ενέργειες που προκαλούν πόνο, θάνατο και βασανισμό, η, ακόμα και πέρα από αυτό, δυσμενείς συνέπειες στην ευημερία τους. Η προσβολή των ζώων μπορεί να είναι ψυχική, φυσική ή συναισθηματική. Μπορεί να περιλαμβάνει ενεργητική κακοποίηση ή παθητική παραμέληση, και μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση. Υπάρχουν φορές που τα ζώα βλάπτονται, από το γεγονός ότι το περιβάλλον στο οποίο ζουν υποβιβάζεται, μέσα από το απόλυτο χάος, σφυρηλατημένο από τις καταστροφές της φύσης, όπως οι σεισμοί, οι κυκλώνες, το τσουνάμι ή από τις καταστροφές που προκαλεί ο άνθρωπος όπως οι πόλεμοι, οι κλιματικές αλλαγές ή η κατασκευή των δρόμων. Η σκληρότητα ποικίλει ανάλογα με το πλαίσιο χρήσης στο οποίο βρίσκεται το ζώο, καθώς ορισμένες περιπτώσεις σκληρής δραστηριότητας μπορούν να γίνουν αποδεκτές σε ορισμένες καταστάσεις (για παράδειγμα, θανάτωση εκτρεφόμενων ζώων για τρόφιμα). Σε πολλές περιπτώσεις η σκληρότητα των ζώων περιγράφεται μέσω ενός καταλόγου πράξεων παράλειψης ή προμήθειας και όχι μέσω ενός συγκεκριμένου νομικού ορισμού της σκληρότητας.
Αναφερόμενοι στις προσβολές κατά των ζώων, παρατηρούμε ότι δυστυχώς δεν υπάρχει μια καλά δομημένη κατηγορία στην εγκληματολογία που να ασχολείται με αυτό το φαινόμενο. Στην εγκληματολογία, τα ζώα παρουσιάζονται με τους εξής διαχωρισμούς είτε: α) ως ιδιοκτησία β) ως πρότυπα της ανθρώπινης εγκληματικότητας γ) ως ενδεικτικά σημάδια της διανθρώπινης βίας και δ) ως εμφανείς φορείς των δικαιωμάτων.
α) ως ιδιοκτησία λέγοντας αναφερόμαστε σε εκείνο το ρόλο που τους αναθέτουν οι άνθρωποι. Τα ζώα τυπικά στην εγκληματολογία αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα ιδιοκτησίας τα οποία μπορούν να κλαπούν, να τα κυνηγούν παράνομα, να τα βλάψουν, να τα κρατήσουν για λύτρα, να τα κλέψουν από το αγρόκτημα ή σε άλλες περιπτώσεις να τα υπεξαιρέσουν ή να τα φθείρουν. Ως ιδιοκτησία, επίσης, τα ζώα αντιμετωπιζόντουσαν από διαφορετικό όμως σημείο, στην τροφική αλυσίδα από τις κοινωνίες των κανιβάλων. Ο Clinards στο βιβλίο του The Βlack Market επικεντρώνεται, στο πως τα εγκλήματα του λευκού περιλαίμιου, συνδυάζονται με την σφαγή και την διανομή του κρέατος, που λάμβανε χώρα στην Αμερική το 1939-1945, κατά την διάρκεια του πολέμου. Τα ζώα, στην ανάλυση του, φαίνονται μόνο ως εμπόρευμα, το οποίο φτάνει στα σουπερ μάρκετ και στα κρεοπωλεία, σε τακτικά πακέτα κλεισμένα και τα οποία κάποιος μπορεί να τα προμηθευτεί αγοράζοντας τα.
β) Τα ζώα ως ενδεικτικά στοιχεία της ανθρώπινης εγκληματικότητας έχουν εμφανιστεί σε τρία μέρη στην εγκληματολογία.
ι) στον Lombroso, και το γνωστό του έργο, Criminal Man το 1876, όπου εκεί εφευρίσκει την θεωρία του γεννημένου εγκληματία, που εκδηλώνει πλειάδα από συμπεριφορές- γνωστό και ως κοινωνικός δαρβινισμός –βασιζόμενος σε μια οριοθέτηση του φυσιολογικού από το εγκληματικό τύπο. Ο Lombroso, ισχυρίζεται ότι οι εγκληματίες θα επιβιώσουν όπως οι πρωτόγονοι άνθρωποι, και όπως τα σαρκοφάγα ζώα, και αυτό θα ξεσκεπάσει τις πηγές της εγκληματικότητας.
ιι) η σχολή κοινωνιολόγων και κοινωνιολογίας του Σικάγο. Τα ζώα και τα φυτά φαίνονται σε πολλές εργασίες στη Σχολή του Σικάγο ανάμεσα στο 1914 και στο 1945, πχ η συμπεριφορά των ζώων (βουητό της μέλισσας) χρησιμοποιείται σαν μια ορολογία για να περιγράψει την παραβατική ή αποκλίνουσα ή εγκληματική συμπεριφορά, των αγοριών με τα όπλα (Thraser 1927) και τον άστεγο μετανάστη άνδρα (Anderson 1923).
iii) Βιο-εγκληματολογία. Τα ζώα ξανά έχουν σημαντική θέση στην εγκληματολογία του 1980, με τους φυσικούς επιστήμονες που εύχονται να εφαρμόζουν οικολογικές αρχές στην μελέτη τους για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Τα ζώα έχουν βασικούς ρόλους στην βιο εγκληματολογία όπως, να οριοθετήσουν τις γραμμές ανάμεσα στους ανθρώπους και την φύση .
Η προοδευτική θέση από την άλλη, εμφανίστηκε στην κοινωνιολογική έρευνα το 1960 με 1970 και εδραιώθηκε το 1980 στην Αμερική . Αναφέρεται στην σχέση που μπορεί να έχει η βία στα ζώα με την διανθρώπινη βία. Τι σημαίνει αυτό. Ότι όποιος ασκεί βία στα ζώα δύσκολο ότι δεν θα προχωρήσει στο μέλλον και σε άλλες μορφές βίας, όπως και το αντίστροφο. Αυτός που διαπράττει άλλα εγκλήματα δύσκολα δεν θα ασκήσει βία στα ζώα.
Στην πράσινη εγκληματολογία μελετάμε τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος. Ανάμεσα σε αυτά αναφερόμαστε στα εγκλήματα και τις βλάβες κατά των ζώων. Δυστυχώς όμως η εγκληματολογία δεν διδάσκει πολλά για τα εγκλήματα κατά των ζώων. Όταν τα ζώα εμφανίζονται στην εγκληματολογία, αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα υποδεέστερα από τους ανθρώπους. Τα εγκλήματα των ζώων δυστυχώς δεν αντιμετωπίζονται σαν αληθινό έγκλημα, αλλά σαν μια μικρή επίθεση ενάντια στην κοινωνία.
Το 1975, ο Peter Singer, έγραψε το Animal Liberation, ένα βιβλίο το οποίο ασχολείται κυρίως με τα ζώα που υποφέρουν. Ο Singer ασχολείται με τα δικαιώματα των ζώων, αναφέροντας ότι πρέπει να αποφεύγουμε τον πόνο και ότι θα πρέπει να έχουν την ίδια ακριβώς μεταχείριση με τους ανθρώπους. Στο βιβλίο του, ο Regan, Τhe Case of Animal Rights, διαχωρίζει τα νόμιμα δικαιώματα από τα ηθικά δικαιώματα. Τα νόμιμα δικαιώματα από την μία πλευρά, είναι αυτά που ο νόμος ορίζει ειδικά ως δικαιώματα. Τα ηθικά δικαιώματα από την άλλη είναι παγκόσμια δικαιώματα. Από τα ηθικά δικαιώματα το πιο βασικό και σπουδαιότερο είναι το δικαίωμα στον σεβασμό. Ο Regan, αναφέρεται στην σύσταση της κοινωνίας , ότι αποτελείται από ηθικούς παράγοντες. Και από την ηθική μεταχείριση των ασθενών ομάδων. Στην ομάδα αυτή συμπεριλαμβάνει τα μικρά παιδιά, τα βρέφη, τους διανοητικά ασθενής, τους ηλικιακά εξασθενημένους και τέλος και τα ζώα θεωρώντας ότι όλοι αυτοί σαν κοινωνική ομάδα έχουν τα ίδια δικαιώματα στην σωστή μεταχείριση, στην μη κακοποίηση και στον σεβασμό, στην ευγένεια και τέλος στην δικαιοσύνη.
Οι νόμοι από την άλλη πλευρά, για την καλή μεταχείριση των ζώων στοχεύουν στην παροχή νομικής προστασίας για τα ζώα με δύο τρόπους. Οι γενικοί νόμοι για την καλή μεταχείριση των ζώων – για παράδειγμα, οι σχετικοί με την κακομεταχείριση των ζώων – παρέχουν ευρείες απαγορεύσεις κατά της κακοποίησης των ζώων και απαιτούν την ανθρώπινη μεταχείριση των ζώων. Μπορούν επίσης να εφαρμοστούν συγκεκριμένοι νόμοι για την καλή διαβίωση των ζώων που απαιτούν την προστασία των συμφερόντων των ζώων σε συγκεκριμένα πλαίσια «χρήσης», όπως η χρήση πειραμάτων σε ζώα ή η σφαγή ζώων για φαγητό.
Ένα βασικό μέρος της καλής διαβίωσης των ζώων είναι η πρόληψη της ταλαιπωρίας των ζώων. Τα ζώα δεν ερμηνεύονται απλώς ως ιδιοκτησία (με την οποία ο ιδιοκτήτης μπορεί να κάνει ό, τι θέλει), αλλά θεωρούνται ως αισθανόμενα πλάσματα που ως εκ τούτου απαιτούν ένα ορισμένο «καθήκον φροντίδας» από τον άνθρωπο. Επομένως, η χρήση του ανθρώπου δεν θα πρέπει να μειώνει την κατάσταση του ζώου αποκλειστικά ως εμπόρευμα. Με απλά λόγια, ο στόχος πρέπει να είναι να προσφέρουμε στα ζώα μια αίσθηση ευημερίας στη ζωή και έναν ανθρώπινο θάνατο, ως μέρος της θετικής ευημερίας.
Η ευημερία των ζώων μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει τρεις διακριτές διαστάσεις (Francione 2010):
Η σχέση ανθρώπου-ζώου είναι βασικά κατασκευασμένη γύρω από την έννοια των ζώων ως ιδιοκτησία. Χρησιμοποιούνται για ιδιωτικούς ή εμπορικούς σκοπούς ή θεωρούνται ότι ανήκουν στο κράτος και τα έχουν εμπιστευθεί στους ανθρώπους στην περίπτωση ζώων της «άγριας πανίδας». Έτσι, «Το εν λόγω ζώο είναι πάντα κατοικίδιο ζώο ή εργαστηριακό ζώο ή ζώο θηραμάτων ή κάποια άλλη μορφή ζωικής περιουσίας που υπάρχει αποκλειστικά για τη χρήση μας και δεν έχει καμία αξία εκτός από εκείνη που την προσφέρουμε» (Francione 2010).
Ο Geertrui Cazaux, επικεντρώνεται στο «σταμπάρισμα» των ζώων. Αναφέρεται στις τεχνικές εκείνες με τις οποίες πραγματοποιείται η ταυτοποίηση ή σταμπάρισμα των ζώων. Το μαρκάρισμα των ζώων αριθμείται 3,800 χρόνια πριν και ήταν ένας τρόπος να δείξουν ότι τα ζώα είναι ιδιοκτησία τους. Στην Ευρώπη ξεκίνησε το 1999, ακολούθησε ο Καναδάς το 2001 και η Αμερική το 2004.
Μερικές μορφές τέχνης ταυτοποίησης των ζώων είναι πολύ πιθανό να βλάψουν την υγεία των ζώων.
Ξεκινώντας από το branding – μαρκάρισμα. Τα ζώα, ταυτοποιούνται με σημάδια που δημιουργούνται από ζεστό σίδερο , παγωμένο σίδερο η χημικό σταμπάρισμα. Με το ζεστό σίδερο, το μαρκάρισμα καίει το δέρμα του ζώου και μετά το παγώνει με πολύ παγωμένο σίδερο εφαρμόζοντας το σε μια περιοχή του σώματος. Τα μαλλιά και το δέρμα του ζώου πέφτουν μετά από αυτή την διαδικασία και παραμένουν με διαφορετικό χρώμα από την υπόλοιπη περιοχή, επειδή η χρωστική ουσία περιέχει μελανοχίτωνες και καταστρέφουν το δέρμα. Από το 2000 αυτή η μέθοδος έχει σταματήσει , διότι έφερνε σοβαρά προβλήματα στην ευημερία των ζώων και οι τεχνικές τώρα έχουν λιγότερες τεχνικές εισβολές.
Παρόμοιο με το σταμπάρισμα είναι το tattoing, είναι μια ταυτοποίηση τεχνική μέσα από την οποία μια μόνιμη τσάμπα τοποθετείται στο σώμα το ζώου. Ένα τατού εφαρμόζεται με μια ειδική πένσα ή ένα ηλεκτρικό μολύβι τατού που δημιουργεί μια σειρά από πολύ μικρές τρύπες στο δέρμα μέσα στην οποία με ένεση τοποθετείται μια μαύρη μπογιά για να δημιουργήσει ένα ορατό σχέδιο. Το μέρος του σώματος στο οποίο δημιουργείται αυτό το ορατό σχέδιο, μένει ελεύθερο από μαλλιά και καθαρίζεται για να μπορέσει να δημιουργηθεί το τατού. Τα ζώα όλα των μεγεθών , από τα πιο μικρά μέχρι και τα πιο μεγάλα μπορούν να γεμίσουν με τατού από το ελάφι μέχρι και την αρκούδα.
Το tattoing δημιουργείται σε διαφορετικούς τομείς στους οποίους ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τα ζώα , από τα ζώα στα εργοστάσια , τα ζώα στις φάρμες , στα ζώα που συνοδεύουν ως παρέα τους ανθρώπους , ή τα ζώα που ζούν ελεύθερα μέσα στην φύση. Πχ. Η ταυτοποίηση των αλόγων πραγματοποιείται μερικές φορές μ ένα τατού στην εξωτερική επιφάνεια των χειλιών τους. Στην αγροτική οικονομία, οι αγελάδες, τα πρόβατα μπορούν να ταυτοποιηθούν με τατού στα αυτιά. Τα γουρούνια μπορούν να έχουν ταυτοποίηση στο πίσω μέρος ή στους ώμους. Παρόλα αυτά το tattoing δεν είναι συνηθισμένη μέθοδος στην αγροτική οικονομία διότι δεν θεωρούνται μια οικονομική μέθοδος. Επίσης το ταττού είναι δύσκολο να αναγνωστεί στα σκούρα δέρματα. Η πρακτική επίσης για πολλούς είναι αμφίβολη όσον αφορά την επιτυχία της διότι το μαρκάρισμα κρατάει από λίγες βδομάδες μέχρι λίγους μήνες. Το tattoing σε μερικά ζώα φαίνεται πιο φιλικό από άλλες μεθόδους ταυτοποίησης, παρόλα αυτά κάποιες μέθοδοι όπως το tattoo προκαλεί πόνο και άγχος κατά την διάρκεια της εφαρμογής τα ζώα.
Η ταυτοποίηση με ετικέτα στα αυτιά (ear tagging)σ ένα σώμα ζώου είναι μια άγρια μέθοδος. Η ετικέτα μπορεί να απαρτίζεται από διάφορα υλικά, συχνότερα από μέταλλο ή πλαστικό . Η ετικέτα μπορεί να τοποθετηθεί στα αυτιά, στα πτερύγια, στο σαγόνι , εξαρτάται από την ανατομία στο σώμα κάθε ζώου. Η ετικέτα τοποθετείται μ ένα bar code αλλά και μετά την ανάπτυξη της τεχνολογίας τοποθετείται με ηλεκτρονικά μέσα. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν αποφασίσει ότι τα γουρούνια, τα πρόβατα και οι αγελάδες θα ταυτοποιούνται με ένα τατού ή μια ετικέτα στο αυτί. Η ταυτοποίηση της ετικέτας φαίνεται να είναι μια επώδυνη μέθοδος. Η προσθήκη της ετικέτας πολλές φορές ανακατεύεται με την κυκλοφορία του αίματος και το τρύπημα αυτό μπορεί να προκαλέσει μόλυνση.
Η μέθοδος του κολάρου στα ζώα είναι μέθοδος που χρησιμοποιεί άγριες τεχνικές. Τα κολάρα τοποθετούνται με μηχανήματα απευθείας στα ζώα. Μικρές ετικέτες ή κάψουλες κολλάνε πάνω στα κολάρα τα οποία πάνω τους γράφουν τα στοιχεία του φροντιστή χρησιμοποιούνται παραδοσιακά για να ταυτοποιήσουν τα σκυλιά και μερικές φορές και τις γάτες. Όσον αφορά τα ηλεκτρικά κολάρα η τοποθέτηση γίνεται μηχανήματα που εκπέμπουν ηλεκτρική ενέργεια και μέσα από την οποία μεταφέρονται οι πληροφορίες στο ζώο που επιθυμούμε να ταυτοποιήσουμε. Από τα δελφίνια, τους ελέφαντες, τις τίγρεις , τις φώκιες, τις αγελάδες και τα πρόβατα το ηλεκτρονικό κολάρο χρησιμοποιείται για την μελέτη των διαφορετικών ειδών και είναι πιο κοινά διαδεδομένη μέθοδος.
Ο ακρωτηριασμός των δακτύλων είναι μια άλλη μέθοδος ταυτοποίησης των ζώων. Η μέθοδος αυτή συχνά χρησιμοποιείτο για το μαρκάρισμα των τρωκτικών. Στην Ολλανδία, ο ακρωτηριασμός των δακτύλων των τρωκτικών χρησιμοποιείται για ταυτοποίηση στις εργαστηριακές έρευνες στο τέλος του 2005. Διευθυντής κέντρου έρευνας είχε ονομάσει αυτή την μέθοδο ως τυρρανία των ζώων τον κόβεις τα δάκτυλα των ζώων και να τα αφήνεις να ζουν και να χρησιμοποιείς τα ζώα αυτά για την εργασία σου. Τα δάκτυλα των τρωκτικών χρησιμοποιούνταν για διάφορες έρευνες του καρκίνου, για γενετικές έρευνες.
Ο ακρωτηριασμός του δακτύλου είναι παρόλα αυτά μια μέθοδος που δημιουργεί δυσμενή αποτελέσματα. Εκτός από τον πόνο και την διαδικασία του να υποφέρουν που προκαλείται από το κόψιμο του δέρματος, όταν τελειώσει η διαδικασία της αναισθησίας, τα ζώα συνεχίζουν να πονάνε διότι προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους. Άλλα πιθανά αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας είναι η αιμορραγία η οποία οδηγεί και στον θάνατο και η οστεομυελίτιδα . Παρόλο που αυτή η μέθοδος έχει κριθεί ως η πιο απάνθρωπη χρησιμοποιείται ακόμα σε αμφίβια και ερπετά.
Η ταυτοποίηση και το μαρκάρισμα των ζώων είναι ένας modus operandi, για να ελέγξουμε και να ασκήσουμε εξουσία επάνω στους άλλους. Οι τεχνικές της ταυτοποίησης έχουν συναρπαστική διαχείριση στους ανθρώπους. Μέσα από τατού, το piercing, και οποιοδήποτε σήμα το ανθρώπινο σώμα μπορεί να γίνει μια επιλογή διακόσμησης και αυτές οι μέθοδοι μπορούν να έχουν εφαρμογή στους ανθρώπους με σκοπό να τους διαχωρίσουν σε αγνούς και χυδαίους , το αφεντικό και τον δούλο , το εργοδότη και τον εργαζόμενο. Στο βιβλίο του, ο Spiegel, The Dreaded Comparison (Ο Φόβος της Σύγκρισης), σημειώνει πολλές ομοιότητες στην αντιμετώπιση των καταπιεσμένων ομάδων, όπως στην μεταχείριση των σκλάβων στον 18ο και 19ο αιώνα στην Αμερική, και στην μεταχείριση των ζώων που φτάνει μέχρι τις ημέρες μας. Το μαρκάρισμα των σκλάβων ήταν μια πρακτική που συνέβαινε και στην Αφρική και στην στο Σουδάν το 1900. Το τατουάζ για διαχωρισμό των φυλακισμένων πραγματοποιούνταν και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εντούτοις, αποκαλύπτοντας τις τεχνικές που καταπιέζουν και κάνουν αντικείμενα τους ανθρώπους και τα υπόλοιπα ζώα, και σημειώνοντας τις παραλλαγές εφαρμογής ανάμεσα στα δύο, μπορούν να δημιουργήσουν τις συνθήκες εκμετάλλευσης και διαχωρισμού ανάμεσα στους ανθρώπους ( πχ σεξισμός, ρατσισμός κοκ) αλλά και τον διαχωρισμό ανάμεσα στα ζώα ανάλογα με το είδος.
δ. το έγκλημα των τροφίμων (Croall 2007). Η φράση «έγκλημα των τροφίμων» δεν μπορεί να έχει την ίδια απήχηση στους εγκληματολόγους, όπως , άλλες φράσεις που χρησιμοποιούνται συχνά, για να περιγράψουν τις κατηγορίες των εγκλημάτων, όπως αυτών με το αυτοκίνητο ή το έγκλημα κατά του ανθρώπου. Ωστόσο, τα πολλά εγκλήματα που είναι αναμειγμένα στην παραγωγή, στην διανομή και την πώληση των βασικών φαγώσιμων πρέπει να αγγίζουν όλους, διότι το φαγητό είναι το βασικό αγαθό και ένα σημαντικό μέρος της προσωπικής δαπάνης. Ενώ συχνά δεν συνδέονται με το έγκλημα, τα τρόφιμα έχουν αποτελέσει αντικείμενο μιας ποικιλίας «σκανδάλων», σχετικά με την ποιότητα και το περιεχόμενο του κρέατος, βασικών συστατικών και μαζικής παραγωγής της τροφής. Οι καταναλωτές εκφράζουν ανησυχίες σχετικά με τους κινδύνους της τροφικής δηλητηρίασης (Which 2004), επιθυμούν να αποφύγουν τα τρόφιμα που περιέχουν γενετικά τροποποιημένα συστατικά (GM) (Which , 2004b), και συχνά παθαίνουν σύγχυση σχετικά με τις πληροφορίες που παρέχονται από τις ετικέτες.
Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής τροφίμων και η κατασκευή και η χρήση των νέων τεχνολογιών και των χημικών ουσιών στη γεωργία και τα τρόφιμα, έχουν δημιουργήσει μια ποικιλία κινδύνων για τον άνθρωπο, τα μη ανθρώπινα ζώα, το περιβάλλον και την υγεία, όπως και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τους, όπως τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα (Walters 2010).
Ένα ευρύ φάσμα των αδικημάτων, που εμπλέκονται με την τροφική αλυσίδα, περιλαμβάνουν την βλάβη, οικονομική και φυσική, τα ζητήματα προσωπικής ασφάλειας και υγείας, πολλά διαφορετικά είδη από απάτες, (από την φοροδιαφυγή των επιδοτήσεων και των ποσοστώσεων μέχρι την αποφυγή των εσόδων, την νοθεία τροφίμων, παραποιώντας τις γραπτές ενδείξεις), αλλά και την ποιότητα και το περιεχόμενο των τροφίμων. Οι καταναλωτές, έχουν δηλητηριαστεί από τα τρόφιμα ακατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή νοθευμένα που μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και σε θάνατο ή σοβαρή ασθένεια. Διακόσια πενήντα εννέα Ισπανοί καταναλωτές, πέθαναν και πολλοί άλλοι αρρώστησαν σοβαρά μετά την κατανάλωση μαγειρεμένου λαδιού που αναμείχθηκε με βιομηχανικά έλαια (Croall 2007) και 21 ηλικιωμένοι συνταξιούχοι στη Σκωτία πέθαναν μετά την κατανάλωση κρέατος μολυσμένου από E.coli, που παρείχε ένας τοπικός χασάπης ο οποίος βρέθηκε να έχει παραμελήσει τους κανονισμούς υγιεινής των τροφίμων. (Croall 2007). Ορισμένα πρόσθετα συστατικά τροφίμων έχουν, συσχετιστεί με τον κίνδυνο πρόκλησης καρκίνου, όπως συνέβη μ ένα επικίνδυνο υλικό στο Σουδάν, το οποίο βρέθηκε σε μια ευρεία ποικιλία τροφίμων.
Όπως θα δούμε παρακάτω, μια ποικιλία πρακτικών έχει εντοπιστεί, με τις οποίες μπορούν να εξαπατηθούν συστηματικά οι καταναλωτές. Πολλές μορφές των πρακτικών αυτών βρίσκονται στις παρυφές της νομιμότητας και της παρανομίας, και την αύξηση των παράνομων ζητημάτων σχετικά με τον ορισμό της απάτης, και της εξαπάτησης των καταναλωτών, αλλά και της χρήσης εμπειρογνωμόνων της επιστημονικής γνώσης σε σχέση με την ασφάλεια των τροφίμων.
Μερικά παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Απάτες με επιδοτήσεις
Ενώ είναι ευρέως διαδεδομένη, η έκταση της απάτης στις επιδοτήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), αφού εκτιμάται ότι ανέρχεται σε περίπου 10 τοις εκατό του προϋπολογισμού της είναι δύσκολο να εκτιμηθεί. Πράγματι, το 2002, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο αναγνώρισε ότι οι Βρυξέλλες δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις τεράστιες επιδοτήσεις που καταβάλλονται στους γεωργούς στο πλαίσιο της ΚΓΠ. Λίγα, έχουν αναφερθεί για επιτόπιους ελέγχους στα κράτη μέλη της ΕΕ, όπου βρέθηκαν ανησυχητικά επίπεδα λάθους και οριστικές απάτες συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων παραδειγμάτων (Evans-Pritchard 2002):
Αλιεία
Μια ποικιλία από απάτες και θέματα ασφαλείας είναι για όσους ασχολούνται με την αλιεία, χρησιμοποιώντας χημικές ουσίες στην ιχθυοκαλλιέργεια και επιπτώσεις που έχει στο περιβάλλον. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εφαρμόζεται η νέα τακτική των αλιευτικών αποθεμάτων, η οποία έχει θεωρηθεί υπεύθυνη, για την ευρεία πρακτική της μαύρης αλιείας στην αγορά.
Η παράνομη, λαθραία και άναρχη αλιεία (ΠΛΑ) εξαντλεί τα ιχθυαποθέματα, καταστρέφει τα θαλάσσια ενδιαιτήματα, στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος των έντιμων αλιέων και ζημιώνει την οικονομία των παράκτιων κοινοτήτων, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Η ΕΕ καταβάλλει προσπάθειες για να καλύψει τα κενά που δίνουν τη δυνατότητα στους παράνομους αλιείς να κερδοσκοπούν: Ο κανονισμός της ΕΕ για την πρόληψη, την αποτροπή και την εξάλειψη της παράνομης, λαθραίας και άναρχης αλιείας (ΠΛΑ) άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2010. Η Επιτροπή αναλαμβάνει ενεργό δράση από κοινού με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη για να διασφαλίσει τη συνεκτική εφαρμογή του κανονισμού αυτού.
Η Μαύρη αλιεία, έχει προκαλέσει μικτές αντιδράσεις, με δημοσιογραφικές έρευνες που καταδεικνύουν σε μεγάλο βαθμό συμπάθεια προς τους αλιείς, με βασικό επιχείρημα, ότι χρειάζεται αυτοί να συμμετάσχουν σε μαύρη αλιεία, προκειμένου να επιβιώσουν. Η Μαύρη Αλιεία είναι ιδιαίτερα κερδοφόρα και έχει χαρακτηριστεί ότι «η απληστία» οδηγεί στην αλιεία
Παρασκευή τροφίμων
Πολλές απάτες (νόμιμες και παράνομες) που σχετίζονται με τα τρόφιμα και τη βιομηχανοποίηση. Η δημοτικότητα του προ-μαγειρευμένου φαγητού και η πρακτική των κατασκευαστών τροφίμων να εμπλουτίζουν τα τρόφιμα προσθέτοντας φθηνά υλικά ως πρόσθετα (επεξεργασμένα τρόφιμα) – έχουν συσχετιστεί με ποικίλες μορφές «νομιμοποιημένης νοθείας» και μερικοί θα υποστήριζαν, την «υποβάθμιση» των τροφίμων από το νερό και ολόκληρη σειρά από πρόσθετα. Η προσθήκη, για παράδειγμα, του νερού σε συγκεκριμένα τρόφιμα σε συγκεκριμένες ποσότητες είναι νόμιμη, και το νερό από μόνο του εγείρει μερικές επιπτώσεις στην ασφάλεια. Ωστόσο, πρέπει να αναγράφεται στην ετικέτα. Αυτό ισχύει και για πολλά άλλα πρόσθετα τα οποία μακροπρόθεσμα έχουν επιπτώσεις στην υγεία. Μάλιστα οι επιπτώσεις ορισμένων προσθέτων είναι αβέβαιες και μερικοί, όπως ο διαβόητη Sudan 1, έχουν συσχετιστεί με τον κίνδυνο καρκίνου.
Η Σύγχρονη επεξεργασία τροφίμων βασίζεται επίσης στη χρήση των μηχανικά Διαχωρισμένου κρέατος (MRM), στην οποία χρησιμοποιούνται τα μέρη του ζώου που κανονικά δεν συνδέονται με την κατανάλωση, που συνοδεύεται από τη χρήση των γενετικά τροποποιημένων συστατικών. Τα συστατικά περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, η χρήση του αμύλου, σκληρά λίπη και υδρογονωμένα έλαια για να «δεσμεύουν» τα επεξεργασμένα τρόφιμα και όλα συνδέονται με κινδύνους στην υγεία (Lawrence 2004). Τα πρόσθετα συντηρητικά των τροφίμων που χρησιμοποιούνται για διάφορους λόγους είναι ακόμα και ο «υδατάνθρακας». Μερικά συντηρητικά, χρησιμοποιούνται για να παραταθεί η διάρκεια ζωής, τους άλλα, χρησιμοποιούνται ως μάσκα, ορισμένα από αυτά χρησιμοποιούνται ως παράγοντες για διόγκωση και άλλα χρησιμοποιούνται για να αντικαταστήσουν ακριβά «φυσικά» συστατικά. Ακόμη περισσότερο κάποια χρησιμοποιούνται καθαρά για αισθητικούς λόγους. Προστίθεται αλάτι για τη γεύση, άλλα πρόσθετα για να αντικαταστήσουν τις φυσικές γεύσεις και τα χρώματα χάνονται κατά την επεξεργασία και βοηθούν τα συστατικά να επιβιώσουν.
Μερικά παραδείγματα για το πώς τα τρόφιμα μπορούν να νοθευτούν είναι τα εξής:
Ένα διακρατικό έγκλημα που αφορά την τροφική αλυσίδα της παραγωγής και της διανομής – περιγράφεται ως « το πλυντήριο τροφίμων».
Σε μία περίπτωση, ολλανδικοί επεξεργαστές τροφίμων (η Ολλανδία έχει αναφερθεί να είναι το κέντρο της καταπάτησης)παίρνουν εισαγόμενα φθηνά κατεψυγμένα κοτόπουλα από την Ταϊλάνδη και τη Βραζιλία. Κάποια από αυτά είναι αλατισμένα προκειμένου να αποφύγουν τους ελέγχους της ΕΕ για το νωπό κρέας. Το κρέας στη συνέχεια αποψύχετε, με ένεση με νερό και πρόσθετα ώστε να υποχωρήσει σε γιγαντιαία μηχανήματα, κατά την διάρκεια της διαδικασίας το νερό απορροφάται και το άλας αραιώνεται, για να κάνουν εύγευστο το κοτόπουλο. Στη συνέχεια καταψύχονται εκ νέου και αποστέλλονται σε για περαιτέρω επεξεργασία από τους κατασκευαστές ή του υπευθύνους εστίασης. Πολλά από αυτά έχουν αναφερθεί ότι καταλήγουν σε take-away τροφίμων. Αυτό το είδος του ξεπλύματος χρημάτων, από παράνομες δραστηριότητες, έχει επίσης συσχετιστεί με ευρήματα πρωτεϊνών, από χοιρινό στο κοτόπουλο όταν υπήρξαν κάποιες εκθέσεις των αποβλήτων αγελάδας και θέτει ζητήματα σχετικά με εξάπλωση της νόσου των τρελών αγελάδων. (BSE= bovine spongiform encephalopathy)
Η νόσος των τρελών αγελάδων δεν οφείλεται σε μικρόβιο ή σε ιό αλλά σε μία πρωτεΐνη που ανήκει σε μία νέα ομάδα λοιμωδών παραγόντων που λέγονται prions. Τα prions ανακαλύφθηκαν το 1980 από τον Stanley Prusiner, ο οποίος βραβεύθηκε με βραβείο Nobel το 1997 γι’ αυτό.
Είναι πρωτεΐνες, που μοιάζουν πάρα πολύ με τις πρωτεΐνες των ζώων και των ανθρώπων. Δεν περιέχουν DNA. Οι πρωτεΐνες αυτές διπλώνουν με ανώμαλο τρόπο και όταν ενωθούν με τις κανονικές πρωτεΐνες του εγκεφάλου του ζώου τους προσδίδουν ανώμαλα τρισδιάστατα σχήματα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την αχρήστευσή τους. Σκεφθείτε ένα κομμάτι χαρτί διπλωμένο σε σχήμα αεροπλάνου και το ίδιο χαρτί τσαλακωμένο σε μια μπάλα χαρτί. Οι κατεστραμμένες πρωτεΐνες αποκτούν και οι ίδιες δύναμη και μετατρέπονται σε prions.
Όλα ξεκινούν από μολυσμένη με prions τροφή από κάποιο άρρωστο ζώο. Μέσω του στόματος πηγαίνουν στο λεπτό έντερο και από εκεί, δια μέσου των νεύρων, ταξιδεύουν μέχρι τον εγκέφαλο. Στον εγκέφαλο ενώνονται με τις κανονικές πρωτεΐνες, τις οποίες σιγά-σιγά καταστρέφουν «τσαλακώνοντάς» τες. Στην αρχή αυτό γίνεται αργά και ακολούθως πιο γρήγορα. Το αποτέλεσμα είναι ότι συνεπεία της καταστροφής που γίνεται ο εγκέφαλος καταλήγει να μοιάζει σε σύσταση με σφουγγάρι.
Η παρασκευή τροφίμων περιλαμβάνει κυρίως εκτιμήσεις της υγιεινής των τροφίμων σε εστιατόρια, χώρους πώλησης take-away τροφίμων και οπουδήποτε πραγματοποιείται προετοιμασία τροφίμων, συμπεριλαμβανομένης της συσκευασίας του κοτόπουλου που αναφέρεται παραπάνω. (Which, 2004a).
Στην έρευνα της FSA, το 13 τοις εκατό ανέφεραν ότι έχουν βιώσει δηλητηρίαση, από τρόφιμα κατά το τελευταίο έτος, κυρίως, πίστευαν ότι είναι από τα τρόφιμα που αγοράζονται και καταναλώνονται εκτός σπιτιού. Η έκταση της τροφικής δηλητηρίασης είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, αλλά γενικά, αυξάνονται οι πιθανότητες με τα take-away τρόφιμα. Η τροφική δηλητηρίαση μπορεί φυσικά να σκοτώσει, όπως φαίνεται πιο δραματικά, από το θάνατο των 21 παλαιών συνταξιούχων ηλικίας στο Wishaw, Lanarkshire, οι οποίοι είχαν καταναλώσει κρέας από ένα κρεοπωλείο. Είναι δύσκολο, ωστόσο, να εντοπίζουν την αλυσίδα των αποδεικτικών στοιχείων για να στηριχτεί μια ποινική δίωξη για τροφική δηλητηρίαση – ως εκ τούτου, διώξεις, συχνά λαμβάνουν χώρα, σε εστιατόρια ή take-away εγκαταστάσεις τροφίμων, και αντιπροσωπεύουν μόνο τη κορυφή ενός μεγάλου παγόβουνου.
Ενώ, είναι πολλές, οι παραβιάσεις των κανονισμών υγιεινής, οι διώξεις είναι σχετικά σπάνιες. Παρ ‘όλα αυτά, υπήρξαν επαναλαμβανόμενες κλήσεις ώστε να δημοσιοποιηθούν τα αποτελέσματα της επιθεώρησης της υγιεινής των τροφίμων ευρύτερα. Αυτό μπορεί να γίνει είτε ,με τα εστιατόρια να υποχρεούται να τοποθετήσουν στις πόρτες τους, όπως έγινε στη Δανία και μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών ( «βαθμολογίες στις πόρτες»), ή την υπαγωγή τους, μαζί με τα στοιχεία των διώξεων, στην ιστοσελίδες της τοπικής αρχής. Ένας αριθμός των Τοπικών Αρχών, όπως η Γλασκόβη και το Μπέρμιγχαμ, το κάνουν τώρα αυτό, αν και με τη πρακτική, αυτή είναι αντίθετη η ένωση των εστιατόρων ». Η πρακτική αυτή έχει αποκαλυφθεί, για παράδειγμα, ότι ο Gordon Ramsay, μια διάσημη τηλεοπτική σεφ, αναφέρθηκε για παραβάσεις των κανονισμών υγιεινής. Πραγματοποιούνται επανειλημμένες έρευνες στον τομέα take-away,(Which 2004a). Αυτή η έρευνα αποκάλυψε μια ποικιλία από «βρώμικες πράξεις», συμπεριλαμβανομένης της χρήσης των βρώμικων πανιών και την παρουσία παράσιτων – Αυτή η έρευνα επίσης, διαπίστωσε ότι το 42 τοις εκατό των βρετανικών επιχειρήσεων τροφίμων, το 2001 απέτυχε να συμμορφωθεί πλήρως με τη νομοθεσία για τα τρόφιμα, αν και λιγότερα από 0,5 τοις εκατό διώχθηκαν.
Στην Ελλάδα, στην ιστοσελίδα, του ΕΦΕΤ, αναρτώνται οι ποινές που επιβάλλονται σε εταιρείες, εστιατόρια κοκ που παρανομούν έχοντας συλληφθεί με τέτοιου είδους τρόφιμα.
Όπως επισημάνθηκε παραπάνω, τα συστατικά των τροφίμων εγείρουν, αρκετά θέματα ασφάλειας και θέματα υγείας, αν και τα ζητήματα ασφάλειας συχνά θεωρείται ότι σχετίζονται με την επισήμανση και όχι με την ασφάλεια, κάνοντας έτσι να φαίνονται λιγότερο σοβαρά. Πίσω από τη φαινομενική κοινοτοπία, που αφορά η επισήμανση των τροφίμων, βρίσκονται οι προσπάθειες των κατασκευαστών και των εμπόρων λιανικής πώλησης, σε μια άκρως ανταγωνιστική αγορά, να ενθαρρύνουν τους καταναλωτές να αγοράσουν συγκεκριμένο εμπορικό σήμα των τροφίμων, χρησιμοποιώντας μια ποικιλία από «απαιτήσεις» για την υγεία, τα συστατικά των τροφίμων και τι περιέχουν.
Μια πρακτική, που εδώ και καιρό έχει αναγνωριστεί ως ένα μέσο για την εξαπάτηση των καταναλωτών είναι να πωλούν προϊόντα σε μεγάλες συσκευασίες – η οποία όπως περιγράφεται από τους Clinard και Yeager (1980), είναι η πώληση νωπού αέρα. Η συσκευασία δεν εξαπατά μόνο τους καταναλωτές αλλά μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον.
Ιδιαίτερα στον απόηχο των εκστρατειών για την παχυσαρκία και την κατανάλωση των «junk food», υπήρξαν επαναλαμβανόμενες ανησυχίες με τους ισχυρισμούς των κατασκευαστών σχετικά με την παρουσία θρεπτικών ουσιών, το ποσοστό των διαφορετικών συστατικών, η περιεκτικότητα σε λίπος ή την προέλευση της τροφής. Οι νόμοι επισήμανσης είναι εξαιρετικά περίπλοκοι. Τα τρόφιμα με «Χαμηλά λιπαρά», για παράδειγμα, δεν πρέπει να περιέχουν περισσότερα από 3g λιπαρών ανά 100γραμ, «μειωμένο» στο 25 τοις εκατό λιγότερο, αλλά όροι όπως «light» ή «extra Light » έχουν μικρή σημασία. Όταν το λίπος ανέρχεται στο ποσό των 3g ανά 100g ενώ «πολλοί» θα είναι ισοδύναμο του 20g ανά 100g (Which 2005b). Ένα τρανταχτό παράδειγμα, είναι η απαίτηση που χρησιμοποιείται από μεγάλους κατασκευαστές, ότι το φαγητό που είναι ’90 τοις εκατό χωρίς λιπαρά», σημαίνει ότι θα μπορούσε να περιέχει 10 τοις εκατό λίπος, το οποίο θα είναι υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά. Τέτοιες αξιώσεις έχουν υποβληθεί σε μια σειρά από έρευνες, από την Ένωση Καταναλωτών.
Άλλες πρακτικές περιλαμβάνουν την πώληση τροφίμων σε μεγαλύτερες συσκευασίες, έτσι ώστε ο καταναλωτής να νομίζει ότι αγοράζει περισσότερο φαγητό. Οι προμηθευτές είπαν να επωφεληθούν από τη συμπεριφορά των καταναλωτών –σύμφωνα με την οποία, πολλοί καταναλωτές αγνοούν τις ετικέτες από τις οποίες προκύπτει η ποσότητα και κρίνουν την ποσότητα των αγαθών από το βλέμμα ή την αίσθηση.
Ορισμένες εταιρείες έχουν αναλάβει δράση για το θέμα αυτό, και υπάρχει πλέον μεγαλύτερη πίεση όσον αφορά τη συσκευασία στο πρότυπο των κανόνων της ΕΕ σχετικά με τη μείωση του αριθμού των πλαστικών αποβλήτων που καταλήγουν στους χώρους υγειονομικής ταφής.
Αυτά τα παραδείγματα είναι και πάλι επιλεκτικά. θα μπορούσαν να προστεθούν περισσότερα.
Απεικονίζουν την ευρεία κατάσταση και μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά των εγκλημάτων που αφορούν τα τρόφιμα.
Η μελέτη της διεθνούς εγκληματικότητας έχει ασχοληθεί κατά κύριο λόγο με την παράνομη βιομηχανία, όπως τα ναρκωτικά, το οργανωμένο έγκλημα, το λαθρεμπόριο αγαθών, της εμπορίας ανθρώπων, το ξέπλυμα χρήματος και περιβαλλοντικό έγκλημα.
Εκεί, σπάνια περιλαμβάνονται τρόφιμα. Εγκλήματα που αφορούν, το φαγητό, όπως απεικονίζεται ανωτέρω, θεωρούνται μάλλον ασήμαντα, και αναφέρονται κυρίως ως ζητήματα του «καταναλωτή» και ο φόβος των τροφίμων και όχι ως έγκλημα.
Επιπλέον, όπως είδαμε παραπάνω, τα τρόφιμα, είναι ένα βασικό θέμα στο οποίο έχουμε πολύ σοβαρές περιπτώσεις απάτης και η σύγχρονη επεξεργασία τροφίμων εγείρει πολλά ζητήματα της ασφάλειας – στην πραγματικότητα, είναι ένας βασικός τομέας κινδύνου, που προκαλεί ανησυχία για την εγκληματολογική θεωρία (Loader και Sparks 2002).
Σύμφωνα με τις παραδοσιακές κατηγορίες είναι πιο κοντά στους ορισμούς των εγκλημάτων του οργανωμένου ή λευκού περιλαίμιου και στην εταιρική εγκληματικότητα. (Ruggiero 1996) Ένα παράδειγμα, είναι η ευρέως διαδεδομένη αντίσταση, από πολυεθνικές κατασκευαστές τροφίμων και τους λιανοπωλητές, που επιδιώκουν να αποφύγουν το «γράμμα του νόμου»
Επιπλέον, η ανάλυση του εγκλήματος τροφίμων πρέπει να ενσωματώσει το ευρύτερο κοινωνικό-οικονομικό πλαίσιο της παραγωγής τροφίμων και λιανικού εμπορίου, όπως έχει γίνει σε μελέτες της εταιρικής εγκληματικότητας σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως φαρμακευτικούς ή χημικούς. Έχουν υπάρξει εκκλήσεις από την πράσινη εγκληματολογία (South 1998) και η εγκληματικότητα των τροφίμων μπορεί κάλλιστα να ανήκει σε αυτόν τον τομέα. Επίσης, μοιράζεται πολλά στοιχεία από την εταιρική εγκληματολογία, περιέχοντας ζητήματα και ενέργειες που μπορεί ν ανήκουν σ αυτή και κινείται, ακόμη και σε λεπτά όρια του στενού ποινικού δικαίου (Lynch and Stretesky 2003) Η παραγωγή των τροφίμων, η γεωργία και η αλιεία έχουν μεγάλη περιβαλλοντική σημασία και προκαλούν βλάβες στους ανθρώπους αλλά και σε άλλα είδη.
Η διάθεση των τροφίμων και η συσκευασία των τροφίμων είναι επίσης σημαντικό περιβαλλοντικό ζήτημα. Όπου και ν ανήκει είτε στο εταιρικό έγκλημα, είτε στην «πράσινη» εγκληματολογία, το έγκλημα τροφίμων εγείρει επίσης σημαντικά ζητήματα της κοινωνικής ανισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. θα πρέπει να γίνει μια «νέα» εγκληματολογική κατηγορία, η ανάλυση της οποίας αναπόφευκτα θα περιλαμβάνει την τοποθέτηση στο πλαίσιο των ευρύτερων χαρακτηριστικών της παραγωγή τροφίμων, μερικά από τα οποία μπορεί να θεωρηθούν ως εγκληματογόνοι.
ε. Ο «εταιρικός αποικισμός της φύσης »: Bio-αναζήτηση, βίο-πειρατεία και η ανάπτυξη της πράσινης εγκληματολογίας (South 1994).
Η bioprospecting ή αναζήτηση της βιοποικιλότητας είναι η εξερεύνηση, εξόρυξη και έλεγχος της βιολογικής ποικιλότητας, πολύτιμο αγαθό για τις γενετικές μεταλλάξεις και για τους βιοχημικούς πόρους. Στα αρχικά στάδια, επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό από τα φυτά και από το δασικό οικοσύστημα. Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό, διάφορες άλλες μορφές της βιοποικιλότητας, όπως τα έντομα, τα φύκια και μικροοργανισμοί έχουν διερευνηθεί με μεγάλη επιτυχία.
Η βιοπειρατεία, είναι η εμπορική ανάπτυξη των βιολογικών ενώσεων ή γενετικές αλληλουχίες από μια τεχνολογικά προηγμένη χώρα ή οργανισμό χωρίς να έχει λάβει τη συγκατάθεση ή την παροχή δίκαιηςαποζημίωσης στους λαούς ή έθνη στο έδαφος του οποίου ανακαλύφθηκαν τα υλικά.
Με τον τομέα αυτό, έχει ασχοληθεί κατά πολύ η περιβαλλοντική δικαιοσύνη (White, R. (2004). Πολλές μελέτες έχουν επιστήσει την προσοχή στην περιβαλλοντική θυματοποίηση των κοινοτήτων των φτωχών και των αδύναμων, λόγω των περιοχών στις οποίες βρίσκονται, για παράδειγμα, ρυπογόνες βιομηχανίες, μονάδες επεξεργασίας αποβλήτων ή περιβαλλοντικά επικίνδυνες εγκαταστάσεις (Bullard 2003). Περιβαλλοντικές αδικίες περιλαμβάνουν επίσης τις περιπτώσεις όπου οι τοπικοί, αυτόχθονες πληθυσμοί έχουν βίαια απομακρυνθεί από τη γη στην οποία ανήκουν ή όπου η γη τους έχει αξιοποιηθεί για στρατιωτικές, βιομηχανικές ενέργειες, μεταποίηση αγροτικών προϊόντων ή για άλλους σκοπούς, στερώντας τους κάθε έλεγχο. (Samson 2003). Τα ποσοστά της χρήσης των πόρων και η υποβάθμιση , έχουν αυξηθεί.
Η Περιβαλλοντική δικαιοσύνη αναφέρεται στην κατανομή των περιβαλλόντων μεταξύ των λαών και οι επιπτώσεις συγκεκριμένων κοινωνικών πρακτικών σε συγκεκριμένους πληθυσμούς. Η εστίαση της ανάλυσης αφορά ως εκ τούτου την ανθρώπινη υγεία και την ευημερία και πώς αυτές επηρεάζονται από συγκεκριμένα είδη παραγωγής και κατανάλωσης. Εδώ, μπορούμε να κάνουμε μια διάκριση, μεταξύ περιβαλλοντικών θεμάτων που επηρεάζουν όλους, και εκείνων που επηρεάζουν δυσανάλογα συγκεκριμένα άτομα και ομάδες. ( Williams, C 1996)
Διεθνές έγκλημα είναι ένα σύνθετο από τη φύση του έγκλημα, που περιλαμβάνει και περιβαλλοντικά ζητήματα, που ειδικότερα, αποδεικνύει την οικεία σχέση ανάμεσα στο παγκόσμιο και το τοπικό. Μια σημαντική μελέτη απεικονίζει τη διαπλοκή των πολιτικών, οικονομικών, πολιτιστικών αρχών σε περιβαλλοντικά θέματα και έχει παρασχεθεί από τον Olmo (1987, 1998), και αυτή δείχνει πως «ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών» έχει οδηγήσει σε «εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος» και πόσο πολύ διαφορετικά μέρη συμμετέχουν με διαφορετικούς ορισμούς στις μορφές εγκληματικής δραστηριότητας. Στη δεκαετία του 1980, η κυβέρνηση Ρέιγκαν (όπως και άλλοι πριν και από τότε) υποστήριξε ότι το πρόβλημα των ναρκωτικών ήταν σε μεγάλο βαθμό ένα φαινόμενο εφοδιασμού και ότι απαγόρευση και εξάλειψη ήταν οι δύο στρατηγικές, με στόχο την κατάσχεση των ναρκωτικών, πριν φτάσει, ή, στις ΗΠΑ ή στα σύνορα, καταστρέφοντας την παραγωγή π.χ. μαριχουάνα και κοκαΐνη στα πεδία και τα βουνά της Λατινικής Αμερικής. Ο del Olmo, διερευνά «ένα είδος εγκλήματος που διαπράττεται μέσω της πρόληψης ενός άλλου εγκλήματος ».
Σήμερα, ο νέος πόλεμος είναι για τα ναρκωτικά και τα όπλα. Κατά των ναρκωτικών χρησιμοποιούν τοξικές χημικές ουσίες, που απαγορεύονται διότι μπορούν να προκαλέσουν δηλητηρίαση, μόλυνση των τροφίμων, καθώς και σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα.
Τα προγράμματα εξάλειψης των καλλιεργειών ναρκωτικών, έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα, ως μέθοδο τη περικοπής της παραγωγής ναρκωτικών, αλλά έχουν σοβαρές συνέπειες για την «ποιότητα ζωής» και την υγεία των κατοίκων της περιοχής, ειδικά όταν οι τοξικές χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται ελεύθερα, συχνά με τη χρήση αεροφωτογραφιών μεθόδων ψεκασμού μπορούν να κάψουν μια ευρεία περιοχή. Ο Del Olmo υποστηρίζει ότι ιστορικά τα εν λόγω προγράμματα αποτυγχάνουν και απλώς επεκτείνουν τη βιομηχανία των ναρκωτικών σε νέους τομείς, τελικά, με την διεύρυνση των πηγών εφοδιασμού ».
Έτσι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα διεθνές έγκλημα ευρέος πεδίου το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε οίκο-βίο-γενοκτονία. Αυτό αφορά τη χρησιμοποίηση ένα πολύπλοκου συνόλου τοξικών χημικών ουσιών που απαγορεύονται ή και περιορίζεται στις αναπτυγμένες χώρες, αλλά έχουν μια απεριόριστη αγορά σε χώρες του Τρίτου Κόσμου όπου αυτά τα χημικά προϊόντα χρησιμοποιούνται ευρέως σε προγράμματα εξάλειψης των ναρκωτικών, διότι η μόνη έγνοια είναι να καταστρέψει τις καλλιέργειες μαριχουάνας και κοκαΐνης πριν από την άφιξή τους, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες με σκοπό την προστασία της βόρειας αμερικανικής νεολαίας, ανεξάρτητα από τις συνέπειες για τη νεολαία του Τρίτου Κόσμου». Αυτές οι πολιτικές και οι πρακτικές συνεχίζουν σήμερα και όχι μόνο στη Λατινική Αμερική. Η επίσημη εστίαση είναι σχετικά με τα αποτελέσματα που σχετίζονται με την καταστροφή ή εξάντληση των συγκομιδών ναρκωτικών και ως εκ τούτου τη μείωση της προσφοράς. Από ότι φαίνεται πρέπει να παραμεληθούν, σε μεγάλο βαθμό οι εκτιμήσεις της επιτυχίας ή της αποτυχίας των εν λόγω πρωτοβουλιών και οι συνέπειες της εξάλειψης της χημικής καλλιέργειας για εκείνους που ζουν με τα κατάλοιπα και τη μόλυνση του νερού, καθώς και με τα συμπτώματα της κακής υγείας.
Όσον αφορά τα θέματα των δικαιωμάτων και της δικαιοσύνης, της φύσης και της παγκοσμιοποίησης ένα προφανές ερώτημα είναι κατά πόσον με οι παγκόσμιες ή και οι εθνικές νομοθεσίες μπορούν να προσφέρουν πάντα κατάλληλο χώρο για την προστασία της φύσης και του περιβάλλοντος. Τα αλληλένδετα θέματα του περιβάλλοντος, του ανθρώπου και τα δικαιώματα των ζώων παρουσιάζουν σημαντικές περαιτέρω επιπλοκές, διότι, ανεξάρτητα από το βάσιμο των δικαιωμάτων που βασίζονται σε επιχειρήματα για το περιβάλλον ή τα ζώα, είναι απίθανο να είναι επιτυχής αν δεν συνοδεύεται από θεμελιώδη οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές αλλαγές μεταξύ των ανθρώπων.
Ένα σταθερό θέμα στην παγκόσμια πολιτική συζήτηση σχετικά με τα περιβαλλοντικά δικαιώματα είναι η ανάγκη να δημιουργηθεί μια λογική ισορροπία συμφερόντων μεταξύ της προστασίας του περιβάλλοντος και το κόστος της παροχής.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο White (2004: 279) υποστηρίζει ότι: «Το κράτος … έχει επίσημο ρόλο και δέσμευση για την προστασία των πολιτών από τις χειρότερες υπερβολές ή χειρότερες περιπτώσεις περιβαλλοντικής εξαπάτησης. Εξ ου και η εισαγωγή της εκτεταμένης νομοθεσίας και οι ρυθμιστικές διαδικασίες έχουν σχεδιαστεί για να δώσουν την εμφάνιση της ενεργής παρέμβασης , και ο υπαινιγμός ότι υπάρχουν νόμοι που στην πραγματικότητα δεν αποτρέπουν, αλλά βλάπτουν. Η ύπαρξη αυτών των νόμων μπορεί να ενθαρρύνει το ότι αντικατοπτρίζουν το ιστορικό και συνεχιζόμενο αγώνα για ορισμένα είδη δραστηριοτήτων. Αλλά πώς ή αν χρησιμοποιούνται για άλλη μια φορά θέτουν τα ερωτήματα της σχέσης μεταξύ του κράτους και του επιχειρηματικού τομέα, καθώς και την ικανότητα των επιχειρήσεων για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους από νομικά και έξω-νομικά μέσα.»
Ωστόσο, εφαρμόζονται ιδιαίτερα στις προηγμένες δυτικές χώρες επειδή είναι σε μεγάλο βαθμό αυτές που ασχολούνται με τα περιβαλλοντικά προβλήματα και τις περιοχές της αμφισβήτησης εντός και μεταξύ αυτών των κοινωνιών. Τον αναπτυσσόμενο κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και τις αυτόχθονες κοινότητες με μικρή κοινωνικό-οικονομική εμπλοκή με τη Δύση, καθώς και οι μετά-αποικιακές κοινωνίες εξακολουθούν να αγωνίζονται για τη σταθερότητα και την ασφάλεια.
Η εκμετάλλευση των φυτών, των ζώων, του ανθρώπου, των γενετικών πόρων αντιπροσωπεύει μια αρένα στην οποία τα οικονομικά, πολιτιστικά συμφέροντα και οι αξιώσεις μπορεί να έρθουν σε σύγκρουση.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η συμφωνία για τις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας (TRIPS) ιδρύθηκε. Η Συμφωνία για τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας στον Τομέα του Εμπορίου, γνωστή ως TRIPs (Agreement on Trade Related Aspects of Intellectual Property Rights), είναι τμήμα των συμφωνιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), οργανισμού που δημιουργήθηκε με στόχο την εξάλειψη των φραγμών στην ελεύθερη ανταλλαγή προϊόντων. Τα TRIPs καλύπτουν καθετί που έχει σχέση με τη διανοητική ιδιοκτησία: πνευματική ιδιοκτησία, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, γεωγραφικές ονομασίες προέλευσης, βιομηχανικά σχέδια, σήμα, καθιερώνοντας ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας στα κράτη-μέλη του ΠΟΕ.
Η Συμφωνία TRIPs έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις κυρίως από αναπτυσσόμενα κράτη, τα οποία αρνούνται να προσχωρήσουν στη συνθήκη αυτή, επειδή τη θεωρούν ένα νέο είδος οικονομικής αποικιοκρατίας εκ μέρους της Δύσης.
Η Ελλάδα κύρωσε την Συμφωνία TRIPs με το ν. 2290/1995.
Η συμφωνία TRIPS προέρχεται με μια οργάνωση που ήταν ίσως ελάχιστα γνωστή στο ευρύ κοινό μέχρι το Σιάτλ το 1999 διαμαρτυρίες ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, ένα σώμα που είναι σε μεγάλο βαθμό αόρατο , αλλά παίρνει ακόμα τις αποφάσεις τεράστιας σημασίας για τους παραγωγούς και τους καταναλωτές τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Το πρώτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ενός ζωντανού οργανισμού χορηγήθηκε στις ΗΠΑ την 1η τον Ιούνιο του 1980.
Ουσιαστικά η βιομηχανία της βιοτεχνολογίας από τα τέλη του 20ου και 21ου αιώνα εξάγει αξία από τη βιοποικιλότητα, φυσικούς και ανθρώπινους πόρους, επαναδημιουργία «φυσικών» σε προϊόντα για την εμπορική αγορά (π.χ. ανακύκλωση κύτταρα του δέρματος σε καλλυντικά θεραπείες). Οι χώρες, που παράγουν την μέγα-βιοποικιλότητα και παραδίνουν αυτή σε αναπτυσσόμενες χώρες, θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό κέρδος από οικονομική άποψη από τον πλούτο τους στη βιοποικιλότητα. Το πρόβλημα είναι αν «εμπορικά συμφέροντα» θα αναγνωρίσουν αυτό το γεγονός. Όπως, όταν χρησιμοποιούνται από τους αυτόχθονες πληθυσμούς αυτά τα φυσικά προϊόντα έχουν μια θέση στην πολιτιστικά και κοσμολογικά συστήματα.
Ένα παράδειγμα του διπλώματος ευρεσιτεχνίας έβγαλε το Πανεπιστημίου του Μισισιπή «US Patent Νο 5401504 για κουρκούτη, το οποίο έχουν οι Ινδοί εδώ και καιρό να επουλώσει τις πληγές γρηγορότερα ».
Άλλη περίπτωση, είναι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για μία χημική πρωτεΐνη του δέντρου GreenHeart της Γουιάνας, υποβάλλοντας μια περιγραφή για τις ΗΠΑ γραφείο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σχετικά με το παξιμάδι του δέντρου ως πηγή αντιπυρετική (Δηλ χρήσιμες για την πρόληψη ή τον έλεγχο του πυρετού) με πιθανές εφαρμογές σε θεραπείες για την ελονοσία, τον καρκίνο και πιθανώς AIDS.
Υποσχέσεις θεραπείας και την πρόληψης της νόσου δείχνουν ότι είναι η πιο σημαντική ανακάλυψη που έχει γίνει. Ωστόσο, η φυλή Wapishana η οποία έχει περάσει το χρόνο της στην Αμαζονία έχει μια καθιερωμένη γνώση του και το σύνολο των χρήσεων για τα παράγωγα από την GreenHeart (π.χ. το τρίψιμο να σταματήσει αιμορραγίες, την πρόληψη των λοιμώξεων και τη χρήση για αντισύλληψη). Όπως ήταν αναμενόμενο, η Wapishana, είχε, αντιρρήσεις για την κατοχύρωση με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ενός τοπικού πόρου και την παραδοσιακή τους γνώση για το κέρδος μιας παγκόσμιας επιχείρησης. Vidal.
Μια άλλη περίπτωση, βασίζεται στην εκμετάλλευση της βιοποικιλότητας του Αμαζονίου το 1986 όπου η Λόρεν Miller απέκτησε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας των ΗΠΑ για μια δήθεν ποικιλία γνωστή ως Ayahuasca η οποία έχει καλλιεργηθεί και χρησιμοποιείται για ιατρικούς και θρησκευτικούς σκοπούς σε όλη αυτή την περιοχή για αιώνες μέχρι την προφανή ερώτημα ήταν πώς ένας ξένος θα μπορούσε να «ανακαλύψει » τις ιδιότητες και να διεκδικεί την κυριότητα; Μια μακρά διαμάχη ακολούθησε με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το πρώτο είναι το 1999, αλλά στη συνέχεια αποκαταστάθηκε το 2001.
Εδώ βρίσκονται οι ρίζες της πράσινης εγκληματολογίας για βίο-διπλώματα ευρεσιτεχνίας και της βιοτεχνολογίας.
Η Βίο-γεωργία, έχει αναπτύξει ως μορφή της τη βίο-πειρατεία και την ώθηση της αποικιακής εκμετάλλευσης. Το βασικό στοιχείο της αδικίας τίθεται με δύο τρόπους:
Στην περίπτωση της εμπορευματοποίησης των προϊόντων που ενσωματώνουν την παραδοσιακή γνώση, αυτόχθονες και τοπικές κοινότητες υφίσταται μια διπλή απώλεια. Από τη μια πλευρά, δεν μπορούν να μοιραστούν τα οφέλη, που προκύπτουν από το νέο προϊόν, λόγο του ότι το δικαίωμα αυτό μένει στο κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Από την άλλη πλευρά, οι εφαρμογές της σύγχρονης βιοτεχνολογίας συχνά, έχουν εξαλείψει την ανάγκη για την εμπορική καλλιέργεια του αρχικού φυτού, στερώντας έτσι τον τοπικό πληθυσμό από μια άλλη πηγή εισοδήματος.
Οι διάφορες αιτίες ανησυχίας, είναι ότι η βασική αρχή της κατοχύρωσης, με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, γίνεται κατάφωρα και επανειλημμένα με παραβίαση. Το δίκαιο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας υποτίθεται απαιτεί ότι μια εφεύρεση ή ανακάλυψη είναι σαφώς και προφανώς μύθος. ο Clark (2000) εξηγεί ότι για να χορηγηθεί δίπλωμα ευρεσιτεχνίας: Δεν είναι αρκετό να προσδιορίσει τη γονιδιακή αλληλουχία που υπάρχει επίσης, αλλά να είναι «εφευρετική».
Ένας από τα σημαντικότερους επικριτές της βίο-αναζήτησης, ως «λεηλασία της φύσης και της γνώσης » είναι ο Vandana Shiva (1998), ο οποίος έχει υποστηρίξει ότι αυτό συνιστά αποικιακή κλοπή. Βίο-πειρατεία αποτελεί μια επέκταση της αποικιακής εκμετάλλευσης σε ύστερη νεωτερικότητα.
Αυτό ενισχύει, το επιχείρημα από τους πράσινους εγκληματολόγους, (Lynch and Stretesky) για την ανάπτυξη και χρήση της επιστήμης για να υποστηρίξει την υπόθεση και τα δεινά όσων έχουν πέσει θύματα αλλά συχνά αποκλείονται από την προσφυγή σε διαμαρτυρία.
Φυσικά, θα ήταν αφελές και ανόητο να αρνηθούμε ότι ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου δημόσιου αγαθού, ακολούθησε από τη Δυτική ηγεσία, το δρόμο της προόδου στον τομέα της υγείας και τις αγροτικές επιστήμες που οφείλουν την έμπνευση και την προέλευσή τους σε πρακτικές ή προϊόντα που προέρχονται από αναπτυσσόμενες χώρες. Αναμφίβολα, η υγεία των ανθρώπων και των ζώων και η παροχή κοινωνικής πρόνοιας σε μεγάλο βαθμό έχει ωφεληθεί από την ανακάλυψη και τις εμπορικές επενδύσεις που καθιστούν διαθέσιμες τις σύγχρονες μορφές φαρμακευτικών προϊόντων (Aguilar, G. (2001) Παρά τις επικρίσεις για τη συμπεριφορά των διεθνών φαρμακευτικών εταιρειών, τέτοια φάρμακα μπορούν και κάνουν αγώνα για την πρόληψη ή τη σταθεροποίηση σε χρόνιες παθήσεις και στις αναπτυγμένες και τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Ωστόσο, ακόμη και αναγνωρίζοντας όλα αυτά, το βασικό ζήτημα είναι ότι η διαδικασία αυτή συνήθως δεν οδηγεί σε θετικά οφέλη για τους κατοίκους των περιοχών προέλευσης και μερικές φορές αντί να παράγει, οφέλη, γι αυτούς υφίσταται και συνολικά αρνητική έκβαση της κλοπής της παραδοσιακής τους γνώσης. Τα ζητήματα που προκύπτουν για κάποιον που ασχολείται με τις παγκόσμιες ανισότητες και την αδικία στην εγκληματολογία, αφορά τα οικεία θέματα της ιδιοκτησίας, της εξουσίας, και του ελέγχου.
Τα τελευταία χρόνια η εγκληματολογία έχει επηρεαστεί από την ανάπτυξη του νόμου, τη δημόσια εκστρατεία και την κοινωνική διαμαρτυρία για να αγκαλιάσει σοβαρά τα «δικαιώματα», σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα γενικότερα και τα δικαιώματα των θυμάτων, των γυναικών, των μειονοτήτων, των ζώων ειδικότερα.
Η άρνηση των δικαιωμάτων – ακόμη και όταν δεν είναι ποινικό αδίκημα – εξετάζεται σε διάφορους τομείς της εγκληματολογίας (από θυματολογία, αποκαταστατική δικαιοσύνη για εγκλήματα πολέμου), μέχρι τα δικαιώματα στους παραδοσιακούς τρόπους της ζωής και την προστασία από την εκμετάλλευση της γης, τον πολιτισμό και λαογραφία (ως θεμέλια της παραδοσιακής γνώσης), θέματα, που έχουν παραμεληθεί στην εγκληματολογία, καθώς και αναποτελεσματικά επιβίωσαν στο εθνικό και το διεθνές δίκαιο. (Orkin 2003).
Με την εξαίρεση του Walters (2004), ο οποίος αγγίζει το θέμα της βιο-μεταλλευτικής έναντι βιο-πειρατείας, η βιβλιογραφία στην εγκληματολογία φαίνεται να μην έχει καμία συνεισφορά στη συζήτηση για τα θέματα που θίγονται στο παρών κεφάλαιο. Σε αντίθεση, η ευρύτερη κοινωνική και φυσική λογοτεχνία της επιστήμης παρέχει τώρα ένα σημαντικό ποσό της σχετικής έρευνας και της συζήτησης, συχνά αντανακλώντας τις ανησυχίες και τις έννοιες σε θέματα κυριότητας έναντι κλοπής, κατάχρησης εξουσίας και ούτω καθεξής.
Όπως, Hauck παρατηρεί, «Εγκληματολογία είναι μια πειθαρχία με έναν ρόλο να παίξει στην πολιτικοποίηση των περιβαλλοντικών βλαβών και η δράση που είναι κατάλληλη για τη διατήρηση των πόρων και τα προς το ζην ». Η κίνηση προς μια πράσινη εγκληματολογία θέτει στόχους ώστε να παρέχει μια νέα προοπτική για την άδικη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, των οικοσυστημάτων, στους ανθρώπους και τα ζώα, καθώς και τις συνέπειες στην υγεία, τη κοινωνική πρόνοια και τα δικαιώματα όλων που επηρεάζονται από τις εν λόγω ενέργειες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Agnew, R. (2012). ‘It’s the End of the World as We Know It: The advance of climate change from a criminological perspective’, in R. White (ed.), Climate Change from a Criminological Perspective. New York: Springer.
Archer 2001 Australias Drinking Water: the coming crisis, Sydney pure water press 34-36).
Bakan, J. (2004) The Corporation: The Pathological Pursuit of Profit and Power. London: Constable.
Beck, U. (1996) ‘World Risk Society as Cosmopolitan Society? Ecological Questions
in a Framework of Manufactured Uncertainties’, Theory, Culture, Society, 13(4): 1–32.
Becker HS (1963) Outsiders: studies in the sociology of deviance. New York: The Free Press.
Beirne,P From Animal Abuse to Interhuman Violence, a critical review of the progression thesis, society and animals, 12(1), 39-65, 2004n Bierne P, Animals rights, animal abuse and green criminology in P. Beirne and N. South, Issues in green criminology, devon willan pubblishing.
Beirne, P., South, N. (2013). Issues in green criminology. Routledge
Block, Α. (1991). Perspectives on organizing crime: Essays in opposition. Dordrecht: Kluwer
Carrabine, E., Cox, P., Lee, M., Plummer, K., South, N. (2009) Criminology: A Sociological Introduction (2nd edition), Chapter 19, Routledge
Croall, H. (2007). ‘Food Crimes’, in P. Beirne and N. South (eds), Issues in Green Criminology: Confronting harms against environments, humanity and other animals. Cullompton: Willan.
Cohen, S. (1993). ‘Human Rights and Crimes of the State: The culture of denial’, Australian and New Zealand Journal of Criminology, 26 ( 2): 97– 115.
Chunn, D., Boyd, S. and Menzies, R. (2002) ‘ “We All Live in Bhopal”: Criminology Discovers Environmental Crime’, in S. Boyd, D. Chunn and R. Menzies (eds) Toxic Criminology: Environment, Law and the State in Canada. Halifax: Fernwood Publishing. .
Davison, A. (2004). ‘Sustainable Technology: Beyond fix and fixation’, in R. White (ed.), Controversies in Environmental Sociology. Cambridge: Cambridge University Press.
Fenwick M (2004) New directions in cultural criminology. Theoretical Criminology 8: 377–386. Ferrell J (1995) Culture, crime, and cultural criminology. Journal of Criminal Justice and Popular Culture 3: 25–42. Ferrell J (1998a) Criminalizing popular culture. In: Bailey FY and Hale DC (eds) Popular culture, crime, and justice. Belmont, CA: West/Wadsworth. Ferrell J (1998b) Criminological Verstehen. In: Ferrell J and Hamm MS (eds) Ethnography on the edge. Boston, MA: Northeastern University Press. Ferrell J (1999) Cultural criminology. Annual Review of Sociology 25: 395–418. Ferrell J (2001a) Cultural criminology. In: McLaughlin E and Muncie J (eds) The Sage dictionary of criminology. London: SAGE Publications. Ferrell J (2001b) Tearing down the streets: adventures in urban anarchy. New York: Palgrave. Ferrell J (2003) Cultural criminology. In: Schwartz MD and Hatty SE (eds) Controversies in critical criminology. Cincinnati, OH: Anderson Publishing Company. Ferrell J (2004a) Boredom, crime and criminology. Theoretical Criminology 8: 287–302. Ferrell J (2004b) Scrunge city. In: Ferrell J, Hayward K, Morrison W and Presdee M (eds), Cultural criminology unleashed. London: Glasshouse.
at Democritus Univ of Thrace on March 13, 2016cmc.sagepub.comDownloaded from
132 CRIME MEDIA CULTURE 9(2)
Ferrell J (2006) Cultural criminology. In: Henry S and Lanier MM (eds), The essential criminology reader. Boulder, CO: Westview. Ferrell J (2011) Corking as community policing. Contemporary Justice Review 14: 95–98. Ferrell J, Hayward KJ, Morrison W and Presdee M (2004) Fragments of a manifesto: Introducing Cultural Criminology Unleashed. In: Ferrell J, Hayward KJ, Morrison W and Presdee M (eds), Cultural criminology unleashed. London: Glasshouse. Ferrell J, Hayward KJ and Young J (2008) Cultural criminology: an invitation. London: SAGE Publications
Forni, O. (2010) ‘Mapping Environmental Crimes’, Freedom From Fear Magazine, March. Turin: United Nations Interregional Crime and Justice Research Institute.
Gleick P (2010) Bottled and sold: the story behind our obsession with bottled water. Washington: Island Press.
Gibbs, C., McGarrell, E., and Axelrod, M. (2010b). ‘Transnational White-Collar Crime and Risk: Lessons from the global trade in electronic waste’, Criminology & Public Policy, 9( 3): 543– 560.
Gibbs, C., McGarrell, E., and Axelrod, M. (2010b). ‘Transnational White-Collar Crime and Risk: Lessons from the global trade in electronic waste’, Criminology & Public Policy, 9( 3): 543– 560.
Gibbs, C., McGarrell, E.F., Axelrod, M., and Rivers, L. (2011). ‘Conservation Criminology and the Global Trade in Electronic Waste: Applying a multi-disciplinary research framework’, International Journal of Comparative and Applied Criminal Justice, 35( 4): 269– 291.
Harvey, D 1996, Justice, Nature and the Geography of Difference. Oxford: Blackwell.
Hayman, G. and Brack, D. (2002) International Environmental Crime: The Nature and Control of Environmental Black Markets. London: Sustainable Development Programme, Royal Institute of International Affairs.
Henry S and Milovanovic M (1991–1992) Constitutive criminology: The maturation of critical theory. Criminology 29: 293–316.
Herbig and Joubert , 2006, criminological semanties conservation criminology, vision or vagary, acta criminological, 88-103
Herbig, F.J., (2010). ‘The Illegal Reptile Trade as a Form of Conservation Crime: A South African criminological investigation’, in R. White (ed.), Global Environmental Harm: Criminological perspectives. Cullompton: Willan.
Higgins, P. (2010). Eradicating ecocide: laws and governance to prevent the destruction of our planet. London: Shepheard-Walwyn.
Lawrence, F. (2004a) Not on the Label! What Really Goes into the Food on Your Plate. London: Penguin Books.
Lawrence, F. (2004b) ‘Supermarkets criticised over water in fresh pork’, The Guardian, 16 July 2004. (www.guardian.co.uk/food/story/ accessed 20 December 2005).
Lemieux, A., and Clarke, R. (2009). ‘The International Ban on Ivory Sales and its Effects on Elephant Poaching in Africa’, The British Journal of Criminology, 49( 4): 451– 471.
Lynch, M. (1990). ‘The Greening of Criminology: A perspective on the 1990s’, The Critical Criminologist, 2( 3): 1– 4 and 11– 12.
Lynch, M., Stretesky, P. (2003). ‘The Meaning of Green: Contrasting criminological perspectives’, Theoretical Criminology, 7( 2): 217– 238.
Lynch, M., Stretesky, P. (2006). ‘Toxic Crimes: Examining corporate victimization of the general public employing medical and epidemiological evidence’, in N. South and P. Beirne (eds), Green Criminology. Aldershot: Ashgate.
Lynch, M., Stretesky, P. (2010). ‘Global Warming, Global Crime: A green criminological perspective’, in R. White (ed.), Global Environmental Harm: Criminological perspectives. Cullompton: Willan.
Lynch M., Stretesky, P.B. (2011) Similarities between green criminology and green science: Toward a typology of green criminology. International Journal of Comparative and Applied Criminal Justice, 293-306.
Mares D (2010) Criminalizing ecological harm: Crimes against carrying capacity and the criminalization of eco-sinners. Critical Criminology 18: 279–293.
Main E (2008) Bottled water. National Geographic: Green Guide. Summer: 28.
Munro, L. (2004) ‘Animals, “Nature” and Human Interests’, in R. White (ed.) Controversies in Environmental Sociology. Melbourne: Cambridge University Press.
Opel A (1999) Constructing purity: Bottled water and the commodification of nature. Journal of American Culture 22: 67–77.
Pearce F., Tombs S. (2002) Toxic Capitalism: Corporate Crime and the Chemical Industry
Pellow, D. (2007). Resisting Global Toxics: Transnational movements for environmental justice. Cambridge, MA: MIT Press
Potter, G. 2014 Environmental crime and its victims. Farnham : Ashgate p. 7-22. 16 p.)
Ruggiero, V. (1996). Organised and corporate crime in Europe: offers that can’t be refused. Aldershot:Dartmouth.
Ruggiero V, 1998, The new European criminology, crime and social order in Europe, London, Routledge,
Ruggiero, V., South, N., (2010). Critical criminology and crimes against the environment. Critical Criminology, 245-250.
South, N., (1998) ‘A Green Field for Criminology, A Proposal for a Perspective’, Theoretical Criminology , 2(2): 211–233.
Smith, D. and Vivekananda, J. (2007) A Climate of Conflict: The Links Between Climate Change, Peace and War. London: International Alert
South, N. and Beirne, P., (2006) Green Criminology . Aldershot: Ashgate.
South, N., (2007) ‘The “Corporate Colonisation of Nature”: Bio-prospecting, Bio-piracy and the Development of Green Criminology’, in P. Beirne and N. South (eds) Issues in Green Criminology. Devon: Willan Publishing.
South, N., Wyatt, T., (2011). ‘Comparing Illicit Trades in Wildlife and Drugs: An exploratory study’, Deviant Behaviour, 32: 538– 561.
South, N., Brisman, A., (2013). Routledge international handbook of green criminology. Routledge.
Sollund, R., (2008). Global harms: Ecological crime and speciesism. New York. Nova Publishers.
Stretesky, P., Long, M., and Lynch, M., (2013). The Treadmill of Crime: Political economy and green criminology. London: Routledge.
Walters, R (2010). Eco crime. In J. Muncie, D. Talbot, & R. Walters, Crime: Local and global. Devon and Cullompton.
Wellsmith, M., (2010). ‘The Applicability of Crime Prevention to Problems of Environmental Harm: A consideration of illicit trade in endangered species’, in R. White (ed.), Global Environmental Harm: Criminological perspectives. Cullompton: Willan.
Williams C (1996), An environmental victimology. Social Science 23 (1) 16-40. Reprinted in White R. ed 2009, Environmental Crime: Α reader. 200-222. Cullompton. Willan Pubblishing.
Williams, C., (2009). ‘An Environmental Victimology’, in R. White (ed.), Environmental Crime: A reader (pp. 200– 222). Cullompton: Willan.
Walters, R., (2010). Eco crime. In J. Muncie, D. Talbot, & R. Walters, Crime: Local and global. Devon and Cullompton.
Williams, C. (2009). ‘An Environmental Victimology’, in R. White (ed.), Environmental Crime: A reader (pp. 200– 222). Cullompton: Willan.
White, R., (1999) ‘Criminality, Risk and Environmental Harm’, Griffith Law Review, 8(2): 235–257.
White, R., (2002) ‘Environmental Harm and the Political Economy of Consumption’, Social Justice, 29(1–2): 82–102.
White, R., (2003) ‘Environmental Issues and the Criminological Imagination’, Theoretical Criminology, 7(4): 483–506.
White, R., (2004) ‘Introduction: Sociology, Society and the Environment’, in R. White (ed.) Controversies in Environmental Sociology. Melbourne: Cambridge University Press.
White, R., (2007a) ‘Green Criminology and the Pursuit of Social and Ecological Justice’, in P. Beirne and N. South (eds) Issues in Green Criminology. Devon: Willan Publishing.
White, R., (2007c) Dealing with Environmental Harm: Green Criminology and Environmental Law Enforcement , Briefing Paper No. 5, Tasmanian Institute for Law Enforcement Studies. Hobart: University of Tasmania.
White, R. (2008) Crimes Against Nature: Environmental Criminology and Ecological Justice, Willan.
White, R., (2008a) ‘A Green Criminological Perspective’, in E. McLaughlin and T. Newburn (eds) The Sage Handbook of Criminological Theory. London: Sage. White, R. (2008b) ‘Depleted Uranium, State Crime and the Politics of Knowing’, Theoretical Criminology, 12(1): 31–54.
White, R., (2008) Crimes Against Nature: Environmental Criminology and Ecological Justice, Willan.
White, R., (2011) Transnational Environmental Crime: Toward an Eco-Global Criminology. London Routledge.
White, R., Heckenberg, D., (2014-02-03). Green Criminology: An Introduction to the Study of Environmental Harm. Taylor and Francis. Kindle Edition.
Interpol and United Nations Environment Programme (Interpol and UNEP) (2012). ‘Summit Report: International Chiefs of Environmental Compliance and Enforcement’. Lyon: Interpol and UNEP.
Van Duyne,I, The phantom and the threat of organized crime, crime, law and social change, 1996, vol 24, no 4, p 341-377
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου, 2020, σελ. 752 επ (ανάτυπο σε μορφή pdf)
Εγκλήματα κατά της μη ανθρώπινης ζωής στην πράσινη εγκληματολογία
Crimes against animal life in green criminology.
Ευαγγελία Γάκη, Δικαστικός Λειτουργός
Η πράσινη εγκληματολογία περιλαμβάνει μια σειρά επιβλαβών δραστηριοτήτων κατά της μη ανθρώπινης ζωής. Στο παρόν άρθρο, επιχειρείται μια προσέγγιση των εγκλημάτων κατά της μη ανθρώπινης ζωής μέσα από αρθρογραφίες ξένων εγκληματολόγων και μια ενδεικτική προβολή των ήδη συσσωρευμένων βλαβών του περιβάλλοντος που βρίσκονται σε συνάρτηση με τα ανωτέρω εγκλήματα.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Με τον όρο (animal abuse) κακοποίηση των ζώων, αναφερόμαστε σε εκείνες τις ανθρώπινες ενέργειες που προκαλούν πόνο, θάνατο βασανισμό, ή ακόμα και πέρα από αυτό, δυσμενείς συνέπειες στην ευημερία τους. Η προσβολή των ζώων μπορεί να είναι ψυχική, φυσική ή συναισθηματική. Μπορεί να περιλαμβάνει ενεργητική κακοποίηση ή παθητική παραμέληση, και μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση.[1]
ΑΜΕΣΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ : Η κακοποίηση ή η σκληρότητα εις βάρος των ζώων έχει οριστεί ως «μια κοινωνικά απαράδεκτη συμπεριφορά που προκαλεί σκόπιμα περιττή αγωνία, πόνο ή και θάνατο ενός ζώου» [2]. Οι Vermeulen και Odenda, μιλώντας για ζώα συντροφιάς, διαίρεσαν τους τύπους κακοποίησης σε σωματική και ψυχική, με τον πρώτη να περιλαμβάνει ενεργή η παθητική κακοποίηση, π.χ. επίθεση, ακρωτηριασμός, κτηνοτροφία ή παθητική παραμέληση ή άγνοια, π.χ. έλλειψη τροφής και νερού και εμπορική εκμετάλλευση, π.χ. σκύλο. Η ψυχική κακοποίηση επίσης περιγράφηκε ως ενεργή κακοποίηση ή παθητική παραμέληση. Η κακοποίησης ζώων [3] είναι μια ενοχλητική, αντικοινωνική και παράνομη συμπεριφορά η οποία είναι πιθανό να έχει αρνητικές αναπτυξιακές συνέπειες και στα παιδιά. Ενδέχεται να οδηγήσει σε άλλες μορφές διαπροσωπικής επιθετικότητας, τόσο εντός όσο και εκτός της οικογένειας και να αποτελεί ένδειξη μορφών βίας που συμβαίνουν σε οικογένειες. Η σχέση μεταξύ κακοποίησης ζώων και ανθρώπινης διαπροσωπικής βίας έχει καταδειχθεί πολλάκις. Ενδεικτικά μια μελέτη στο Νιου Τζέρσεϋ [4] διαπίστωσε ότι στο 88% των οικογενειών στις οποίες σημειώθηκε σωματική κακοποίηση παιδιών, κακοποιήθηκαν και τα κατοικίδια ζώα. Μια άλλη μελέτη που συνδέει τη συζυγική κακοποίηση και τη βία με τα κατοικίδια ζώα [5] έδειξε ότι από το 71% των γυναικών σε καταφύγιο για καταπατημένες γυναίκες που είχαν κατοικίδια ζώα, δήλωσε ότι οι βίαιοι σύντροφοί τους είχαν απειλήσει , βλάψει ή ακόμα και σκοτώσει ένα ή περισσότερα από τα κατοικίδια ζώα τους. Η κακοποίηση ζώων από παιδιά έχει επίσης διερευνηθεί ως δείκτης μελλοντικής βίας και αναδρομικές μελέτες σε κρατούμενους και ψυχικά ασθενείς ανέφεραν ότι συσχετίζεται μ ένα ιστορικό βίαιων εγκλημάτων .[6]
Τα προσβαλλόμενα ζώα συνιστούν σημάδια της ανθρώπινης βίας. Εάν ο άνδρας, κακοποιεί την σύζυγο του, είναι πολύ πιο πιθανό ότι σ` αυτό το σπίτι τα παιδιά θα είναι παραμελημένα ή κακοποιημένα Τα σπίτια όπου ο άνδρας προσβάλει την γυναίκα ή το αντίθετο, θα είναι τυχερά αν δεν έχουν παιδιά να κάνουν το ίδιο ή τουλάχιστον το ένα προς το άλλο. Στις περιπτώσεις της ενδοοικογενειακής βίας οι άνθρωποι συχνά χρησιμοποιούν ζώα ως όργανα ψυχολογικής και φυσικής τρομοκρατίας. Στις περισσότερες οικογένειες που ασκείται βία στα ζώα, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να ασκείται και ενδοοικογενειακή βία. Εμπειρικά περιστατικά, δείχνουν ότι όταν εξακριβωθεί βία στα ζώα είναι δύσκολο να μην υπάρχει βία και στην οικογένεια. “[…] ο κοινός παρονομαστής για τους σειριακούς δολοφόνους που κακοποίησαν τα ζώα είναι η επιθυμία να επιβάλουν πόνο για ευχαρίστηση. Έτσι, για τα άτομα αυτά, η βία και στις δύο περιπτώσεις – τα ζώα και τους ανθρώπους-αφορά τη σαδιστική άσκηση εξουσίας και τον έλεγχο των άλλων. Κατά συνέπεια, δεν βλάπτει μόνο τα ζώα αλλά τα βασανίζει. δεν προκαλεί απλά πόνο αλλά τα κάνει να υποφέρουν και δεν είναι θύματα οποιαδήποτε ζώα, αλλά αυτά, όπως οι γάτες και τα σκυλιά, που είναι οι πιο ανθρωπομορφισμένα και πιο κοντά στην κουλτούρα μας. Σε αυτές οι περιπτώσεις, υποστηρίζεται συχνά, ότι οι μέθοδοι βίας που χρησιμοποιούνται είναι παρόμοιες και για τον άνθρωπο και για τα ζώα.[7]
Η κακοποίηση των ζώων, σε πολλές περιπτώσεις περιγράφεται μέσω ενός καταλόγου πράξεων ή παραλείψεων και όχι μόνο μέσω ενός συγκεκριμένου νομικού ορισμού της κακοποίησης. Αναφέροντας ενδεικτικά στοιχειοθετεί κακοποίηση
Η πράσινη εγκληματολογία, ασχολείται με τα δικαιώματα των ζώων. Παρόλα αυτά, υπάρχουν επικριτές των δικαιωμάτων της μη ανθρώπινης ζωής οι οποίοι υποστηρίζουν το κίνημα του ειδισμού. Ο ειδισμός (spiecism) αναφέρεται στην διάκριση των ανθρώπων από τα ζώα, θεωρώντας τα τελευταία κατώτερα από το ανθρώπινο είδος.[9]Ο ειδισμός ξεκίνησε για πρώτη φορά από τον Richard Ryder το 1970, σε ένα φυλλάδιο, το οποίο διανεμήθηκε στην Οξφόρδη ως ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στον πειραματισμό των ζώων. Η ιδέα κέρδισε παγκόσμια φήμη όταν το χρησιμοποίησε ο Peter Singer (1985) στο βιβλίο του για την απελευθέρωση των ζώων, το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1975. Η ιδέα απαιτεί κάποια σκέψη: Καθώς η Beirne και η Cazaux βασίζονται στον Singer, στο λεξικό The Sage της εγκληματολογίας ορίζουν τον «ειδισμό» ως προκατάληψη ή προκατειλημμένη συμπεριφορά που ευνοεί τα συμφέροντα του ίδιου του είδους έναντι εκείνων των μελών άλλων ειδών.[10]Ο ειδισμός υποστηρίζει τη διάκριση ή την εκμετάλλευση ορισμένων ειδών από τον άνθρωπο, λόγω του ότι υπερέχει ο τελευταίος. Η έννοια αυτή εξομοιώνεται με το ρατσισμό και το σεξισμό, στο μέτρο που αυτές αναφέρονται και σε μορφές αυθαίρετων διακρίσεων.[11]
Ο ορισμός των ζώων άρχισε γενικά από μια ανθρωποκεντρική βάση ακόμη και όταν σκοπός της συζήτησης είναι να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα των δικαιωμάτων των ζώων. Έτσι, για παράδειγμα, οι βασικοί συγγραφείς σε αυτόν τον τομέα (όπως ο Singer και ο Regan) χρησιμοποιούν τη φράση «μη ανθρώπινη ζωή ».[12] Τα ζώα, εκτός από τον άνθρωπο, δεν πρέπει να καθορίζονται με ανθρώπινη άρνηση, αλλά με ορολογία όπως «άνθρωποι και άλλα ζώα».[13]
Οι δραστηριότητες του speciesism, συνεπάγονται την κακομεταχείριση των ζώων μέσα από τις οποίες ένα ζώο υφίσταται πόνο, πρόωρο θάνατο και ψυχολογική, φυσική και συναισθηματική καταπόνηση, σύμφωνα με τους υποστηρικτές μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις πρέπει ν ορίζεται ως έγκλημα. Στην πραγματικότητα, η νομοθεσία, νομιμοποιεί τη κακομεταχείριση των ζώων, λόγω του ότι ο πόνος μπορεί να καθοριστεί ως «περιττός» ή «μη εκτενής» .[14]
Δυστυχώς δεν υπάρχει μια καλά δομημένη κατηγορία στην Εγκληματολογία που να ασχολείται με τα εγκλήματα κατά των ζώων, τα οποία δεν αντιμετωπίζονται σαν αληθινό έγκλημα, αλλά σαν μια μικρή επίθεση ενάντια στην κοινωνία.[15]
ΕΜΠΟΡΙΟ ΑΓΡΙΑΣ ΖΩΗΣ : Ανάμεσα στις επιβλαβείς δραστηριότητες κατά της μη ανθρώπινης ζωής και μια μορφή έμμεσης κακοποίησης, θεωρείτε το παράνομο εμπόριο άγριας πανίδας και άγριας ζωής.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να δοθεί ένας ορισμός ως προς την έννοια της μεταφοράς άγριων ζώων καθώς και μια σύντομη επεξήγηση της Σύμβασης για το Διεθνές Εμπόριο Ειδών της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας (CITES), η οποία αποτελεί τη σημαντικότερη διεθνή Συνθήκη. Η διακίνηση άγριας πανίδας ως περιβαλλοντικό έγκλημα αποτελεί κίνδυνο για το περιβάλλον, είναι καταχρηστική για τα ζώα και συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια λόγω των δεσμών της με άλλες εγκληματικές δραστηριότητες, όπως η διαφθορά, το οργανωμένο έγκλημα και τη τρομοκρατία.[16]
Υπάρχουν τέσσερις ξεχωριστές κατηγορίες για τις οποίες πραγματοποιείται εμπορία άγριων ζώων: α) για να χρησιμοποιηθούν ως μεταποιημένα εμπορεύματα, β) για να χρησιμοποιηθούν ως είδη συλλογής, γ) για την παραγωγή παραδοσιακών φάρμακων και δ) τροφίμων.
Η “διακίνηση άγριας φύσης” περιγράφει ολόκληρο το ταξίδι ενός απειλούμενου ή / και προστατευόμενου ζώου, φυτού ή παραγώγου του – από την μεταφορά του σε άγρια κατάσταση μέχρι την άφιξή του στον τελικό του προορισμό. Όπως εξηγεί ο Burgener, το εμπόριο περιλαμβάνει τη συλλογή, τη συγκομιδή, την κατοχή, την επεξεργασία, την απόκτηση ή τη μεταφορά με σκοπό την αγορά, εισαγωγή, εξαγωγή, πώληση, ανταλλαγή.[17]
Όπως προαναφέρθηκε, το εμπόριο της άγριας ζωής περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα ζώων και φυτών. Η CITES (2011) (Convention on International Trade in Endangered Species of Wild Fauna and Flora)[18], η κυριότερη διεθνής Σύμβαση που διέπει το εμπόριο άγριων ζώων (νόμιμο και παράνομο), απαριθμεί πάνω από 30.000 είδη που διακινούνται ενεργά και χρήζουν προστασίας. Επί του παρόντος, υπάρχουν 175 χώρες μέλη που έχουν υπογράψει αυτήν τη σύμβαση, η οποία μέσω συστήματος αδειοδότησης παρέχει ποικίλους βαθμούς εμπορικής ρύθμισης των απειλούμενων ή / και απειλούμενων ειδών. Το σύστημα αδειών κατανέμεται σε τρία παραρτήματα της σύμβασης, όπου τα είδη ζώων και φυτών απαριθμούνται σύμφωνα με το επίπεδο προστασίας που χρειάζονται για να επιβιώσουν. Κάθε χώρα μέλος έχει μία ή περισσότερες επιστημονικές αρχές που πραγματοποιούν αυτούς τους προσδιορισμούς σε συνεργασία με επιστημονικές αρχές άλλων κρατών μελών κατά τις συνεδριάσεις όλων των μελών. Το παράρτημα I επιτρέπει το εμπόριο, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, επειδή τα είδη αυτά κινδυνεύουν να εξαφανιστούν. Το παράρτημα ΙΙ περιορίζει το εμπόριο εντός καθορισμένων ποσοστώσεων για να εξασφαλίσει ότι η χρησιμοποίηση των ειδών αυτών δεν φθάνει σε επίπεδο που θα απειλήσει την επιβίωσή τους. Το παράρτημα ΙΙΙ καλύπτει εκείνα τα είδη που προστατεύονται σε τουλάχιστον μία χώρα και για τα οποία η εν λόγω χώρα έχει ζητήσει συνδρομή για την παρακολούθηση του εμπορίου (CITl’s 2011a). Το σύστημα αδειοδότησης αποτελείται από άδειες εισαγωγής, άδειες εξαγωγής και άδειες επανεξαγωγής που διαχειρίζεται η διαχειριστική αρχή μιας χώρας (CITES 2011α).
Το παράνομο εμπόριο άγριας ζωής περιλαμβάνει ζώντα ζώα, όπως πουλιά, ελέφαντες, ψάρια, έντομα, μικρότερες γάτες, ερπετά, καρχαρίες και τίγρεις, καθώς και ζωντανά φυτά, όπως κάκτοι, φαρμακευτικά φυτά και ορχιδέες. Μέρη και παράγωγα της άγριας πανίδας περιλαμβάνονται όπως: κοράλλια, κύστεις αρκούδων, κρέας βοοειδών, χαβιάρι, κοράλλια, γούνες, ελεφαντόδοντο, ζυγαριές πανγκολίν, ρινόκερος, μαλλί shahtoosh (από νεκρή θιβετιανή αντιλόπη), πτερύγια καρχαρία, δέρματα (ερπετά και θηλαστικά) και τμήματα τίγρεων (CITES 2011 c).
Ως προς το πεδίο εφαρμογής, ο κατάλογος της άγριας φύσης στην προηγούμενη ενότητα είναι αντιπροσωπευτικός και όχι εξαντλητικός. Όπως φαίνεται από αυτόν τον κατάλογο, η κλίμακα και η έκταση της παράνομης διακίνησης είναι αρκετά μεγάλη. Πράγματι, οι νόμιμες εκτιμήσεις για το εμπόριο άγριας πανίδας και χλωρίδας που τίθεται από την CITES (2011 c) έχει να κάνει με εκατοντάδες εκατομμύρια ζώα, φυτά και παράγωγα τους κάθε χρόνο σε όλο τον κόσμο αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων. Όπως συμβαίνει και με άλλα εγκλήματα, τη πραγματική έκταση της παράνομης διακίνησης αγρίων ζώων είναι δύσκολο να τη γνωρίζουμε. Αυτό μπορεί να επιδεινωθεί στην περίπτωση του παράνομου εμπορίου άγριων ζώων λόγω των απομακρυσμένων περιοχών στις οποίες λαμβάνει χώρα το περιβαλλοντικό έγκλημα[19]
Η εμπορία ζώων είναι μία από τις πιο κερδοφόρες μαύρες αγορές στον πλανήτη μετά από τα ναρκωτικά και τα όπλα. Εκτιμάται ότι περίπου 8 έως 20 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως περνούν από τα χέρια των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων, των οποίων η δράση κατατάσσεται στην ίδια κατηγορία με την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, ανθρώπων και όπλων. [20]Όχι μόνον απειλεί την επιβίωση ορισμένων εμβληματικών ειδών, αλλά επίσης ευνοεί τη διαφθορά, δημιουργεί ανθρώπινα θύματα και στερεί τις φτωχότερες κοινότητες από εισόδημα ζωτικής σημασίας. Ο αριθμός αυτός δεν περιλαμβάνει την ετήσια παράνομη αγορά φυτών ή πολύτιμης ξυλείας, την οποία η Παγκόσμια Τράπεζα αποτιμά σε περίπου 15 δισεκατομμύρια δολάρια. Επιπλέον, η εκτίμηση των 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων αντικατοπτρίζει μόνο την τελική αξία των ζώων ως προϊόντα, δεν προσμετρά το κόστος ζημιάς στο περιβάλλον ούτε υπολογίζει άλλη αξία της άγριας πανίδας πέρα από ή εκτός από την οργανική και οικονομική αξία που έχει αυτή για τον άνθρωπο.
Το Φεβρουάριο του 2016[21] η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε μια Ανακοίνωση για το σχέδιο δράσης της ΕΕ για την καταπολέμηση της παράνομης εμπορίας άγριων ειδών ή οποία προβλέπει μια συνολική στρατηγική για συλλογικές προσπάθειες καταπολέμησης της εγκληματικότητας εις βάρος της άγριας πανίδας της ΕΕ και για την ενίσχυση του ρόλου της Ε.Ε. στην παγκόσμια καταπολέμηση αυτών των παράνομων δραστηριοτήτων. Το σχέδιο περιλαμβάνει τρεις βασικούς άξονες- καλύτερη επιβολή του νόμου, καλύτερη συνεργασία και αποτελεσματικότερη πρόληψη. Το σχέδιο δράσης πρόκειται να εφαρμοστεί από την ΕΕ (υπηρεσίες της επιτροπής, ΕΥΕΔ,Europol, eurojust) και τα κράτη μέλη της μέχρι το 2020. Στόχος είναι η ανάπτυξη μια πιο στρατηγικής προσέγγισης των ελέγχων και της επιβολής των κανόνων κατά της εμπορίας άγριων ειδών σε επίπεδο Ε.Ε. Το σχέδιο δράσης της Ε.Ε. κατά της Εμπορίας της Άγριας Πανίδας έχει επίσης στόχο της ενίσχυσης των προσπαθειών διασφάλισης της υλοποίησης του χάρτη πορείας της Ε.Ε. για την εξάλειψη της παράνομης θανάτωσης, παγίδευσης και εμπορίας πτηνών.[22] Μέχρι και σήμερα δεν έχουμε δει κανένα ουσιώδες αποτέλεσμα εφαρμογής των ανωτέρω.
Σε μια έκθεση το 2017 της ΜΚΟ Birdlife υπολογίζεται ότι 36 εκ. πτηνά θανατώνονται παρανόμως κάθε χρόνο καθώς μεταναστεύουν στην περιοχή της Μεσογείου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση κατά το 30% του πληθυσμού ορισμένων ειδών και την πλήρη εξαφάνιση ειδών από ορισμένες περιοχές.[23]
Παρόλο που η παράνομη αγορά προϊόντων άγριας ζωής και άγριας πανίδας έχει ιστορικά παραβλεφθεί από την εγκληματολογική κοινότητα και από τις κοινωνίες εν γένει, η εμπορία άγριων ζώων αποτελεί σημαντικό πεδίο διερεύνησης διότι δημιουργεί απτά κινδύνους σε πολλές περιοχές του πλανήτη. Αυτοί οι κίνδυνοι μπορούν να αναλυθούν σε τρεις κατηγορίες βλαβών: 1) κίνδυνος για το περιβάλλον, 2) κακοποίηση ζώων, και 3) απειλές για την ασφάλεια των εθνών και του λαού τους.[24]
Ο κίνδυνος για το περιβάλλον που δημιουργείται από την εμπορία άγριων ζώων μπορεί να χωριστεί σε δύο περιβαλλοντικές ζημίες: απώλεια της βιοποικιλότητας και μετάδοση ζωονόσων και άλλων ασθενειών. Η βιοποικιλότητα των γεωργικών εκτάσεων αναφέρεται στα άγρια ζώα (δηλαδή όχι σε εκτρεφόμενα ζώα), όπως μικρά θηλαστικά, πτηνά και έντομα, στη φυσική βλάστηση σε λειμώνες, αρόσιμες γαίες και μόνιμες καλλιέργειες, καθώς και στην υπόγεια ζωή. Ο Wilson εκτιμά ότι κάθε χρόνο χάνονται 27.000 είδη.[25] Η απώλεια ουσιαστικής βιοποικιλότητας στα οικοσυστήματα λόγω της εξαφάνισης των ζώων καλύπτεται εν μέρει λόγω της ζήτησης του εμπορίου της άγριας ζωής στην μαύρη αγορά. Η καταστροφή των οικοτόπων θεωρείται η σοβαρότερη απειλή για τα ζώα, αλλά το κυνήγι και η λαθροθηρία είναι σχεδόν εξίσου καταστροφικές, με αποτέλεσμα την απώλεια τουλάχιστον δύο ζωικών ειδών έως ακόμη και την εξαφάνιση τους κάθε χρόνο.[26]Μια πιο πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι το ένα τρίτο των απειλούμενων ειδών πτηνών και θηλαστικών απειλούνται λόγω άμεσης ανθρώπινης εκμετάλλευσης μέσω του κυνηγιού. Οι εξαφανίσεις διαταράσσουν τα οικοσυστήματα, πράγμα που αποδείχθηκε με την απομάκρυνση του cougar από την κοιλάδα Yosemite. Στην περίπτωση αυτή, η απώλεια των κούγκαρς έχει οδηγήσει σε αύξηση του πληθυσμού ελαφιού μουλιού, η οποία στη συνέχεια οδήγησε στην υπερβολική κατανάλωση βλάστησης από τα ελάφια αυτά. Λόγω της μικρότερης βλάστησης, παρατηρήθηκε αύξηση της εδαφικής απώλειας. Ουσιαστικά, η απώλεια ενός ζώου έχει επηρεάσει ολόκληρο το οικοσύστημα.[27]
Η βιοποικιλότητα μπορεί επίσης να τεθεί υπό αμφισβήτηση μέσω της εισαγωγής ξένων ειδών και ασθενειών που μεταφέρονται σε χώρες μέσω του νόμιμου και παράνομου εμπορίου άγριων ζώων. Το αλλοδαπό είδος μπορεί να ανταγωνιστεί τα μη αυτόνομα είδη για βασικούς πόρους. Αυτό είναι εμφανές στη Βρετανία σήμερα, όπου οι γκρίζοι σκίουροι, οι οποίοι εισήχθησαν τον 19ο αιώνα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ξεπερνούν τώρα τον εγγενή κόκκινο σκίουρο από 66 σε 1 [28]. Επιπλέον, ο Karesh και οι συνάδελφοί του παρατηρούν ότι «όλο και περισσότερο το παγκόσμιο πεδίο εφαρμογής αυτού του εμπορίου, σε συνδυασμό με την ταχεία μεταφορά μέσω μόντεμ και το γεγονός ότι οι αγορές χρησιμεύουν ως κόμβοι δικτύου και όχι ως τελικά σημεία προϊόντος, αυξάνει δραματικά την κίνηση και την πιθανή μετάδοση μεταξύ των ειδών των μολυσματικών παραγόντων που κάθε ζώο φυσικά φιλοξενεί”.[29] Μια τέτοια μετάδοση της λοίμωξης, καταλήγουν στο συμπέρασμα, ότι απειλεί «το ζωικό κεφάλαιο, το διεθνές εμπόριο, τα αγροτικά μέσα διαβίωσης, τους ιθαγενείς πληθυσμούς άγριων ζώων και την υγεία των οικοσυστημάτων».[30]
Ο ρόλος της ΕΕ στην προστασία της βιοποικιλότητας είναι ζωτικής σημασίας, διότι θεσπίζει περιβαλλοντικά πρότυπα και συγχρηματοδοτεί τις περισσότερες γεωργικές δαπάνες των κρατών μελών. Τον Μάιο του 2020, η Επιτροπή δημοσίευσε τη στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030.[31]
Η ειδική έκθεση αριθ. 13/2020, με τίτλο «Βιοποικιλότητα των γεωργικών εκτάσεων: η συμβολή της ΚΓΠ (κοινή γεωργική πολιτική) δεν κατάφερε να αναχαιτίσει τη μείωσή της», η οποία δημοσιεύθηκε στις 5-06-2020 -ήτοι στην Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος, κατά την οποία εορτάζεται επίσης η βιοποικιλότητα-, καταλήγει ότι η ΚΓΠ δεν ήταν αποτελεσματική στην ανάσχεση της επί δεκαετίες μείωσης της βιοποικιλότητας, και η εντατική γεωργία παραμένει μία από τις κύριες αιτίες για την απώλειά της. Οι ελεγκτές διαπίστωσαν κενά στη στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2020, καθώς και στον συντονισμό της με την ΚΓΠ. Επιπλέον, η παρακολούθηση από την Επιτροπή των δαπανών της ΚΓΠ για τη βιοποικιλότητα δεν είναι αξιόπιστη, και το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης της ΚΓΠ έχει μικρό θετικό αντίκτυπο. Ορισμένα καθεστώτα της ΚΓΠ έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες βελτίωσης της βιοποικιλότητας, αλλά η Επιτροπή και τα κράτη μέλη προέκριναν επιλογές με περιορισμένο αντίκτυπο.
Στην Ευρώπη, ο αριθμός και η ποικιλία των ειδών που ενδημούν σε γεωργικές εκτάσεις ακολουθούν εδώ και χρόνια φθίνουσα πορεία. Από το 1990, οι πληθυσμοί των πτηνών των γεωργικών εκτάσεων και των πεταλούδων των λειμώνων –που αποτελούν κατάλληλο δείκτη των αλλαγών– έχουν μειωθεί σε ποσοστό άνω του 30%. Η εντατική γεωργία έχει οδηγήσει σε μείωση της αφθονίας και της ποικιλομορφίας της φυσικής βλάστησης, και κατά συνέπεια των ζώων, και εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες της απώλειας βιοποικιλότητας.
Το 2011, η Επιτροπή συμφώνησε σε μια στρατηγική για την ανάσχεση της απώλειας βιοποικιλότητας έως το 2020. Δεσμεύθηκε να αυξήσει τη συμβολή της γεωργίας και της δασοκομίας στη διατήρηση της βιοποικιλότητας και έθεσε ως στόχο να επιφέρει «μετρήσιμη βελτίωση» στην κατάσταση διατήρησης των ειδών και των οικοτόπων που επηρεάζονται από τη γεωργία. Στο πλαίσιο των ελεγκτικών εργασιών τους, οι ελεγκτές επισκέφθηκαν την Κύπρο, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, την Πολωνία και τη Ρουμανία, με σκοπό να αξιολογήσουν κατά πόσον η ΚΓΠ συνέβαλε στη βελτίωση της βιοποικιλότητας των γεωργικών εκτάσεων, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο η ΕΕ πέτυχε τους στόχους της.
Οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι η στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2020 δεν έθεσε μετρήσιμους στόχους για τη γεωργία, δυσχεραίνοντας έτσι την αξιολόγηση της προόδου και των επιδόσεων των δράσεων που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ. Επιπλέον, ο συντονισμός μεταξύ των πολιτικών και των στρατηγικών της ΕΕ που αφορούσαν τη βιοποικιλότητα ήταν ανεπαρκής, με αποτέλεσμα, παραδείγματος χάριν, να μην αντιμετωπιστεί η μείωση της γενετικής ποικιλότητας – ενός υποσυνόλου της βιοποικιλότητας.
Οι ελεγκτές συνιστούν στην Επιτροπή να συντονίσει καλύτερα τη στρατηγική για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030, να ενισχύσει τη συμβολή των άμεσων ενισχύσεων και της αγροτικής ανάπτυξης στη βιοποικιλότητα των γεωργικών εκτάσεων, να παρακολουθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια τις δαπάνες στο πλαίσιο του προϋπολογισμού και να αναπτύξει αξιόπιστους δείκτες για την αξιολόγηση του αντίκτυπου της ΚΓΠ.[32]
Το εμπόριο άγριας ζωής θεωρείται ότι, επιτρέπει τη μετάδοση ασθενειών από τα ζώα στον άνθρωπο. [33] Αυτό αποδεικνύεται στις περιπτώσεις των γατών και του ιου SARS και των πιθήκων και του ιού Ebola.[34]Το SARS και η Ebola είναι μόνο δύο από τις πολλαπλές ζωονοσογόνες ασθένειες που μπορούν να μεταφερθούν από μη ανθρώπινη ζωή σε άνθρωπο.[35] Το παράνομο εμπόριο παρακάμπτει τις κύριες επιθεωρήσεις των κτηνιάτρων που διασφαλίζουν την υγεία των ζώων, την ασφάλεια των βιομηχανιών τροφίμων και τους ανθρώπους που καταναλώνουν τα προϊόντα αυτά.
Το 2020 το WWF δίνει στη δημοσιότητα έρευνα γνώμης, με τίτλο “Η πανδημία του κορωνοϊού (COVID-19) και το παράνομο εμπόριο άγριας ζωής σε 5 Ασιατικές αγορές”.[36] Η έρευνα που υλοποιήθηκε από τη διεθνή συμβουλευτική εταιρεία GlobeScan, για λογαριασμό του WWF, στοχεύει να εξετάσει τη σύνδεση μεταξύ της λειτουργίας των παράνομων και μη ελεγχόμενων αγορών άγριας ζωής για κρέας με την αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης και έξαρσης πανδημιών, όπως είναι ο κορωνοϊός. Στο πλαίσιο αυτό, η έρευνα εστίασε σε 5 συνολικά Ασιατικές αγορές (Χονγκ Κονγκ, Ιαπωνία, Μιανμάρ, Ταϊλάνδη και Βιετνάμ), καταγράφοντας και αναλύοντας τη γνώμη των κατοίκων των συγκεκριμένων χωρών για τη λειτουργία των παράνομων αγορών άγριας ζωής εν μέσω πανδημίας κορωνοϊού.[37]
Σημειώνεται πως η έρευνα πραγματοποιήθηκε στις αρχές Μαρτίου (3-11 Μαρτίου 2020), οπότε τα πρώτα καταγεγραμμένα κρούσματα του κορωνοϊού είχαν κάνει μεν την εμφάνισή τους, όμως ακόμα δεν μιλούσαμε για πανδημία παγκόσμιας κλίμακας.
Η πρόσφατη έξαρση του κορωνοϊού έφερε στη δημόσια συζήτηση το κρίσιμο θέμα της σύνδεσης των ζωονόσων (δηλαδή των ασθενειών που μεταφέρονται από τα ζώα στον άνθρωπο), με το παράνομο εμπόριο άγριας ζωής και τις αντίστοιχες αγορές που λειτουργούν στη Νοτιοαναλοτική Ασία. Από τη δημοσκόπηση, στην οποία συμμετείχαν συνολικά 5.000 κάτοικοι σε Χονγκ Κόγνκ, Ιαπωνία, Μιανμάρ, Ταϊλάνδη και Βιετνάμ, προκύπτει πως το 82% είναι πολύ έως και πάρα πολύ ανήσυχο για την έξαρση του κορωνοϊού και τις συνέπειές του στην ανθρώπινη υγεία και την οικονομία, ενώ το 93% εξ αυτών στη Νοτιοανατολική Ασία και στο Χονγκ Κονγκ (δηλ. σε όλες τις χώρες της έρευνας πλην της Ιαπωνίας ) θα υποστήριζε κυβερνητικές προσπάθειες και δράσεις προκειμένου να κλείσουν οι παράνομες και οι μη ελεγχόμενες αγορές άγριας ζωής στις χώρες τους. Σημειώνεται πως τα άγρια ζώα που πωλούνται περισσότερο στις εν λόγω αγορές είναι τα ζωντανά πτηνά (46%), τα φίδια (34%), οι νυχτερίδες (23%), οι μοσχογαλές (20%), οι παγκολίνοι (19%) και οι χελώνες (15%), ενώ πολύ συχνά ανάμεσά τους διακινούνται και απειλούμενα είδη.
Αντίστοιχα, 8 στους 10 συμμετέχοντες και στις πέντε χώρες δήλωσαν πως θα ανησυχούν πολύ έως πάρα πολύ για την εμφάνιση μελλοντικών εξάρσεων σε περίπτωση που δεν ληφθούν μέτρα για την παύση της λειτουργίας αυτών των αγορών, ενώ στην ερώτηση σχετικά με το πώς θα υποστήριζαν πρωτοβουλίες για το κλείσιμο των αγορών, το 55% απάντησε πως θα σταματούσε να καταναλώνει άγρια ζώα, το 53% θα προσπαθούσε να πείσει και άλλους να μην αγοράζουν/ καταναλώνουν τέτοια είδη, το 50% θα υποστήριζε σχετικές δράσεις επικοινωνίας για το κλείσιμο των αγορών και το 49% θα βοηθούσε στη διάδοση πληροφοριών σχετικά με την αναγκαία προστασία των ζώων. [38]
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) αναφέρει ότι η σημερινή πανδημία COVID-19, μαζί με τουλάχιστον το 61% όλων των ανθρώπινων παθογενειών, προέρχονται από ζωονόσους. Σε αυτό το πλαίσιο, επιβεβαιώνεται πως το παράνομο και ανεξέλεγκτο εμπόριο άγριων ζώων, με το στοίβαγμα ειδών και τις ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής, αυξάνει κατακόρυφα τον κίνδυνο εμφάνισης και στη συνέχεια εξάπλωσης των ζωονόσων. Ταυτόχρονα, η διαπίστωση αυτή αναδεικνύει το παράνομο εμπόριο άγριων ζωών ως τη δεύτερη μεγαλύτερη άμεση απειλή για τη βιοποικιλότητα παγκοσμίως, μετά την καταστροφή των οικοτόπων.[39]
Επειδή η διακίνηση άγριων ζώων μπορεί να απειλήσει ή να βλάψει μια σειρά διασυνδεδεμένων ειδών και οικοσυστημάτων, καθώς και τους υφιστάμενους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία, η διακίνηση άγριων ζώων πρέπει να θεωρείται ένα παγκόσμιο πρόβλημα και όχι να αφορά μια συγκεκριμένη περιοχή του κόσμου. Η περιβαλλοντική ζημία που προκαλείται από την απώλεια βιοποικιλότητας αλλά και από τις ζωονοσογόνες ασθένειες που προκύπτουν από την εμπορία άγριων ζώων είναι άξια κρινολογικής σκέψης όχι μόνο λόγω των αρνητικών συνεπειών για τους ανθρώπους από την περιβαλλοντική βλάβη, αλλά και επειδή το περιβάλλον και άλλα είδη αξίζει να εξεταστούν από μόνα τους. Η διακίνηση άγριων ζώων έχει καταστροφικές συνέπειες τόσο για τη διατήρηση της άγριας ζωής όσο και για την καλή διαβίωση των ζώων. Η βλάβη που προκύπτει από την κακή μεταχείριση των ζώων είναι πολύπλευρη. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τη σύλληψη των ζώων μπορεί να είναι καταχρηστικές, όπως στην περίπτωση της συγκομιδής, η οποία χρησιμοποιεί αδιάκριτες παγίδες που μπορεί μερικές φορές να συλλάβουν το λανθασμένο είδος, αφήνοντας συχνά το παγιδευμένο ζώο τραυματισμένο και στον πόνο για ώρες μέχρι να πεθαίνει τελικά από τα τραύματά του ή επειδή το σκοτώνει ο παγιδευτής. Άλλες μορφές εμπορίας άγριων ζώων, όπως αυτή των αρκούδων για τη χολή, συνεπάγονται τη διατήρηση των ζωντανών αρκούδων σε μικροσκοπικά κλουβιά και τη «γαλακτοκομία» τους με τη χρήση μεταλλικής διακλάδωσης απευθείας από τη χοληδόχο κύστη τους, επιτρέποντας έτσι στη χολή να στάζει.
Το λαθρεμπόριο που πραγματοποιείται για τη μεταφορά ζώων που διακινούνται από την πηγή προς τον προορισμό είναι επίσης καταχρηστικό για τα ζώα. Τα ζώα τοποθετούνται σε μικρούς σφιγμένους κλωβούς χωρίς φαγητό ή νερό για μεγάλα ταξίδια. Το ποσοστό επιβίωσης για ορισμένα είδη, όπως τα αμφίβια που φτάνει στο 10%, είναι συγκλονιστικό.[40] Μερικές φορές τα ζώα είναι ναρκωμένα κατά την διάρκεια του λαθρεμπορίου. Στην περίπτωση των γερακιών, τα βλέφαρα τους είναι συχνά ραμμένα και κλειστά κατά τη διάρκεια της μεταφοράς για να προσπαθήσουν να τα ηρεμήσουν κατά τη διάρκεια του άκρως αγχωτικού ταξιδιού τους.[41]Οι εγκληματολόγοι θα πρέπει να ενδιαφερθούν για την σκληρότητα κατά των ζώων αλλά και για τη συσχέτιση αυτής και των βίαιων εγκλημάτων μεταξύ των ανθρώπων.[42]Η κακοποίηση των ζώων έχει εξεταστεί από εγκληματολόγους όσον αφορά τις παραλληλισμένες συμπεριφορές που μπορεί να προσφέρει στην ανθρώπινη κακοποίηση [43]. Επιπλέον, ορισμένες μορφές κακοποίησης των ζώων θεωρείται ότι είναι δείκτες που θα μπορούσαν να εμφανιστούν σε διαμάχες ή βιαιότητες μεταξύ των ανθρώπων[44]. Ο Kant[45] δήλωσε ότι τα ζώα πρέπει πάντα να υποβάλλονται σε ανθρώπινη μεταχείριση όχι για χάρη του ζώου, αλλά για χάρη των ανθρώπων που διατηρούν την ανθρωπιά τους και συνεπώς την αλληλεπίδρασή τους με άλλους ανθρώπους. Από αυτή την άποψη, η ανακούφιση από την κακοποίηση ζώων μπορεί να ισοδυναμεί με μείωση των ανθρωπίνων εγκλημάτων.
Η θεσμοθετημένη κακοποίηση που είναι ενσωματωμένη στη νομοθεσία (η CITES δεν έχει συγκεκριμένη ρήτρα ευημερίας) και έλεγχος της έκτασης αυτής της βίας και της σκληρότητας, αποτελούν σημαντικούς λόγους για την έρευνα για την εμπορία άγριων ζώων και για μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τη μείωση της ταλαιπωρίας της άγριας ζωής. Η μείωση του παράνομου εμπορίου άγριας πανίδας θα ωφελούσε τα έθνη και τους ανθρώπους και στον αγώνα τους εναντίον άλλων εγκλημάτων που επηρεάζουν τον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό ιστό των κρατών.
Μια άλλη δυσμενή συνέπεια που έχει το παράνομο εμπόριο άγριας πανίδας είναι ότι συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια των χωρών, λόγω όχι μόνο των αρνητικών επιπτώσεων που έχει στους ανθρώπους και στο περιβάλλον, αλλά και εξαιτίας της ελλιπούς εθνικής ασφάλειας. Οι συνέπειες αυτές παρουσιάζονται με τη μορφή της διαφθοράς, του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας – οι οποίες είναι όλες πτυχές της διακίνησης άγριων ζώων. Το παγκόσμιο έγκλημα δεν έχει μόνο αυξηθεί σε όγκο, αλλά χάρη στην ικανότητά του να συγκεντρώνει τα κολοσσιαία κέρδη, έχει γίνει μια ισχυρή πολιτική δύναμη.[46] Η απουσία του κράτους δικαίου, επιτρέπει στους εγκληματίες να απειλούν τη κρατική κυριαρχία. Ένα κράτος που δεν μπορεί να καταστείλει τη διαφθορά ή το οργανωμένο έγκλημα χάνει τη νομιμότητά του, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της δημοκρατικής πολιτικής.[47]
Στις υπό ανάπτυξη χώρες, η οικονομική ανάπτυξη και η υιοθέτηση της δημοκρατίας μπορεί να καθυστερήσει λόγω της εσωτερικής διαφθοράς στην επιβολή του νόμου.[48] Σε χώρες όπου η οικονομία είναι ήδη ασταθής, το ποινικό δίκαιο μπορεί να συμβάλει στην αστάθεια αυτή.[49] Εκτός από την ύπαρξη εγκληματικότητας, οι δεσμοί μεταξύ της διακίνησης άγριων ζώων και της διαφθοράς του κράτους, του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας έχουν βαθιές διεθνείς και εθνικές συνέπειες σε σχέση με την ασφάλεια. Τα όργανα επιβολής του νόμου και οι δημόσιοι λειτουργοί θεωρείται ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της διάπραξης αυτού του παράνομου εμπορίου. Στα υψηλότερα επίπεδα της κρατικής μηχανής διακυβέρνησης, η διακίνηση άγριων ζώων μπορεί να διευκολυνθεί μέσω πλαστογραφημένων γραφειοκρατικών πράξεων και από υπαλλήλους που αποφεύγουν την εφαρμογή ή την επιβολή της νομοθεσίας που διέπει αυτή τη μαύρη αγορά.[50]
Στα σύνορα κατά τη διάρκεια του λαθρεμπορίου της άγριας πανίδας, λαμβάνει χώρα δωροδοκία μικρότερων αξιωματούχων και μεταφορέων για να προσφέρουν έναν διάδρομο για το φυτό ή το ζώο μέσω της μαύρης αγοράς .[51] Οι αστυνομικοί ή οι τελωνειακοί υπάλληλοι στα σύνορα δωροδοκούνται είτε εξαιτίας της κουλτούρας τους που δεν τους εμποδίζει να αποδεχτούν μια τέτοια δραστηριότητα,[52]είτε μερικές φορές λόγω της πίεσης που δέχονται από ανώτερους διεφθαρμένους αξιωματούχους οι οποίοι επωφελούνται από το παράνομο εμπόριο άγριων ζώων.
Επιπλέον, η υπερεκμετάλλευση των πόρων και της άγριας ζωής μπορεί να αυξήσει τη σπανιότητα ενός είδους. Αυτή η σπανιότητα, με τη σειρά της, αυξάνει την αγοραία αξία της άγριας ζωής, θέτοντας την σε περαιτέρω κίνδυνο.[53]Παράλληλα, η φτώχεια συνδέεται με την εμπορία άγριας πανίδας, επειδή η λαθροθηρία αποτελεί πηγή εισοδήματος για τους ανθρώπους, δημιουργώντας έτσι μια κυκλική σχέση μεταξύ της διαφθοράς, της φτώχειας και της διακίνησης άγριων ζώων. Η διαφθορά συνδέεται επίσης με το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία, όπου οι διεφθαρμένοι αξιωματούχοι συμμετέχουν ή συνεργάζονται με τέτοιες δραστηριότητες[54]
Στη δεκαετία του 1990, το οργανωμένο έγκλημα αρχίζει τις δραστηριότητές του στο παράνομο εμπόριο άγριων ζώων. Αυτό που θεωρείται ευρέως είναι ότι η εμπορία άγριων ζώων έχει πολύ χαμηλό κίνδυνο ανίχνευσης, ελάχιστη τιμωρία και τα κέρδη είναι αρκετά υψηλά, με εκτιμήσεις γύρω στο 800 τοις εκατό. Επιπλέον, η λαθροθηρία ή η συλλογή ορισμένων απειλούμενων ειδών και η μεταγενέστερη παράνομη διακίνηση τους στην αγορά μπορεί να είναι μια περίπλοκη διαδικασία που απαιτεί ένα ορισμένο επίπεδο οργάνωσης που μπορούν να προσφέρουν οι ομάδες οργανωμένου εγκλήματος[55]. Επίσης, θεωρείται ότι συμβάλλει στη συμμετοχή του οργανωμένου εγκλήματος άγριων ζώων το άνοιγμα των συνόρων σε όλο τον κόσμο. Οργανωμένες συμμορίες λαθρεμπόρων εκμεταλλεύτηκαν τις αυξημένες δυνατότητες εμπορίας ανθρώπων που προέρχονται από την χαλάρωση των συνόρων και τη μείωση της επιβολής του νόμου στα σύνορα.[56] Για το οργανωμένο έγκλημα, το κέρδος είναι το κύριο κίνητρο. Σε αντίθεση με την προηγούμενη πεποίθηση των αναλυτών ασφαλείας ότι αυτοί οι εγκληματίες δεν θα θέσουν σε κίνδυνο τα κέρδη τους συνδέοντας με άτομα υψηλού κινδύνου, φαίνεται ότι είναι πλέον πρόθυμα να διακινδυνεύσουν τις αυξημένες πιθανότητες ανίχνευσης και δίωξης μέσω συνεργασίας με τρομοκράτες.[57]
Η Shelley[58] αναφέρει πώς οι τρομοκρατικές ομάδες χρησιμοποιούν τις ίδιες εγκληματικές μεθόδους με τους διεθνείς εγκληματίες, αλλά ότι τα κίνητρά τους είναι διαφορετικά, καθώς τα κέρδη προάγουν τους ευρύτερους πολιτικούς και ιδεολογικούς τους στόχους. Πιθανότατα, η εμπορία άγριων ζώων θα μπορούσε να είναι μία από αυτές τις εγκληματικές μεθόδους που χρησιμοποιούν οι τρομοκράτες .Η παράνομη διακίνηση αγρίων ζώων είναι σαν τα άλλα περιβαλλοντικά εγκλήματα, καθώς διαβρώνει την εξουσία του κράτους και δημιουργεί μια κουλτούρα ανομίας, εξαντλεί φυσικούς πόρους και απομακρύνει την πηγή διαβίωσης για τους φτωχότερους ανθρώπους.
Οι ακόλουθες τέσσερις προτεινόμενες κατηγορίες κατανέμονται ανάλογα με τη ζήτηση, αντανακλώντας τα κίνητρα των καταναλωτών για την αγορά προϊόντων άγριας πανίδας και χλωρίδας.
Πρώτα στην κατηγορία ζήτησης είναι τα μεταποιημένα προϊόντα. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει «προϊόντα άγριας πανίδας» που μπορεί να είναι πιο άφθονα, όπως τα απειλούμενα σκληρά δέντρα και εκείνα που είναι σπάνια, όπως η απειλούμενη αντιλόπη από το Θιβέτ. Τα προϊόντα αυτής της κατηγορίας έχουν κοινά. Πρώτον, το προϊόν πρέπει να ληφθεί από τη φύση, είτε με τη λαθροθηρία, είτε με τη συγκομιδή και στη συνέχεια να μεταποιηθεί με κάποιο τρόπο στη μορφή με την οποία θα πωληθεί στην αγορά. Τα προϊόντα της άγριας ζωής αυτής της κατηγορίας περιλαμβάνουν δέρματα, γούνες, shahtoosh (μαλλί από μια σκοτωμένη αντιλόπη του Θιβέτ), δέρμα και ξυλεία. Η άγρια φύση που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία αυτών των προϊόντων περιλαμβάνει ερπετά (π.χ. αλιγάτορες, πύθωνες), θηλαστικά (δηλ., αντιλόπες, μεγάλες και μικρές γάτες) και δέντρα. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι υπάρχει ένα νόμιμο εμπόριο μέσω του οποίου μπορούν να πωληθούν αυτά τα μεταποιημένα προϊόντα. Αυτό το σημείο αξίζει να διευκρινιστεί. Ενώ η διαδικασία είναι παράνομη, μπορεί να χαθεί, να παραβλεφθεί ή να κρυφτεί στην ευρύτερη νόμιμη βιομηχανία. Για παράδειγμα, ακόμα και αν η θανάτωση όλων των αντιλοπων είναι παράνομη, τα κασκόλ που κατασκευάζονται από αυτό το σπάνιο μαλλί έχουν αναφερθεί ως πολύτιμα στα δυτικά καταστήματα λιανικής και πωλούνται από $ 1.300 έως $ 6.500.[59] Επειδή υπάρχει ένα παράλληλο νόμιμο εμπόριο και η ανάγκη να κατασκευαστεί ένα προϊόν, αναφέρεται εδώ ότι η εμπορία ενός μεταποιημένου εμπορεύματος πιθανότατα περιλαμβάνει τη διαφθορά μέσω της διαδρομής λαθρεμπορίου, προκειμένου να μεταφερθεί το παράνομο αντικείμενο στη νόμιμη αγορά. Τέλος, η ζήτηση για αυτά τα προϊόντα συνεχίζεται, ενώ οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν πολλαπλάσια από όλα αυτά τα προϊόντα – καθώς αλλάζουν οι τάσεις της μόδας και των επίπλων, όπως και η γούνα ή το στυλ των παλτών ή το ξύλο ή το στυλ των τραπεζιών, έτσι ώστε οι καταναλωτές να αναζητούν συνεχώς νέα προϊόντα.
Ένα άλλο προϊόν που βρίσκεται ψηλά στην ζήτηση των καταναλωτών που όμως υποκρύπτει εμπόριο άγριας ζωής είναι η παράνομη ξυλεία που εισέρχεται στην Κίνα. Ένα μεγάλο μέρος της παράνομης ξυλείας που εισέρχεται στην Κίνα προέρχεται από τη Άπω Ανατολή. Αυτή η μαύρη αγορά έχει σύνθετη δομή που αρχίζει από το στάδιο της συγκομιδής από τα ρωσικά δάση. Εδώ, μεμονωμένοι ντόπιοι ή δημόσιοι λειτουργοί κόβουν παράνομα τα δέντρα.[60] Το σύνολο των δέντρων μεταφέρεται έπειτα από τη Ρωσία από ρωσικές ή / και κινεζικές ομάδες οργανωμένου εγκλήματος, αναμειγνύοντας παράνομους συλλεχθέντες κορμούς με νόμιμους, χρησιμοποιώντας φανταστικές επιχειρήσεις για να καλύψουν τους φόρους και τους δασμούς. Η λανθασμένη αναφορά των περιεχομένων της αποστολής, ή το κρύψιμο κούτσουρων χρησιμοποιώντας περίπλοκο εξοπλισμό, όπως αμαξοστοιχίες τρένων .[61]
Εναλλακτικά, τα κούτσουρα μετατρέπονται σε ξυλεία σε κρυμμένα παράνομα πριονιστήρια στη ρωσική τάιγκα και μεταφέρονται με τρόπο παρόμοιο με το σύνολο των κορμών.[62] Το στάδιο πώλησης μπορεί να πραγματοποιηθεί από το κινεζικό οργανωμένο έγκλημα ή τις νόμιμες επιχειρήσεις, διότι σε αυτό το σημείο το παράνομο έχει αναμιχθεί και χαθεί μέσα στη νομική βιομηχανία.[63]Η ζήτηση για ξυλεία στην Κίνα ταιριάζει με το προφίλ της επεξεργασμένης κατηγορίας προϊόντων. Τα κούτσουρα πρέπει να μετατραπούν σε χρήσιμη ξυλεία, στην προκειμένη περίπτωση, τόσο στο εσωτερικό της Ρωσίας όσο και στην Κίνα. Υπάρχει μια προφανής νόμιμη βιομηχανία, η κλίμακα της οποίας καθιστά αρκετά εύκολη την εμπλοκή της παράνομης διακίνησης. Τέλος, η ζήτηση για ξυλεία συνεχίζεται και κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσει να αυξάνεται καθώς η μεσαία τάξη στην Κίνα μεγαλώνει και είναι σε θέση να προσφέρει νέα σπίτια και έπιπλα από ξύλο.
Αρκετά ψηλά στην λίστα βρίσκεται και ο συλλέκτης. Όπως υποδηλώνει το όνομα αυτής της κατηγορίας, η προμήθεια άγριων ζώων ως είδη συλλογής είναι περιορισμένη και σπάνια. Σε μερικές περιπτώσεις, πχ με κάκτους, γεράκια και ορχιδέες, επιτρέπεται η εμπορία πολλαπλασιασμένων φυτών ή ζώων που εκτρέφονται σε αιχμαλωσία, αν και είναι ρυθμιζόμενη, από το σύστημα αδειών CITES. Ένα χαρακτηριστικό αυτής της κατηγορίας όμως είναι ότι οι καταναλωτές των ειδών συλλογής είναι πεπεισμένοι ότι τα άγρια ζώα και τα φυτά είναι ανώτερα ως προς τη γενετική τους σε σύγκριση με τα αντίστοιχα αιχμαλωτισμένα μέλη του κάθε είδους (ζωικού ή φυτικού).Τα αντικείμενα του συλλέκτη περιλαμβάνουν εξωτικά κατοικίδια ζώα (μεγάλες γάτες, γεράκια, πιθήκους, παπαγάλους), σπάνια φυτά (κάκτους, ορχιδέες) και ελεφαντόδοντο. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το ελεφαντόδοντο είναι μεταποιημένο εμπόρευμα, αλλά επειδή δεν υπάρχει νόμιμη βιομηχανία όπου το ελεφαντόδοντο μπορεί να προωθηθεί ανοιχτά για να του δώσει ένα μηχανισμό για να «ξεπλυθεί», έχει συμπεριληφθεί και αυτό στην άγρια πανίδα. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτής της κατηγορίας είναι ότι αυτά τα προϊόντα άγριας πανίδας και χλωρίδας αναζητούνται ειδικά από συγκεκριμένους ανθρώπους και αυτή η διάσταση της ζήτησης δημιουργεί ένα ιδιαίτερα οργανωμένο εμπόριο που έχει διακρατικό χαρακτήρα όπου οι δράστες αποτελούν συχνά μέρος ενός οργανωμένου εγκληματικού δικτύου και συσσωρεύουν υψηλά κέρδη από αυτή τη μαύρη αγορά.[64]
Ειδικότερα το λαθρεμπόριο πτηνών είναι μια αρκετά οργανωμένη προσπάθεια στην οποία εμπλέκονται αρκετοί. Η διακρατική διακίνηση του Raptor είναι παράνομη. Ξεκίνησε στην περιοχή των αρπακτικών στην Κεντρική Ασία, αλλά μόλις εξαντληθούν οι πληθυσμοί των ιπποειδών, η εμπορία επεκτάθηκε στη Ρωσική Άπω Ανατολή και, πιο πρόσφατα, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο αγοραστής τοποθετεί μια παραγγελία για ένα γεράκι, και μέσω του δικτύου, ένας ειδικευμένος συλλέκτης συλλαμβάνει το πουλί που περνάει κατά μήκος της διαδρομής μεταφοράς. Ο συλλέκτης και κάθε μέλος της αλυσίδας έχει μόνο επαφή με ένα άλλο μέλος, εκτός από τον διοργανωτή που έρχεται σε επαφή τόσο με τον αγοραστή όσο και με τον συλλέκτη ή τον αγγελιοφόρο. Τα μέλη δεν γνωρίζουν τα άλλα μέλη του εγκληματικού δικτύου. Το δίκτυο αποτελείται από διεφθαρμένους δημόσιους λειτουργούς και εργάτες μεταφορείς που διακινούν λαθραία ζωντανά πτηνά που τους έχει χορηγηθεί ηρεμιστικό σε μεγάλες δόσεις για να είναι ήρεμα, (μερικές φορές με τα βλέφαρά τους κλειστά) τα οποία τα βάζουν σε πλαστικούς σωλήνες, και τα μεταφέρουν χιλιάδες μίλια μακριά από τον τόπο που καταλήφθηκαν στη Μέση Ανατολή.[65]Το ποσοστό θνησιμότητας των αρπακτικών είναι υψηλό, καθώς χρειάζονται μέρες σε ακραίες θερμοκρασίες χωρίς τροφή ή νερό για να φτάσουν στον προορισμό τους. Στη Μέση Ανατολή, τα γεράκια εκπαιδεύονται στο αρχαίο άθλημα της ιππασίας, το οποίο χρησιμοποιεί τα αρπακτικά πουλιά ως μέσο για το κυνήγι του αθλητισμού. Ουσιαστικά, δεν υπάρχει νομική βιομηχανία μέσω της οποίας μπορούν να «ξεπλυθούν» παράνομα τα παραγόμενα πτηνά. Αυτό σημαίνει ότι κάθε βήμα της διαδικασίας πρέπει να αποκρύπτεται. Πρέπει να συντονιστούν οι προσπάθειες σύλληψης, λαθραίας μεταφοράς και μεταφοράς ζωντανών γερακιών και στη συνέχεια δωροδοκία των υπαλλήλων και των μεταφορέων. Αυτό συνεπάγεται μεγάλη οργάνωση, η οποία θα πρέπει να καλύπτεται από το οργανωμένο έγκλημα.[66] Ενώ υπάρχουν γεράκια που εκτρέφονται σε αιχμαλωσία και μπορούν να προμηθεύσουν καταναλωτές που ασχολούνται με τα γεράκια, υπάρχει μια ισχυρή πίστη ότι στο άθλημα τα άγρια πιασμένα πουλιά είναι οι καλύτεροι κυνηγοί, συνεπώς συνεχίζεται η εξειδικευμένη λαθροθηρία των αυγών και των πουλιών για να καλύψει τη ζήτηση για αυτή την πολυτέλεια.
Στην λίστα των προϊόντων που προέρχονται από εμπόριο άγριας ζωής είναι και τα φάρμακα. Η ζήτηση παραδοσιακών φαρμάκων προέρχεται από την Ασία, κυρίως από την Κίνα. Όπως και με τα αντικείμενα συλλογής, υπάρχουν μακροχρόνιες πεποιθήσεις ότι τα άγρια ζώα και τα φυτά περιέχουν καλύτερες φαρμακευτικές ιδιότητες για τις υποτιθέμενες χρήσεις επεξεργασίας από τις αιχμάλωτες εκτρεφόμενες πηγές, έτσι προτιμώνται τα ζώα και τα φυτά που λαμβάνονται από τη φύση, παρόλο που σε πολλές περιπτώσεις τα είδη αυτά πλησιάζουν πολύ. Οι εκτρεφόμενες εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν (αρκούδες και τίγρεις) εγείρουν και άλλες περιβαλλοντικές ανησυχίες σχετικά με την εγκληματικότητα, όπως στην περίπτωση της αρκούδας όπου, όπως προαναφέρθηκε, υπάρχουν σαφή ζητήματα καλής διαβίωσης των ζώων. Μερικά από τα παραδοσιακά φάρμακα που χρησιμοποιούνται είναι φτιαγμένα από αρσενική αρκούδα κι άλλα είδη όπως η αντιλόπη, τα αγγούρια της θάλασσας, από μέρη της τίγρης, όπως οστά, πέος και δόντια. Επειδή ουσιαστικά δεν υπάρχει νόμιμο εμπόριο αυτών των ειδών ή των προϊόντων τους με λίγες εξαιρέσεις,[67] πρέπει να διακινούνται χοίροι και τίγρεις από τις περιοχές προέλευσης τους προς προορισμούς στην Ασία. Ένα χαρακτηριστικό αυτής της κατηγορίας είναι ότι λόγω της αυξανόμενης σπανιότητας των ειδών αυτών και της αμείωτης ζήτησης, τα κέρδη για τους λαθρεμπόρους είναι υψηλά. Για παράδειγμα, οι κυνηγοί τροπαίων που πωλούν παράνομα ρινόκερο μετά από μια εκστρατεία κυνηγιού τροπαίων είναι γνωστό ότι πληρώνουν £ 84.000 μόνο για το κυνήγι, γνωρίζοντας ότι ο ρινόκερος πωλείται για χιλιάδες δολάρια ένα κιλό.
Τα υψηλά κέρδη προσελκύουν οργανωμένους εγκληματίες και τα εγκληματικά δίκτυα, τα οποία διαθέτουν τους πόρους τους για να προστατεύσουν τις επιχειρήσεις τους. Συνολικά, οι κατηγορίες παραδοσιακών φαρμάκων και ειδών συλλογής είναι παρόμοιες. Η βασική διαφορά είναι ότι το μέγεθος της ζήτησης για παραδοσιακά φάρμακα είναι μεγαλύτερο και πιο σταθερό από εκείνο των αντικειμένων συλλογής με αποτέλεσμα υψηλότερες κλίμακες.
Ενδεικτικά θα αναφερθούμε σε κάποιες σοβαρές περιπτώσεις σπάνιων ζώων που εμπλέκονται στο εμπόριο άγριας ζωής.
Η μελέτη του εμπορίου του κεράτου του Αφρικανικού μαύρου ρινόκερου στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία θεωρείται απο τις πιο βασικές διεθνώς. Ο μαύρος ρινόκερος προστατεύεται διεθνώς ως σπάνιο είδος απο το Παραρτήμα Ι της Σύμβασης CITES (τη Σύμβαση για το διεθνές εμπόριο ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας που απειλούνται με εξαφάνιση) και προστατεύεται σε εθνικό επίπεδο στις χώρες της Αφρικής, όπου εξακολουθούν να υπάρχουν μαύρες σειρές ρινόκερου – Κένυα, Ναμίμπια, Νότια Αφρική και Ζιμπάμπουε. Η Παγκόσμια Ένωση Διατήρησης (IUCN 2010), η οποία είναι η παγκόσμια αρχή για τον αριθμό των πληθυσμών και την κατάσταση διατήρησης των φυτών και των ζώων, απαριθμεί τον μαύρο ρινόκερο ως κριτικά απειλούμενο. Στην άγρια φύση, υπάρχουν μόνο περίπου 4.000 μαύροι ρινόκεροι ζωντανοί και παρόλο που ο αριθμός αυτός θεωρείται ότι αυξάνεται, οι μαύροι ρινόκεροι υφίστανται τεράστια πίεση εξαιτίας της λαθροθηρίας (IUCN 2010). Οι ρινόκεροι σκοτώνονται μόνο για τα κέρατα τους, οπότε το ζώο θα σκοτωθεί, θα τεμαχιστεί και το υπόλοιπο σώμα θα αφεθεί να σαπίσει ή να καταναλωθεί από τα αρπακτικά. Το κέρατο τους χρησιμοποιείται στα παραδοσιακά ασιατικά φάρμακα, αλλά θεωρείται ότι τα κέρατα ανακτούν τη δημοτικότητα και για τις λαξευμένες λαβές των τελετουργικών μαχαιριών της Μέσης Ανατολής. Στην παραδοσιακή ασιατική ιατρική – και ιδιαίτερα στην κινεζική ιατρική – πιστεύεται ότι οι ρινοκεροτίδες μειώνουν τους πυρετούς και θεραπεύουν άλλες παθήσεις.
Μια πρόσφατη έρευνα στη λαθροθηρία των παραδοσιακών φαρμάκων καταδεικνύει ότι ο ρινόκερος θεραπεύει τον καρκίνο, παρόλο που δεν υπάρχουν ιατρικά στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτή την ιδέα. Εκείνοι που πραγματοποιούν την λαθροθηρία, αποτελούν μέρος ενός πολύ οργανωμένου και προηγμένου εγκληματικού δικτύου το οποίο χρησιμοποιεί εξοπλισμό νυχτερινής όρασης, ελικόπτερα, ηρεμιστικά και σιγαστήρες πυροβόλων όπλων για να αποτρέψει τις προσπάθειες επιβολής του νόμου και για να τους σταματήσει. Ολόκληρα κέρατα ή κομμένα κέρατα, τα οποία είναι ευκολότερα, μεταφέρονται λαθραία μερικές φορές στην Υεμένη για να μετατραπούν σε παραδοσιακές φτερούγες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα απομεινάρια και τα ροκανίδια μεταφέρονται προς τα πάνω στην Ασία. Οι επιχειρήσεις λαθρεμπορίου λαμβανουν χώρα σε πλοία και αεροπλάνα, συνήθως μέσω του Χονγκ Κονγκ και της Σιγκαπούρης, τα οποία προορίζονται κυρίως για το Βιετνάμ, την Κίνα, την Ταϊλάνδη.[68] Υπάρχει επίσης κακή χρήση από τους Ασιάτες (τους Βιετναμέζους, τους Κινέζους και τους κατοίκους του Λάος) των αδειών CITES που εκδίδονται για κυνήγι τροπαίων, όπου τα κέρατα δεν φυλάσσονται ως προσωπικά αντικείμενα μετά το κυνήγι αλλά διακινούνται παράνομα ως φάρμακα .[69]
Το παράνομο εμπόριο του κέρατου ρινόκερου παρέχει ένα σαφές παράδειγμα των χαρακτηριστικών της κατηγορίας της παραδοσιακής ιατρικής της διακίνησης άγριων ζώων που προτείνεται σε αυτό το κεφάλαιο. Αν και τα είδη όπως ο ρινόκερος που τροφοδοτούν αυτή τη ζήτηση καθίστανται όλο και πιο σπάνια, η λαθροθηρία τους και η χρήση τους ως φάρμακα συνεχίζεται. Η μεγάλη ζήτηση, τα μεγάλα κέρδη και ο υψηλού επιπέδου χαρακτήρας του παράνομου εμπορίου ρινόκερου δείχνει ότι το οργανωμένο έγκλημα και η λαθροθηρία είναι εξειδικευμένη και τεχνολογικά προηγμένη.
Άλλη περίπτωση είναι ο Πάγκολινος Sunda από τη Νοτιοανατολική Ασία προς την Κίνα. Υπάρχουν οκτώ είδη παγκολινών, τα περισσότερα στην Ασία, αλλά μερικά και στην Αφρική. Έχει καταγραφεί από τη δεκαετία του 1920 ότι οι παγκολίνοι θηρεύτηκαν ως εξωτικά κρέατα για κατανάλωση στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία. Δεδομένου ότι οι πληθυσμοί ορισμένων ειδών στην Ασία έχουν μειωθεί εξαιτίας της ζήτησης των καταναλωτών, ο Sunda pangolin της Μαλαισίας βρίσκεται πλέον υπό εξαφάνιση από το παράνομο εμπόριο, κυρίως, του κρέατος[70]. Όπως περιγράφει ο MacDonald (2001)[71], ο αμυντικός μηχανισμός ενός pangolin είναι να κυλήσει σε μια θωρακισμένη μπάλα, που το καθιστά ιδιαίτερα εύκολο για τους ανθρώπους να το πιάσουν.[72]
Δεδομένου ότι αυτό απαιτεί λίγη επιδεξιότητα είναι αρκετά προσοδοφόρο, σε φτωχότερες περιοχές της Νοτιοανατολικής Ασίας, πολλοί άνθρωποι συμπληρώνουν τα εισοδήματά τους, συλλαμβάνοντας παγκολίνους.[73] Οι λαθρομετανάστες πωλούνται έπειτα σε λαθρεμπόρους, οι οποίοι συχνά λαμβάνουν μεγάλες αποστολές είτε κατεψυγμένων παγκολίνων είτε μεμονωμένες παγκολίνες τυλιγμένες σε σφιχτές σακούλες χωρίς φαγητό ή νερό για μεγάλες διαδρομές.
Το μέγεθος αυτών των επιχειρήσεων – 23 τόνοι κατεψυγμένων παγκολίνων που χαρακτηρίζονται ως ψάρια και 130 ατομικές παγκολίνες σε σάκους [74] – δείχνει ότι υπάρχει μεγαλύτερη εμπλεκόμενη εγκληματική οργάνωση. Έρευνες διαπίστωσαν ότι τα μεταγενέστερα στάδια του παράνομου εμπορίου παγκολινών διεξάγονται από εγκληματικές συνδικαλιστικές οργανώσεις που αποτελούν μέρος ενός διεθνούς δικτύου που στέλνει κρέας πανγκολίν σε όλη την Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία.[75]
Το εμπόριο Sunda pangolin δείχνει την ποικιλομορφία της κατηγορίας τροφίμων για την εμπορία άγριων ζώων σε αυτή τη μία αγορά. Τα άτομα που είναι χαμηλόμισθοι κερδίζουν χρήματα από τη λαθροθηρία. Αυτή η λαθροθηρία τροφοδοτείται από ένα ευρύτερο διεθνές εγκληματικό δίκτυο, το οποίο είναι εξαιρετικά προσοδοφόρο και, λόγω της τεράστιας κλίμακας των τόνων των σκανδιναβικών παγκολινών που θανατώνονται, θέτει σε κίνδυνο ολόκληρο το είδος. Μόλις ένα είδος είναι κοντά στην εξαφάνιση, ένα άλλο παρόμοιο είδος θα στοχεύει να καλύψει την ακόρεστη ζήτηση για μια λιχουδιά. Η αντιμετώπιση της φτώχειας πρέπει να γίνει με εναλλακτικά μέσα διαβίωσης και άλλα μέσα εισοδήματος, αλλά αυτό που πραγματικά πρέπει να καταπολεμηθεί εδώ είναι η αντίληψη ότι η κατανάλωση λιχουδιών μέχρι το σημείο εξαφάνισης ενός είδους είναι μια μη αποδεκτή πρακτική. Κάθε χρόνο, 100.000 παγκολίνοι πιάνονται και στέλνονται στο Βιετνάμ και την Κίνα, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός τους να έχει περιοριστεί σημαντικά.
Η παράνομη διακίνηση αγρίων ζώων – μια από τις πιο κερδοφόρες μαύρες αγορές – είναι εκτεταμένη και ο αντίκτυπός της, επηρεάζει το περιβάλλον, τους ανθρώπους, τις οικονομίες και την ασφάλεια. Επιπλέον θέτει σε κίνδυνο το περιβάλλον λόγω απώλειας βιοποικιλότητας και πιθανής μετάδοσης ασθενειών, απειλεί την εθνική ασφάλεια λόγω των δεσμών της με τη διαφθορά, το οργανωμένο έγκλημα και, ενδεχομένως, την τρομοκρατία. [76]
Οι κατηγορίες που προτείνονται εδώ (μεταποιημένα προϊόντα, είδη συλλογής, παραδοσιακά φάρμακα και τρόφιμα) έχουν σκοπό να δημιουργήσουν μια συζήτηση γύρω από το πλαίσιο των διακριτών αγορών μέσα στην ευρύτερη ομπρέλα της διακίνησης άγριων ζώων. Αυτή η αγορά έχει έναν σταθερό ή ακόμα αυξανόμενο αριθμό πελατών που αγοράζουν τις τελευταίες τάσεις στα ρούχα (ειδικά τα παλτά), τα έπιπλα και τα σπίτια. Τα “προϊόντα άγριας φύσης” είναι απλώς ένα αγαθό για τους καταναλωτές, αν και υπάρχει και μια πτυχή πολυτέλειας στην αγορά αυτή. Τα αντικείμενα του συλλέκτη είναι πραγματικά πολυτελή συμπεριλαμβάνοντας ελεφαντόδοντο, γεράκια, φυτά που αναζητούνται από ένα συγκεκριμένο τύπο καταναλωτή. Ο Leader-Williams [77]κατέδειξε στην έρευνά του για το εμπόριο των κεράτων ρινόκερου ότι είναι ευκολότερο να σταματήσει το εμπόριο ειδών πολυτελείας από καταναλωτικά αγαθά, καθώς η ζήτηση για μαχαίρια από αυτό το υλικό έχει μειωθεί με προσπάθειες εφαρμογής εμπορικών περιορισμών. Ωστόσο, η ζήτηση παραδοσιακών φαρμάκων συνεχίστηκε.[78]
Οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση της πλευράς μέσω εθνικών, περιφερειακών και τοπικών εκπαιδευτικών εκστρατειών, η δημιουργία εναλλακτικών εισοδημάτων,[79] η παροχή κινήτρων σε πιθανούς λαθροκυνηγούς και η συμμετοχή τοπικών κοινοτήτων στις δραστηριότητες διατήρησης συμβάλλουν πράγματι στη μείωση της διακίνησης άγριων ζώων, αλλά αυτά δεν αρκούν για να μειώσουν το παράνομο εμπόριο σε επίπεδα που δεν απειλούν το περιβάλλον και την ασφάλεια.[80] Όπως σημειώνει ο Domalain, «ο κύριος υπεύθυνος είναι ο ανώνυμος πελάτης, που ζει χιλιάδες μίλια μακριά και δεν αισθάνεται με κανέναν τρόπο να εμπλέκεται.[81] Το μόνο που θέλει είναι να βλέπει ή να κατέχει έναν πίθηκο και δεν ενδιαφέρεται για το τι πρέπει να γίνει για να ικανοποιήσει την επιθυμία του. »Οι συσχετισμοί της πλευράς ζήτησης είναι διαφορετικής φύσης από εκείνους της πλευράς προσφοράς. Για να μειωθεί η ζήτηση παράνομων προϊόντων άγριας ζωής (και άλλων παράνομων αγαθών), πρέπει να υπάρξουν «πολύπλοκες και συχνά μη δοκιμασμένες αλλαγές στις αξίες, την εκπαίδευση, τους εσωτερικούς θεσμούς οι οποίες για τους πολιτικούς, είναι ένα επικίνδυνο έδαφος».[82]
Οι αξίες και η εκπαίδευση, όπως προαναφέρθηκε, πρέπει να αλλάξουν από την πλευρά της προσφοράς αλλά και της ζήτησης, εφόσον όσοι ζητούν προϊόντα άγριας ζωής το κάνουν για διαφορετικούς λόγους από ό, τι εκείνοι που συνήθως προμηθεύουν το εμπόριο, οπότε η εκπαίδευση που απευθύνεται στον καταναλωτή πρέπει να είναι διαφορετική. Έχουν υπάρξει περιορισμένες προσπάθειες για την αντιμετώπιση της ζήτησης στα δυτικά έθνη, οι οποίες αποτελούν τις κυριότερες αγορές προϊόντων άγριων ζώων. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα στις χώρες της ζήτησης είναι κάτι που πρέπει να δοκιμαστεί επειδή τα προγράμματα αυτά έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά σε άλλους τομείς.[83] Ως βραχυπρόθεσμη πρακτική λύση, πρέπει να υπάρξουν, πολιτικές συμπεριφορές, διεθνής νομοθεσία, αλλά και αύξηση των κυρώσεων μέσω της επιβολής του νόμου και της δίωξης των εμπόρων άγριας ζωής σε όσους διαπιστώνεται παράβαση αυτών νόμων. Αυτό θα σήμαινε ότι η κατοχή παράνομων προϊόντων άγριας πανίδας και χλωρίδας θα οδηγούσε στην επιβολή αυστηρών ποινών φυλάκισης, όπως και την μη διευκόλυνση του λαθρεμπορίου αυτών των ειδών στις χώρες προορισμού.
Ως μακροπρόθεσμη συστηματική βελτίωση, είναι σημαντικό οι καταναλωτές της άγριας πανίδας να δουν ότι συμβάλλουν στην καταστροφή των οικοσυστημάτων και στην εξαφάνιση των ειδών. Πρέπει να το αποδεχθούν και να αποθαρρυνθούν από αυτή τη συμπεριφορά, προκειμένου να περιοριστεί η απώλεια ειδών στην εμπορία άγριων ζώων. Αυτή η εξευτελισμένη έλλειψη σεβασμού για άλλα είδη, η οποία οδηγεί σε εκμετάλλευση, έλλειψη συμπόνιας και απάνθρωπη χρήση της άγριας ζωής, πρέπει να αμφισβητηθεί για να σταματήσει η ροή αυτού του παράνομου εμπορίου.
Άλλη μια κατηγορία αδικημάτων άγριας ζωής περιλαμβάνει περιπτώσεις που σχετίζονται με τη χρήση παράνομων μεθόδων ή τη λήψη τεχνικών για το κυνήγι των θηραμάτων. Τα αδικήματα σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνουν το κυνήγι αγριόχοιρου, το κυνήγι στις οδικές αρτηρίες, το κυνήγι με ελαφρές παραβιάσεις σκυλιών κυνηγιού, το κυνήγι εκτός εποχής, η λήψη προστατευόμενων ειδών ή η λήψη θηραμάτων σε προστατευόμενες περιοχές (πχ περιοχές natura).
Σ αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται και οι παράνομες μεθόδους αλιείας ή εισπράξεις που σχετίζονται με απαγορευμένη θαλάσσια άγρια πανίδα. Αυτά τα αδικήματα περιλαμβάνουν παράνομα μέσα συγκομιδής στρειδιών, υπεράκτια αλιεία, χρήση παράνομων καβουριών, καραβίδων ή παγίδων αστακών και παράνομης διακίνησης. Η συνηθέστερη παράνομη κατοχή παραβιάσεων θαλάσσιων ζωών περιελάμβανε την κατοχή μικρών σκαθάνων, στρειδιών και διαφόρων ειδών ψαριών, την κατοχή ειδών ιχθύων πάνω από το όριο των σάκων ή την κατοχή ειδών ψαριών εκτός εποχής. Η παράνομη κατοχή περιπτώσεων άγριας πανίδας περιλαμβάνει την κατοχή απαγορευμένων ειδών (αλλιγάτορες, χελώνες) και την κατοχή θηραμάτων (γαλοπούλα, πάπια κ.ο.κ.)
Κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων τους, οι κυνηγοί και οι αλιείς βρίσκονται συχνά σε τοποθεσίες ή συμμετέχουν σε συμπεριφορές που θα μπορούσαν να απειλήσουν περιοχές διατήρησης. Ως εκ τούτου, δημιουργήθηκαν κατηγορίες αδικημάτων θαλάσσιας ζωής και παραβίασης της γης για να καταγραφούν εκείνες οι περιπτώσεις στις οποίες δεν αναφέρεται συγκεκριμένο αδίκημα κυνηγιού ή αλιείας, αλλά στην οποία η συμπεριφορά του παραβάτη παραβίαζε νόμο που προσπαθεί να προστατεύσει περιοχές και πόρους άγριας ζωής.
ΖΩΟΤΟΜΙΑ : Μια ακόμη μορφή έμμεσης κακοποίησης των ζώων λαμβάνει χώρα μέσω των πειραμάτων και αλλοίωση dna αυτών. Τα ζώα χρησιμοποιούνται σε εργαστήρια, για τρείς βασικούς σκοπούς, την εκπαίδευση, την ασφάλεια και τα πειράματα. Όταν αναφερόμαστε σε vivisection θεωρούμε την χρησιμοποίηση των ζώων σε θεραπευτικά πειράματα και έρευνες.
Εάν ρωτήσουμε γιατί νομίζουμε ότι χρησιμοποιούνται τα ζώα σε έρευνες μερικοί από εμάς θα απαντήσουν ότι χρησιμοποιούνται για ιατρικές έρευνες , μερικές από τις οποίες έχουν σαν σκοπό να αντιμετωπίσουν τον καρκίνο και τον διαβήτη, έρευνες που διαβάζουμε όλοι στις καθημερινές εφημερίδες. Παρόλα αυτά οι έρευνες αυτές είναι μόνο ένα κομμάτι από μια μεγάλη πραγματικότητα. Μερικά παραδείγματα είναι: Έρευνες για τα μάτια,( πίθηκος, κουνέλια, σκυλιά, γάτες και άλλα ζώα χρησιμοποιούνται. Τα μάτια των ζώων καίγονται ή μολύνονται είτε απλά βγαίνουν).[84]
Έρευνα για τα εγκαύματα, (γουρούνια, γάτες, σκυλιά,) καίγονται χρησιμοποιώντας χημικά ή ραδιενέργεια ή θερμικά προϊόντα φτιάνοντας την θερμοκρασία στους 30 βαθμούς. Τα θερμικά προϊόντα καίνε τα μέρη του σώματος του ζώου.
Έρευνα για την ραδιενέργεια, όλα τα μέρη του σώματος των ζώων, υπόκεινται σε ραδιενέργεια,.
Έρευνα για το μυαλό. Τα ζώα υποφέρουν από ένα βαθύ τραύμα ( συνήθως δημιουργείται άμεσα από μαχαίρι στο κεφάλι) η από ηλεκτρικό τρυπάνι.
Ηλεκτρικό σοκ, οι φυσιολογικές και ψυχολογικές ενέργειες του ηλεκτρικού σοκ μελετώνται πάνω σε πολλά ζώα , κυρίως στα ποντίκια.[85]
Το ζήτημα είναι όμως ότι η ζωοτομία, δεν έχει θετικούς απολογισμούς που περιμένουμε στον άνθρωπο. Πολλές φορές προκαλεί και βλάβη στους ανθρώπους από την εμμονή των γιατρών στην διαδικασία αυτή. Πχ. Τα ναρκωτικά φαίνονται να είναι ασφαλή όταν χρησιμοποιούνται στα ζώα δεν συμβαίνει το ίδιο και στους ανθρώπους στους οποίους προκαλούν βλάβη. Παρόλα αυτά, αυτό συμβαίνει σπάνια και η βλάβη στους ανθρώπους θεωρείται αμελητέα απέναντι στα πιθανά οφέλη. Παρόλα αυτά οι υπερασπιστές της ζωοτομίας, έχουν αποτύχει σε όλους τους τομείς να υποστηρίξουν την διαδικασία αυτή. Οι νόμοι δεν είναι επαρκείς για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων, η διαδικασία της έρευνας δεν είναι επαρκής και οι άνθρωποι βλάπτονται συχνά εξαιτίας της ζωοτομίας. Το πιο καλό που μπορούμε να πούμε για την μέθοδο της ζωοτομίας είναι ότι κάποιοι άνθρωποι κάποιες φορές ωφελούνται από τα φάρμακα η την διαδικασία που δίνεται ή χρησιμοποιείται για πρώτη φόρα στα ζώα. Αν όχι όλες, τουλάχιστον οι περισσότερες από τις πιο σημαντικές βελτιώσεις στην ανθρώπινη υγεία και μακροζωία είναι χρεωμένες στη ζωοτομία. [86]Μεταξύ των οφελών που αναφέρονται συχνότερα είναι για την εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, για την παραγωγή εμβολίων (για πολιομυελίτιδα και της ευλογιάς, για παράδειγμα), για την θεραπεία του καταρράκτη και για τη χειρουργική επέμβαση αντικατάστασης ισχίου, καθώς και για τη πρόοδο στις τεχνικές αποκατάστασης των θυμάτων απο τραυματισμούς και εγκεφαλικά επεισόδια του νωτιαίου μυελού. Γι αυτό βέβαια ξοδεύονται εκατομμύρια δολάρια και εκατομμύρια ζώα στερούνται την ελευθερία τους, παθαίνουν μολύνσεις, υποφέρουν, και θανατώνονται στο τέλος. Η ζωοτομία, όπως εφαρμόζεται σήμερα δεν αποτελεί πανάκια για τις παγκόσμιες ασθένειες, ούτε είναι ο πρωταθλητής που όλοι θα θέλαμε να πιστέψουμε. Οι υποστηρικτές του επιχειρήματος, θα μας κάνουν να πιστέψουμε ότι οι περισσότερες από τις πραγματικά σημαντικές βελτιώσεις στην υγεία του ανθρώπου, δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν χωρίς τη ζωοτομία. Τα γεγονότα όμως είναι διαφορετικά. Μελετητές της δημόσιας υγείας, έχουν δείξει ότι τα πειράματα σε ζώα έχει προσφέρει, στην καλύτερη περίπτωση, μόνο μια μικρή συμβολή για τη δημόσια υγεία. Αντίθετα, σημαντικότερη προόδους της υγείας έχει προκύψει από τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και απο τις αλλαγές στην προσωπική υγιεινή και τον τρόπο ζωής. [87]
Το όγδοο άρθρο (παράγραφοι 1 και 2) της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων των Ζώων, που υπογράφτηκε στο Παρίσι τον Οκτώβριο του 1978 περιλαμβάνει τα κάτωθι:
Από τότε, λίγα μόνο πράγματα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση με την οδηγία 86/609/ΕΟΚ και την οδηγία 2010/63 ΕΕ στοχεύει να εξασφαλίσει ότι όταν χρησιμοποιούνται ζώα για πειράματα και άλλους επιστημονικούς σκοπούς ,οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών για την προστασία τους θα είναι εναρμονισμένες ώστε να μην θίγεται η δημιουργία και η λειτουργία της κοινής αγοράς, ιδίως μέσω στρεβλώσεων του ανταγωνισμού ή εμπορικών φραγμών.
Κάθε χρόνο 115 εκατομύρρια ζώα, πεθαίνουν αβοήθητα, για το καλό μας. Μόνο, στα Ευρωπαϊκά Εργαστήρια, βασανίζονται και σκοτώνονται 12εκ. ζώα ετησίως, με πρωτοκαθεδρία την Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Γερμανία. Στην Ελλάδα, τελευταία έρευνα το 2005, έδειξε 1 εκ ζώα. Το 2013, η Ευρωπαϊκή Ένωση, αποφάσισε να σταματήσει τα πειράματα στα ζώα, για καλλυντικές ουσίες, αλλά η απόφαση δεν έχει εφαρμοστεί ακόμα μέχρι και σήμερα εν έτη 2020. [88]
Με την εξαίρεση του Bierne (2007), ο οποίος αγγίζει το θέμα των δικαιωμάτων των ζώων,η βιβλιογραφία στην εγκληματολογία φαίνεται να μην έχει καμία συνεισφορά στη συζήτηση για τα θέματα που θίγονται στο παρών κεφάλαιο.
Η κίνηση προς μια πράσινη εγκληματολογία θέτει στόχους ώστε να παρέχει μια νέα προοπτική για την άδικη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, των οικοσυστημάτων, στους ανθρώπους και τα ζώα, καθώς και τις συνέπειες που μπορεί να έχει αυτή στην υγεία, τη κοινωνική πρόνοια αλλά και τα δικαιώματα όλων που επηρεάζονται από τις εν λόγω ενέργειες
[1] Ε.Γακη, Εισαγωγή στην Πρασινη Εγκληματολογία τον 21ο αιώνα, Περιβαλλον και Δίκαιο, 3/2018, σελ 384
[2] Ascione F, Children who are cruel to animals: a review of research and implications for developmental psychopathology, 1993, Anthrozoos 6, 226–47
[3] Flynn C. Why family professionals can no longer ignore violence toward animals. Family Relations 49, 87–95, 2000
[4] DeViney E, Dickert J, Lockwood R. The care of pets within child abusing families. International Journal for the Study of Animal Problems 4, 321–9, 1983
[5] Ascione F. Battered women’s reports of their partners’ and their children’s cruelty to animals. Journal of Emotional Abuse 1, 119–33, 1998
[6] Ε.Γακη, Εισαγωγή στην Πρασινη Εγκληματολογία τον 21ο αιώνα, Περιβαλλον και Δίκαιο, 3/2018, σελ 384
[7] Beirne P, (1999) ‘For a Non speciesist Criminology: Animal Abuse as an Object of Study’, Criminology,117-148.
[8] Beirne P, Issues in green criminology, Willan Publicing, 2007, 55 ΕΠ.
[9] Munro H, “The Battered Pet” in F. Ascione & Arkow R., (eds.) Child Abuse, Domestic Violence and Animal Abuse, Purdue University Press, West Lafayete, IN., 1999
[10] Beirne P, and Cazaux G, Animal abuse. In The sage dictionary of criminology eds Mclaughlin Eugene and John Muncie, Sage, London, 2006
[11] Rader P, “Virtue Ethics and Non Human Animals: The Missing Link to the Animal Liberation Movement”, in Humanities Capstone Projects, Paper 13, 2012
[12] Regan T, 1999, The case for animal rights, Berkely University Press 1983] & Singer, P., Animal liberation., New York review ,1975
[13]Cazaux G, (1999). Beauty and the beast: Animal abuse from a non speciesist criminological perspective. In Crime, Law and Social Change. 21
[14] Cazaux G, (1999). Beauty and the beast: Animal abuse from a non speciesist criminological perspective. In Crime, Law and Social Change. 21
[15] Ε.Γακη, Εισαγωγή στην Πρασινη Εγκληματολογία τον 21ο αιώνα, Περιβαλλον και Δίκαιο, 3/2018, σελ 384 ε
[16] Interpol, 2009. Electronic waste and organized crime. Assessing the links. Phase II report for the Interpol Pollution Crime Working Group. Interpol
[17] Burgener M, Snyman N, & Hauck M., Towards a sustainable Wildlife Trade: An Analysis of Nature Conservation Legislation in South Africa with Particular Reference to the Wildlife Trade, 2001,
[18] Convention on the International Trade in Endangered Species (CITES). 2011α “How CITES Works.” Online. Availableat:www.cites.org/eng/disc/how.shtml2011b.Availableat:www.cites.org/eng/disc/parries/index.shtml(accessed 16 May 2011), 2011c. “What is CITES” Online. www.cites.org/eng/disc/what.shtml.
[19]D Cook, M Roberts, and J Lowther, The International Wildlife Trade and Organised Crime: A Review of the Evidence and Role of the United Kingdom, 2002. Online. Available at: www.wwf.org.uk/filelibrary/pdf/
[20] https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/el/IP_16_387
[21] https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/el/IP_16_387
[22] https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/el/IP_16_387
[23]https://ec.europa.eu/environment/archives/life/publications/lifepublications/lifefocus/documents/Wildlife_Crime_web-EL.pdf
[24]Στοίδιο
[25] Wilson E, The diversity of Life, The Belknap Press of Harvard University Press, Cambridge MA., 1992,66
[26] Domalain J, 1977 The animal connection: The confessions of an ex – Wild Animal Trafficker, William Morrow and Company Inc, New York, 65
[27] Domalain J, 1977 The animal connection: The confessions of an ex – Wild Animal Trafficker, William Morrow and Company Inc, New York, 78
[28] https://gr.euronews.com/2016/02/25/red-squirrels-could-disappear-warn-conservationists
[29] Karesh, W.B, ,EL Bennett, R Cook, J Newcomb , (2005). Wildlife Trading and and Global Disease Emrgence, in Emerging Infectious Diseases, 65
[30]οπ. ανωτ.
[31]https://www.lawspot.gr/nomika-nea/kitrini-karta-apo-eyr-elegktiko-synedrio-sti-stratigiki-tis-ee-gia-tin-prostasia-tis
[32]https://www.lawspot.gr/nomika-nea/kitrini-karta-apo-eyr-elegktiko-synedrio-sti-stratigiki-tis-ee-gia-tin-prostasia-tis
[33] οπ. ανωτ.
[34] Naim N, ,Illicit: How Smugglers, Traffickers and Copycats are Hijacking the Global Economy. London: William Heinemann, 2005, 56
[35]Στο ίδιο
[36] https://www.wwf.gr/news/2366-wwf-24
[37] https://www.wwf.gr/news/2366-wwf-24
[38] https://www.wwf.gr/news/2366-wwf-24
[39] https://www.wwf.gr/news/2366-wwf-24
[40] Domalain J, The animal connection: The confessions of an ex – Wild Animal Trafficker, William Morrow and Company Inc, 1977 New York ,65
[41]Wyatt T, (2011). The Illegal RaptorTrade in the Russian Federation.Contemporary Justice Review, 78
[42] Agnew R,‘2012, It’s the End of the World as We Know It: The advance of climate change from a criminological perspective’, in R. White (ed.), Climate Change from a Criminological Perspective. Springer, New York, 189
[43] Beime P, 1999. “ Fora Non speciesist Criminology,” Criminology, 117—147.
[44] Beime P, 1999. “ Fora Non speciesist Criminology,” Criminology, 117—147.
[45] Kant J, 1963 . Lectures on Ethics, trans. Louis Infield. London: Methuen.
[46] Nai M, Illicit: How Smugglers, Traffickers and Copycats are Hijacking the Global Economy.London: 2007 William Heinemann, 90
[47] Castells M, 1998, End of Millenium: The Information Age – Economy, Society and Culture, Volume III, Blackwell Press, Oxford, 120
[48] Shelley L, (2005). “The Unholy Trinity: Transnational Crime, Corruption and Terrorism”, in The Brown Journal of World Affairs, Vol. 11, No
[49] Castells M, 1998, End of Millenium: The Information Age – Economy, Society and Culture, Volume III, Blackwell Press, Oxford.
[50] Smith R & Walpole M, (2005). “Should Coversationists Pay More Attention to Corruption?”, Onyx39
[51] Wyatt T, (2011a) “The Illegal Trade in Raptors in the Russian Federation”, in Contemporary Justice Review: Issues in Criminal, Social and Restorative Justice, 14
[52] Tagliacozzo A, (2001). “Border Permeability and the State in Southeast Asia: Contraband and Regional Security”, in Contemporary Southeast Asia: A Journal of International and Strategic Affairs, 23(2)
[53] Smith D, and Vivekananda J, 2007 , A Climate of Conflict: The Links Between Climate Change, Peace and War, International Alert London, 107
[54] Shelley L, (2005). “The Unholy Trinity: Transnational Crime, Corruption and Terrorism”, in The Brown Journal of World Affairs,185
[55] Cook D, Roberts M, and Lowther J, The International Wildlife Trade and Organised Crime: A Review of the Evidence and Role of the United Kingdom, 2002. Online. Available at: www.wwf.org.uk/filelibrary/pdf/
[56]Tagliacozzo A, (2001). “Border Permeability and the State in Southeast Asia: Contraband and Regional Security”, in Contemporary Southeast Asia: A Journal of International and Strategic Affairs, 23
[57] Shelley L., (2005). “The Unholy Trinity: Transnational Crime, Corruption and Terrorism”, in The Brown Journal of World Affairs, 99
[58] Shelley, L. 2005. “Unraveling the New Criminal Nexus,” Georgetown Journal of International Affairs, Winter/Spring: 5—13.
[59] Donn T., & Yates B., Identification Guidelines for Shahtoosh and Pashmina, United States Fish and Wildfire Services – National Fish and Wildfire Forensic Laboratory, Ashland Oregon, 2002
[60]Wyatt, T. 2009. Exploring the Organization in Russia Far East’s Illegal Wildlife Trade: Two Case Studies of the Illegal Fur and Illegal Falcon Trades. Global Crime , 10
[61] Wyatt, T. (2011). The Illegal Raptor Trade in the Russian Federation. Contemporary Justice Review,14
[62] οπ.ανωτ.
[63] οπ.ανωτ.
[64] Shelley L, (2005). “The Unholy Trinity: Transnational Crime, Corruption and Terrorism”, in The Brown Journal of World Affairs, 185
[65] South N and Brisman A, 2013, Routledge Inetrnational Handbook of Green Criminology, Routledge, 303
[66] οπ.ανωτ
[67]Milliken, T., Emslie, R. and Talukdar, B. 2009. “African and Asian Rhinoceroses — Status, Conservation and Trade: A report from the IUCN Species Survival Commission (IUCN/SSC) African and Asian Rhino Specialist Groups and TRAFFIC to the CITES Secretariat pursuant to Resolution Conf. 9.14 (Rev. CoPI4) and Decision 14.89.” Online. Available at: www.cites.org/common/cop/l5/doc/EI5-
[68]Milliken, T., Emslie, R. and Talukdar, B. 2009. “African and Asian Rhinoceroses — Status, Conservation and Trade: A report from the IUCN Species Survival Commission (IUCN/SSC) African and Asian Rhino Specialist Groups and TRAFFIC to the CITES Secretariat pursuant to Resolution Conf. 9.14 (Rev. CoPI4) and Decision 14.89.” Online. Available at: www.cites.org/common/cop/l5/doc/EI5-
[69]Στο ίδιο
[70]Pantel, S. and Anak, N.A., “A Preliminary Assessment of Pangolin Trade in Sabah,” TRAFFIC Southeast Asia Petaling Jaya, Malaysia, 2010, 65
[71]MacDonald, D. 2001.The Encyclopaedia of Mammals, 1st edn. Oxford: Oxford University Press, 120.
[72] όπως ανωτέρω
[73]Pantel, S. and Anak, N.A., “A Preliminary Assessment of Pangolin Trade in Sabah,” TRAFFIC Southeast Asia Petaling Jaya, Malaysia, 2010, 154
[74]The Star.2009. “Two Men Caught in Cemetery with 130 Pangolins for Sale” Online. Available at: http-// thestar.com.my/news/story.asp?file=/2009/12/20/nation/5341258&sec=nation (accessed 25 May 2011) Tagliacozzo, E. 2001. “Border Permeability and the State in Southeast Asia: Contraband and Regional Security,” Contemporary Southeast Asia: A Journal of International & Strategic Affairs, 254—65.
[75]Στο ίδιο
[76] South N and Brisman A, 2013, Routledge Inetrnational Handbook of Green Criminology, Routledge, 303
[77]Leader-Williams, N. 1992.The World Trade in Rhino Horn: A Review. Cambridge: TRAFFIC International Species in Hann , 11
[78]Leader-Williams, N., The World Trade in Rhino Horn: A Review. Cambridge: TRAFFIC International Species in Hann, 1992
[79]Wyatt, T. 2009. Exploring the Organization in Russia Far East’s Illegal Wildlife Trade: Two Case Studies of the Illegal Fur and Illegal Falcon Trades. Global Crime 10
[80]Warchol, G., Zupan, L. & Clarke, W. 2003. Transnational Criminality: An analysis of the illegal wildlife market in Southern Africa. International Criminal Justice Review, 13
[81]Domalain, J., The Animal Connection: The Confessions of an Ex-Wild Animal Trafficker. New York: William Morrow and Company Inc, 1977
[82]Naim, M., Illicit: How Smugglers, Traffickers and Copycats are Hijacking the Global Economy.London: William Heinemann, 2005
[83]Warchol, G., Zupan, L. & Clarke, W. 2003. Transnational Criminality: An analysis of the illegal wildlife market in Southern Africa. International Criminal Justice Review, 13
[84] Beirne P, Issues in green criminology, Willan Publicing, 2007, 114
[85] Beirne P, Issues in green criminology, Willan Publicing, 2007, 114
[86] Beirne P, Issues in green criminology, Willan Publicing, 2007, 114
[87] Beirne P, Issues in green criminology, Willan Publicing, 2007, 114
[88] https://www.newsbeast.gr/environment/arthro/508003/i-europi-vazei-telos-sta-peiramata-se-zoa
Η συμβολή της ενδιάμεσης διαδικασίας στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης και ο εγγυητικός της ρόλος*
Χαράλαμπος Θ. Σεβαστίδης
Πρόεδρος Πρωτοδικών
Ι. Εισαγωγικοί προβληματισμοί.
Είναι γνωστό ότι η αποτελεσματική λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης προϋποθέτει ταχύτητα (όχι όμως βιασύνη) στην ολοκλήρωση της διαδικασίας και στην έκδοση της αμετάκλητης απόφασης. Αδικαιολόγητες καθυστερήσεις αποδυναμώνουν τη γενική πρόληψη, στην οποία κατά κύριο λόγο αποβλέπει η επιβολή της ποινής, οδηγούν σε απώλεια σημαντικών αποδεικτικών μέσων και τελικά αφήνουν το θύμα χωρίς έγκαιρη και αποτελεσματική προστασία.
Το ελληνικό σύστημα δοκιμάζεται εδώ και αρκετές δεκαετίες από τέτοιες καθυστερήσεις, που εντοπίζονται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και σε όλα τα είδη εγκληματικότητας. Κάθε στάδιο συμβάλλει με τον δικό του τρόπο στο τελικό αρνητικό αποτέλεσμα και η αναζήτηση λύσεων για επιτάχυνση μιας επιμέρους διαδικασίας πρέπει να περιορίζεται εντός αυτής, χωρίς επικίνδυνους «συμψηφισμούς» και περικοπές δικαιωμάτων από άλλα διαδικαστικά στάδια, ώστε τελικά κάθε τμήμα της διαδικασίας να διασφαλίζει τα δικαιώματα όλων των διαδίκων και ιδίως του κατηγορουμένου και να εγγυάται μία ολοκληρωμένη και ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και τελικά τον δίκαιο χαρακτήρα της ποινικής δίκης[1].
Για την ανάδειξη του μεγέθους του προβλήματος στην χώρα μας γίνεται συχνά επίκληση του αδικαιολόγητα μεγάλου αριθμού καταδικών από το ΕΔΔΑ. Μπροστά στο αδιέξοδο αυτό συχνά προτείνονται και ενίοτε υιοθετούνται λύσεις πρόσκαιρης επιτάχυνσης της διαδικασίας με θυσία ουσιαστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων· κάποιες φορές, μάλιστα, τα θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου θεωρούνται πολυτέλεια και η άσκησή τους παρακώλυση της διαδικασίας. Η οπτική υπό την οποία βλέπει κανείς το πρόβλημα (που σαφώς επηρεάζει και τις λύσεις που πρέπει να δοθούν) θα ήταν εντελώς διαφορετική αν τα στατιστικά στοιχεία του ΕΔΔΑ διαβάζονταν συνολικά και όχι αποσπασματικά: από το 1959 έως και το 2020 το ΕΔΔΑ διαπίστωσε σε σχέση με την Ελλάδα υπέρβαση του εύλογου χρόνου διάρκειας της δίκης σε 542 περιπτώσεις, αλλά ταυτόχρονα καταδίκασε τη χώρα μας σε 277 περιπτώσεις για παραβίαση του άρθρου 13 ΕΣΔΑ, δηλ. του δικαιώματος σε πραγματική προσφυγή και σε 141 περιπτώσεις για παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη[2]. Όσο μεγάλο είναι το πρόβλημα της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης στην Ελλάδα άλλο τόσο μεγάλο και ποιοτικά σημαντικότερο εμφανίζεται το έλλειμμα στην προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο θα εξεταστεί κατά πόσο η ενδιάμεση διαδικασία, όπως ρυθμίζεται σήμερα στον νέο ΚΠΔ (Ν. 4620/2019), προκαλεί αδικαιολόγητες καθυστερήσεις της όλης διαδικασίας ή αν αντίθετα αποτελεί παράγοντα επιτάχυνσης της ποινικής δίκης.
ΙΙ. Τρόποι ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης. Σύγκριση με το προγενέστερο καθεστώς και τη διαδικασία που ακολουθείται σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Ο νέος ΚΠΔ προβλέπει ως βασικό τρόπο περάτωσης της κύριας ανάκρισης την εισαγωγή της υπόθεσης στο συμβούλιο πλημμελειοδικών (άρθρο 308 ΚΠΔ)· μάλιστα, ο κανόνας αυτός έχει σήμερα ευρύτερη εφαρμογή έναντι του προγενέστερου καθεστώτος αφενός λόγω του δραστικού περιορισμού των εγκλημάτων για τα οποία επιτρέπεται η κατ’ εξαίρεση παραπομπή στο ακροατήριο με απευθείας κλήση (άρθρο 309 ΚΠΔ) αφετέρου λόγω της υποχρεωτικής διέλευσης από το δικαστικό συμβούλιο κάθε υπόθεσης που αφορά σε ανήλικο, όταν είναι επιτρεπτή η επιβολή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. Προβλέφθηκε, παράλληλα, ως εξαιρετικός τρόπος περάτωσης της κύριας ανάκρισης η απευθείας παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο με επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος, εφαρμοζόμενος μόνο σε περιορισμένο αριθμό κακουργημάτων (άρθρο 309 ΚΠΔ), ενώ διατηρήθηκε (με το άρθρο 589 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠΔ) η αρμοδιότητα του συμβουλίου εφετών στη μοναδική περίπτωση του άρθρου 10 παρ. 1 Ν. 3213/2003, για τις κακουργηματικές πράξεις της παραβίασης του νόμου για τη δήλωση περιουσιακών στοιχείων.
Η διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών οργανώνεται με τρόπο απλοποιημένο, προωθώντας ταχύτερα τη διαδικασία, καθώς δεν προβλέπεται η παρουσία του εισαγγελέα και των διαδίκων, παρά μόνο κατ’ εξαίρεση, όταν κριθεί από το συμβούλιο αναγκαίο ή προκειμένου για προσωρινά κρατούμενο εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα, ενώ το δικαίωμα ακρόασης προστατεύεται ικανοποιητικά με την έγκαιρη ενημέρωση των διαδίκων για το περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης και την παροχή σ’ αυτούς επαρκούς προθεσμίας για την υποβολή υπομνήματος, αλλά και την γνωστοποίηση των νέων ουσιωδών αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται μετά το τυπικό πέρας της κύριας ανάκρισης. Παράλληλα, αναγνωρίζεται περιορισμένο δικαίωμα στον κατηγορούμενο να προσβάλει το παραπεμπτικό για κακούργημα βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών[3] μόνο με έφεση (ποτέ με αναίρεση) και μόνο για τους λόγους της απόλυτης ακυρότητας και της εσφαλμένης ερμηνείας ή ευθείας εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 478 ΚΠΔ). Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι η διαμόρφωση του συστήματος αυτού παραπομπής στο ακροατήριο είναι σύμφωνη με την κεντρική επιλογή του νέου ΚΠΔ να ανατίθεται η κρίση επί σοβαρών (κακουργηματικών) υποθέσεων κατά κανόνα σε πολυπρόσωπους δικαστικούς σχηματισμούς[4].
Με τις ρυθμίσεις αυτές αντιμετωπίζονται οι καθυστερήσεις και δυσλειτουργίες που προκαλούσαν οι περίπλοκες διαδικασίες του προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950, ο οποίος στην αρχική του μορφή διαμόρφωνε την ενδιάμεση διαδικασία κατά το πρότυπο της διαδικασίας στο ακροατήριο, με αναγνώριση σε όλες τις υποθέσεις δύο βαθμών δικαιοδοσίας, δηλ. ουσιαστικού ελέγχου της υπόθεσης, αλλά και αναιρετικό έλεγχο από τον Άρειο Πάγο, ενώ ταυτόχρονα προέβλεπε την παρουσία του εισαγγελέα και την προφορική ανάπτυξη της πρότασής του με παράλληλο δικαίωμα των διαδίκων να εμφανίζονται αυτοπροσώπως στο συμβούλιο[5]. Όσο η (από ουσιαστική και νομική σκοπιά) απλότητα των υποθέσεων το επέτρεπε, η διατήρηση μίας τέτοιας πολυτελούς διαδικασίας ήταν δικαιολογημένη. Η ολοένα αυξανόμενη εγκληματικότητα και η διεθνοποίηση του ποινικού φαινομένου, με τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας που καθιστά δύσκολη την εξιχνίαση των εγκλημάτων και τον εντοπισμό των δραστών, η πολυπλοκότητα της ποινικής νομοθεσίας, αλλά και οι χρονοβόρες ερευνητικές διαδικασίες για την αποτελεσματική διερεύνηση των υποθέσεων είναι προφανές ότι επέβαλαν τον δραστικό περιορισμό των σταδίων ελέγχου των υποθέσεων στην προδικασία[6]. Ωστόσο, η προσαρμογή της νομοθεσίας μας στις σύγχρονες ανάγκες επιχειρήθηκε να γίνει, αρχικά επί ορισμένων μόνο κακουργημάτων, με πλήρη παράκαμψη του δικαστικού συμβουλίου και την παραπομπή των υποθέσεων στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, πρακτική που τελικά επεκτάθηκε στον μεγαλύτερο αριθμό των κακουργηματικών υποθέσεων. Γρήγορα, όμως, έγινε αντιληπτό ότι η εσπευσμένη και πρόχειρη εισαγωγή υποθέσεων στο ακροατήριο όχι μόνο δεν επιταχύνει την ποινική διαδικασία, αλλά καθυστερεί αδικαιολόγητα την δίκη στο ακροατήριο και ουσιαστικά μεταθέτει (και μάλιστα διογκωμένο) το πρόβλημα από την προδικασία στην κύρια διαδικασία.
Αξίζει στο σημείο αυτό, πριν ασχοληθούμε με τον ρόλο που διαδραματίζει στην Ελλάδα η ενδιάμεση διαδικασία, να αναφερθούμε με συντομία στο σύστημα που υιοθετείται σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη[7]. Στη Γερμανία μετά την ολοκλήρωση της κύριας ανάκρισης συντάσσεται από τον εισαγγελέα το «κατηγορητικό έγγραφο» (Anklageschrift), που περιέχει την κατηγορία, τα αποδεικτικά μέσα που προέκυψαν από την ανακριτική διαδικασία και βάσει αυτών τα πορίσματα του εισαγγελέα, ο οποίος αιτιολογημένα ζητάει την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο, απευθυνόμενος στο δικαστήριο· το τελευταίο, εφόσον συμφωνεί, εκδίδει «βούλευμα έναρξης της κύριας διαδικασίας», το οποίο δεν φέρει αιτιολογία και δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα[8]. Η ιδιομορφία του συστήματος αυτού έγκειται κατά βάση στο ότι ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στο ακροατήριο με κρίση του εισαγγελέα (φυσικά μετά από έλεγχο του δικαστικού συμβουλίου) και όχι δικαστών, για να μην προκαταλαμβάνεται η δικαστική κρίση στο ακροατήριο από εκείνη που εκφράστηκε στην προδικασία. Στην Ιταλία το ανακριτικό υλικό αξιολογείται από δικαστή στα πλαίσια προκαταρκτικής ακροαματικής διαδικασίας, παρουσία του εισαγγελέα και των διαδίκων με τους συνηγόρους τους, μετά την οποία ο δικαστής αποφασίζει αμετάκλητα για την παραπομπή στο ακροατήριο[9]. Στο Βέλγιο το δικαστικό συμβούλιο μετά από ακροαματική διαδικασία αξιολογεί το ανακριτικό υλικό και αποφαίνεται για την παραπομπή ή μη του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Στον αντίποδα των πιο πάνω συστημάτων βρίσκεται η Γαλλία, όπου μόνος ο ανακριτής αποφασίζει για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο[10]. Τέλος, και στην Αγγλία η παραπομπή σε δίκη συντελείται με επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος (του αποκαλούμενου indictment) που συντάσσεται με επιμέλεια της Γενικής Εισαγγελίας (Crown Prosecution Service) και επιδίδεται στον κατηγορούμενο[11].
Πέρα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις κοινό χαρακτηριστικό όλων των συστημάτων αυτών, με την εξαίρεση του γαλλικού και του αγγλικού μοντέλου[12], είναι η μεσολάβηση ενός (κατά κανόνα πολυπρόσωπου) δικαστικού σχηματισμού, που ελέγχει την επάρκεια των αποδείξεων και αποφαίνεται για την παραπομπή ή μη του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, ενώ σε κάθε περίπτωση η αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού αποτυπώνεται γραπτά και με αιτιολογία.
Η απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο για κακουργηματικές πράξεις με μόνη τη σύνταξη από τον εισαγγελέα κλητηρίου θεσπίσματος, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, αποτελεί (στον χώρο του ηπειρωτικού δικαίου) πρωτοτυπία του ελληνικού δικαίου και μένει να ερευνηθεί στη συνέχεια, αν αυτή είναι δικαιολογημένη και κατά πόσο μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η επέκταση του συστήματος αυτού σε όλα τα κακουργήματα μπορεί να συμβάλει στην επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας[13].
ΙΙΙ. Πρόταση για κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας.
Μετά τον εξορθολογισμό της ενδιάμεσης διαδικασίας, για τον οποίο έγινε λόγος πιο πάνω, αλλά και με την εισαγωγή για πρώτη φορά με τον νέο ΚΠΔ μορφών εναλλακτικής-αποκαταστατικής δικαιοσύνης[14], των οποίων η συμβολή στην επιτάχυνση της διαδικασίας είναι πρόωρο να αποτιμηθεί, θα ανέμενε κανείς να αναζητηθούν τα αίτια για τις καθυστερήσεις στην ποινική δίκη σε άλλα διαδικαστικά στάδια και να προταθούν λύσεις που δεν θα περιλάμβαναν χαλάρωση των διαδικαστικών εγγυήσεων. Ωστόσο, λίγες μόλις ημέρες μετά την ψήφιση των νέων ποινικών κωδίκων εκφράστηκαν από τον χώρο των εισαγγελέων[15] αντιρρήσεις για τη νομοθετική επιλογή της διατήρησης της ενδιάμεσης διαδικασίας και προτάθηκε η πλήρης κατάργηση του διαδικαστικού αυτού σταδίου, ώστε τελικά όλες οι υποθέσεις, ακόμα και εκείνες που αφορούν σε κακουργήματα και όταν ακόμα κατηγορούμενος είναι ανήλικος, να παραπέμπονται στο ακροατήριο με απευθείας κλήση.
Η κριτική που ασκείται στον θεσμό της ενδιάμεσης διαδικασίας κινείται γύρω από δύο άξονες: ο πρώτος αφορά στις «άσκοπες καθυστερήσεις» που προκαλεί και ο δεύτερος στον επηρεασμό της αμερόληπτης τελικής κρίσης. Η διάρκεια της ενδιάμεσης διαδικασίας μέσα από στατιστικά δεδομένα και η συμβολή της στην προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου θα αποτελέσουν το κύριο αντικείμενο της έρευνας αυτής και τα στοιχεία αυτά θα παρουσιαστούν και θα αξιολογηθούν στα επόμενες ενότητες. Στο σημείο αυτό αξίζει μόνο να γίνει μία σύντομη αναφορά στην προβληματική του επηρεασμού της τελικής κρίσης στο ακροατήριο από την έκδοση αιτιολογημένου παραπεμπτικού βουλεύματος.
Σπεύδω εδώ να διευκρινίσω από την αρχή ότι το ζήτημα αυτό δεν συνδέεται με την ανάγκη ύπαρξης και λειτουργίας του δικαστικού συμβουλίου ως οργάνου που θα ελέγχει την επάρκεια των αποδείξεων για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, αλλά αφορά την μορφή που θα λάβει η παραπεμπτική και η απαλλακτική κρίση του, δηλαδή αν το συμβούλιο θα πρέπει να εκδίδει αιτιολογημένο βούλευμα ή όχι. Έτσι, είναι προφανές ότι στα πλαίσια της συζήτησης για την κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας η πιο πάνω παράμετρος λειτουργεί μάλλον αποπροσανατολιστικά και προκαλεί συγχύσεις[16].
Η σχετική κριτική που ασκείται στη λειτουργία του δικαστικού συμβουλίου συνοψίζεται στην ακόλουθη πρόταση: με την παρεμβολή του και την τελική κρίση του για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο επέρχεται σύγχυση στις ιδιότητες του δικαστή και του εισάγοντος την κατηγορία στο ακροατήριο, αφού δικαστές είναι αυτοί που αποφασίζουν για την κατηγορία στο ακροατήριο και ταυτόχρονα δικαστές εκφέρουν και την παραπεμπτική κρίση στο τέλος της προδικασίας[17].
Ειδικότερα, διαπιστώνεται ότι η έκδοση «παραπεμπτικού» βουλεύματος, δηλ. αιτιολογημένης δικαστικής κρίσης με θεμελίωση και αναλυτική αναφορά στη συμπεριφορά του κατηγορουμένου που δικαιολογεί την παραπομπή του στο ακροατήριο μπορεί να επηρεάσει το αμερόληπτο της τελικής δικαστικής κρίσης[18]. Προτείνεται, λοιπόν, κατά το πρότυπο του γερμανικού συστήματος, για το οποίο έγινε λόγος πιο πάνω, η (αιτιολογημένη) κρίση για την παραπομπή να εκφέρεται από τον εισαγγελέα, ενώ το δικαστικό συμβούλιο, το οποίο σε κάθε περίπτωση υποχρεωτικά θα παρεμβάλλεται, να αποφαίνεται αιτιολογημένα μόνο αν κρίνει αρνητικά, δηλ. ότι δεν πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ακροατήριο, ενώ σε διαφορετική περίπτωση απλά να επιτρέπει στη βάση της εισαγγελικής πρότασης την παραπομπή στο ακροατήριο. Έτσι, η εισαγγελική κατηγορία δεν εξοπλίζεται με τη βαρύτητα του δικαστικού κύρους και ο κατηγορούμενος δεν λυγίζει κάτω από το βάρος μιας δικαστικής επιβεβαίωσης των υπονοιών σε βάρος του[19].
Οι φόβοι για επηρεασμό της κρίσης του δικαστηρίου από την έκδοση αιτιολογημένου βουλεύματος φαίνονται υπερβολικοί· όπως κανείς δεν αμφισβητεί την αδέσμευτη και ανεπηρέαστη κρίση των δικαστών του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου από την προηγηθείσα πρωτόδικη απόφαση, έτσι και η έκδοση του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει το αμερόληπτο της κρίσης των δικαστών που μετέχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου και που κατά κανόνα είναι ανώτεροι σε βαθμό από τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου που αποφάσισε την παραπομπή. Οι πιο πάνω επιφυλάξεις για τη λειτουργία του δικαστικού συμβουλίου μεταφέρουν στο ελληνικό σύστημα διαπιστώσεις και προβληματισμούς που διατυπώθηκαν στα πλαίσια του γερμανικού δικαίου, το οποίο όμως εμφανίζει την εξής ιδιορρυθμία: το ίδιο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο που θα δικάσει την υπόθεση στο ακροατήριο, αποφασίζει ταυτόχρονα αν θα πρέπει να εισαχθεί η κατηγορία που διατυπώθηκε από τον εισαγγελέα σε ακροαματική συζήτηση[20]. Έτσι, στο ελληνικό σύστημα τέτοιος κίνδυνος επηρεασμού των δικαστών που θα δικάσουν την υπόθεση από εκείνους που μετείχαν στη σύνθεση του δικαστικού συμβουλίου δεν φαίνεται να υπάρχει. Πάντως, ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις μας αυτές σε σχέση με την πιο πάνω κριτική, αξίζει να γίνουν και οι ακόλουθες επισημάνσεις: α) η παράδοση που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα με τον τρόπο λειτουργίας του δικαστικού συμβουλίου δεν συνδέθηκε με αιτιάσεις για επηρεασμό της δικαστικής κρίσης στο ακροατήριο. Αντίθετα, η αρχή της δημοσιότητας και η ενώπιον των δικαστών παρουσίαση και ο εξαντλητικός έλεγχος των αποδεικτικών μέσων στο ακροατήριο οδηγούν σε πολλές περιπτώσεις σε πλήρη ανατροπή της παραπεμπτικής δικαστικής κρίσης. Συνεπώς, υπό τα δεδομένα που επικρατούν στη χώρα μας, δεν κρίνεται αναγκαία η αλλαγή στον τρόπο εκφοράς της κρίσης του δικαστικού συμβουλίου· β) η παγιωμένη πρακτική των δικαστικών συμβουλίων δεν αφίσταται ουσιαστικά από την πρόταση για νομοθετική αλλαγή με τα πιο πάνω χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, όπου το δικαστικό συμβούλιο συμφωνεί με την παραπεμπτική εισαγγελική πρόταση, περιορίζεται απλά στην «επικύρωσή» της, χωρίς να επιβεβαιώνονται με πρόσθετες αιτιολογίες οι κατηγορίες για τις οποίες η υπόθεση παραπέμπεται στο ακροατήριο· γ) τυχόν υιοθέτηση της πρότασης για αλλαγή στον τρόπο αιτιολόγησης των βουλευμάτων, κατά το γερμανικό πρότυπο, θα πρέπει να αφορά το σύνολο των κακουργηματικών υποθέσεων, δηλ. και εκείνες που υπό το σημερινό καθεστώς παραπέμπονται με απευθείας κλήση κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ. Και τούτο διότι δεν δικαιολογείται διαφορετικός τρόπος και διαδικασία ελέγχου της εισαγγελικής κρίσης, πολύ περισσότερο που η άποψη που υποστηρίζει την αναγκαιότητα για την αλλαγή αυτή επικαλείται επιτάχυνση της προδικασίας με τον τρόπο αυτό.
Ενόψει αυτών η αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του δικαστικού συμβουλίου δεν φαίνεται να εξυπηρετεί κάποια πρακτική αναγκαιότητα. Πάντως, αξίζει να επισημανθεί ιδιαίτερα ότι και όσοι θεωρητικοί τάσσονται υπέρ μιας τέτοιας αλλαγής όχι μόνο δεν προτείνουν την κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας, αλλά αντίθετα αναγνωρίζοντας ότι «καμία άλλη αρχή δεν παρέχει περισσότερα εχέγγυα από όσα το δικαστικό συμβούλιο για το ότι ο κατηγορούμενος δεν πρόκειται να υποβληθεί άδικα και αναίτια στη δοκιμασία του ακροατηρίου»[21] προτείνουν λύσεις βελτίωσης του συστήματος αυτού[22].
Η οριοθέτηση της έννοιας της «καθυστέρησης της ποινικής διαδικασίας» όσο αυτονόητη φαντάζει τόσο δύσκολα φαίνεται να προσεγγίζεται στη θεωρία, ιδίως από εκπροσώπους της δικαστικής και εισαγγελικής αρχής, παρασύροντας τον νομοθέτη σε άστοχες, απρόσφορες και πολλές φορές επικίνδυνες επιλογές.
Λέγεται ορθά ότι καθυστέρηση της ποινικής διαδικασίας «υπάρχει κάθε φορά που διατίθεται γι’ αυτήν περισσότερος χρόνος από αυτόν που απαιτείται κατ’ ανάγκη από το ποινικό σύστημα, λαμβανομένων υπόψη όλων των δικονομικών, συνταγματικών και άλλων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, του θύματος και των μαρτύρων»[23]. Με άλλα λόγια όσο κάποια αρμόδια αρχή ασχολείται με την συγκεκριμένη υπόθεση (π.χ. για την συλλογή του αποδεικτικού υλικού, την εκδίκαση της υπόθεσης, τη διάσκεψη των δικαστικών λειτουργών πριν την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης ή οποιουδήποτε βουλεύματος, την επεξεργασία των αποδεικτικών μέσων για την κατάρτιση και υποβολή της εισαγγελικής πρότασης), αλλά και όσο πρέπει να τηρούνται ορισμένες προθεσμίες που αποσκοπούν στην προετοιμασία των διαδίκων ή την ενημέρωση των μαρτύρων ή όσο αναμένεται η ολοκλήρωση ενεργειών από άλλες αρχές ή πραγματογνώμονες, λόγος για καθυστέρηση δεν μπορεί να γίνει, ακόμα και αν η διάρκεια (είτε του συγκεκριμένου σταδίου είτε συνολικά της διαδικασίας) εμφανίζεται μεγάλη. Απώτατος χρόνος έκδοσης της αμετάκλητης απόφασης δεν μπορεί να καθοριστεί εκ των προτέρων με γενικά κριτήρια. Η εύλογη διάρκεια της δίκης αποτελεί συνάρτηση περισσότερων παραγόντων, όπως των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε υπόθεσης (όπως είναι ο όγκος αποδεικτικού υλικού, η τήρηση ορισμένης διαδικασίας για την συλλογή του αποδεικτικού υλικού, ιδίως όταν συνδέεται με την άρση απορρήτου, ο αριθμός των κατηγορουμένων και των συνηγόρων, ο αριθμός θυμάτων, η δυσχέρεια νομικών ζητημάτων, κ.λ.π.). Ακόμα και όταν ένα δικαστήριο αφιερώνει περισσότερο από τον αναμενόμενο χρόνο κατά τη συζήτηση (π.χ. για την εξέταση κάποιου μάρτυρα ή τη διευκρίνιση μιας πραγματογνωμοσύνης), η παράταση της αποδεικτικής διαδικασίας δεν μπορεί να εκληφθεί ως καθυστέρηση, αφού εκείνο που πράγματι προέχει είναι η κατανόηση του αντικειμένου της δίκης και του αποδεικτικού υλικού από όλους τους παράγοντες της δίκης, ακόμα και με θυσία σε σχέση με τη διάρκεια της δίκης. Η ταχύτητα της διαδικασίας δεν μπορεί να καταλήξει σε μία πρόχειρη και βιαστική απόφαση, θυσιάζοντας υπέρτερα της ταχύτητας αγαθά.
Έτσι, εκείνο που πράγματι μένει ως καθυστέρηση είναι τα «νεκρά» διαστήματα μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων ή διαδικαστικών σταδίων, όταν μία υπόθεση βρίσκεται σε «αδράνεια» χωρίς να εξυπηρετείται κάποιος δικονομικός σκοπός. Και είναι αλήθεια ότι αυτό το χρονικό διάστημα αντιπροσωπεύει κατά κανόνα το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας της δίκης από την αρχική διερεύνηση της υπόθεσης μέχρι την αμετάκλητή εκδίκασή της.
Η αδυναμία ή αδιαφορία της πολιτείας να αντιμετωπίσει τα προβλήματα οργάνωσης της δικαιοσύνης με αύξηση του αριθμού των ποινικών δικαστών και των δικαστικών γραμματέων, βελτίωση και αύξηση του αριθμού των δικαστικών αιθουσών, εκσυγχρονισμό της υλικοτεχνικής υποδομής, ίδρυση σώματος επιστημόνων που θα βοηθούν το έργο της δικαιοσύνης[24], ουσιαστική προβολή στον νομικό κόσμο (συμπεριλαμβανομένων και των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που καλούνται να τους εφαρμόσουν) των νέων θεσμών εναλλακτικής-αποκαταστατικής δικαιοσύνης (αποχή από την ποινική δίωξη, ποινική διαταγή, ποινική συνδιαλλαγή και ποινική διαπραγμάτευση)[25], οδηγεί αυτόματα στην αναζήτηση εύκολων λύσεων με περικοπή διαδικαστικών σταδίων και δραστικό περιορισμό δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, βαφτίζοντας τις διαδικασίες αυτές «πολυτέλεια» και την άσκηση των δικαιωμάτων των διαδίκων «καταχρηστική συμπεριφορά». Εδώ εντάσσονται προτάσεις για χρονικό περιορισμό της αγόρευσης του συνηγόρου[26], για αριθμητικό περιορισμό των αναβολών που μπορεί να χορηγήσει το δικαστήριο, για παράκαμψη με κάθε τρόπο της ελάχιστης προθεσμίας παραμονής της δικογραφίας στη γραμματεία της εισαγγελίας μέχρι την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιο[27], κ.λ.π. Δεν είναι λίγες οι φορές που γίνεται επίκληση της εμπειρικής παρατήρησης (με τη μορφή στατιστικών δεδομένων), που φαίνεται να δικαιολογεί την πεποίθηση ότι η άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων γίνεται καταχρηστικά, π.χ. λόγω του τεράστιου ποσοστού απόρριψης ορισμένων αιτημάτων.
Η εικόνα αυτή, όμως, που επί σειρά ετών παρουσιάζεται ως δεδομένη και ως «γενική παραδοχή», είναι εντελώς διαφορετική, αν αναζητήσει κανείς και αξιολογήσει πραγματικά τα επίσημα στατιστικά δεδομένα για τη λειτουργία της ενδιάμεσης διαδικασίας και τα αποτελέσματα που έχει η παρεμβολή ενός πολυπρόσωπου δικαστικού σχηματισμού κατά τον έλεγχο της επάρκειας των αποδείξεων πριν την παραπομπή στο ακροατήριο. Αυτό ακριβώς θα επιχειρήσω στις επόμενες ενότητες.
Πριν προχωρήσω στην παράθεση των στατιστικών δεδομένων είναι αναγκαίο να γίνει η εξής επισήμανση: κάθε επιμέρους διαδικαστικό στάδιο έχει αυτοτέλεια έναντι των υπολοίπων και προωθεί τη διαδικασία με τον δικό της τρόπο και στα πλαίσια του σκοπού που επιδιώκει. Στην προδικασία συγκεντρώνονται οι αποδείξεις, ελέγχεται η επάρκειά τους και τελικά αν κριθούν ότι είναι επαρκείς η υπόθεση οδηγείται στο ακροατήριο. Στην κύρια διαδικασία εξετάζονται τα αποδεικτικά μέσα (τόσο εκείνα που συγκεντρώθηκαν στην προδικασία όσο και εκείνα που πρώτη φορά προσκομίζονται στο ακροατήριο), ακούγονται τα επιχειρήματα των διαδίκων και αποφασίζεται από το δικαστήριο αν τελέστηκε το συγκεκριμένο έγκλημα από τον κατηγορούμενο και επιβάλλεται η ποινή. Η τήρηση των προβλεπόμενων σε κάθε στάδιο τύπων είναι αναγκαία αφενός για την προστασία του κατηγορουμένου αφετέρου για την ολοκληρωμένη και νηφάλια διερεύνηση της υπόθεσης από τις δικαστικές αρχές. «Συμψηφισμοί» μεταξύ των περισσότερων διαδικαστικών σταδίων είναι απαράδεκτοι και επικίνδυνοι. Η δυνατότητα άσκησης ενός δικαιώματος από τον κατηγορούμενο σε επόμενο στάδιο ή η άσκησή του σε προηγούμενο στάδιο, δεν δικαιολογεί τον περιορισμό του ούτε με επίκληση της επιτάχυνσης της διαδικασίας. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι και το ΕΔΔΑ ερευνώντας τη διάρκεια μιας δίκης εξετάζει τόσο τη συνολική διάρκεια της διαδικασίας όσο και κάθε επιμέρους διαδικαστικό στάδιο αυτοτελώς, αναγνωρίζοντας πάντως ότι μία ελάχιστη διάρκεια κάθε σταδίου είναι δικαιολογημένη, προκειμένου να εκπληρωθούν οι σκοποί που επιδιώκει.
Η ολοκληρωμένη εικόνα της λειτουργίας και αποδοτικότητας της ενδιάμεσης διαδικασίας, αλλά και η επαλήθευση ή διάψευση των επιφυλάξεων που κατά καιρούς διατυπώνονται, βασιζόμενων σε εμπειρική παρακολούθηση της ποινικής διαδικασίας, προϋποθέτει αξιολόγηση των επίσημων στατιστικών δεδομένων. Στη συνέχεια παραθέτω τέσσερις (4) επιμέρους κατηγορίες στατιστικών που έθεσαν στη διάθεσή μου τα Πρωτοδικεία και οι Εισαγγελίες Πρωτοδικών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, αλλά και το Εφετείο Αθηνών.
1) Αριθμός βουλευμάτων που εκδίδονται κατ’ έτος από το συμβούλιο πλημμελειοδικών- Κατηγοριοποίηση και χαρακτηριστικά των βουλευμάτων.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(περίοδος από 1.1.2019 έως 31.12.2019) |
||
Είδος βουλευμάτων | Αριθμός | Ποσοστό (%) επί του συνόλου των βουλευμάτων |
Παραπεμπτικά | 901 | 46,18 |
Απαλλακτικά | 643 | 32,96 |
Παύοντα τη δίωξη | 215 | 11,02 |
Λοιπά (απαράδεκτη ποινική δίωξη, περαιτέρω κύρια ανάκριση, αποχή από έκδοση βουλεύματος, κ.λ.π.) | 192 | 9,84 |
ΣΥΝΟΛΟ | 1.951 | 100 |
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(περίοδος από 1.1.2020 έως 31.12.2020) |
||
Είδος βουλευμάτων | Αριθμός | Ποσοστό (%) επί του συνόλου των βουλευμάτων |
Παραπεμπτικά | 614 | 43,12 |
Απαλλακτικά | 440 | 30,90 |
Παύοντα τη δίωξη | 184 | 12,92 |
Λοιπά (απαράδεκτη ποινική δίωξη, περαιτέρω κύρια ανάκριση, αποχή από έκδοση βουλεύματος, κ.λ.π.) | 186 | 13,06 |
ΣΥΝΟΛΟ | 1.424 | 100 |
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(περίοδος από 1.1.2019 έως 31.12.2019) |
||
Είδος βουλευμάτων | Αριθμός | Ποσοστό (%) επί του συνόλου των βουλευμάτων |
Παραπεμπτικά | 127 | 57,47 |
Απαλλακτικά | 84 | 38,00 |
Παύοντα τη δίωξη | 10 | 4,53 |
ΣΥΝΟΛΟ | 221 | 100 |
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(περίοδος από 1.1.2020 έως 31.12.2020) |
||
Είδος βουλευμάτων | Αριθμός | Ποσοστό (%) επί του συνόλου των βουλευμάτων |
Παραπεμπτικά | 117 | 48,75 |
Απαλλακτικά | 90 | 37,50 |
Παύοντα τη δίωξη | 33 | 13,75 |
ΣΥΝΟΛΟ | 240 | 100 |
2) Αριθμός εφέσεων κατά βουλευμάτων του συμβουλίου πλημμελειοδικών- Αποτέλεσμα και κρίση του συμβουλίου εφετών.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(περίοδος από 1.1.2019 έως 31.12.2019) |
||
Είδος βουλευμάτων | Αριθμός | Ποσοστό (%) επί του συνόλου των βουλευμάτων |
Απορρίπτει έφεση (ή όλους τους λόγους έφεσης) κατηγορουμένου ως απαράδεκτη | 93 | 50,82 |
Απορρίπτει έφεση κατηγορουμένου κατ’ ουσία | 61 | 33,33 |
Απορρίπτει έφεση εισαγγελέα | 0 | |
Επιμέρους σύνολο απορριπτικών | 84,15 | |
Δέχεται έφεση κατηγορουμένου | 23 | 12,57 |
Δέχεται έφεση εισαγγελέα | 5 | 2,73 |
Επιμέρους σύνολο δεκτών | 15,30 | |
Απέχει να αποφανθεί | 1 | 0,55 |
ΣΥΝΟΛΟ | 183 | 100 |
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(περίοδος από 1.1.2020 έως 31.12.2020) |
||
Είδος βουλευμάτων | Αριθμός | Ποσοστό (%) επί του συνόλου των βουλευμάτων |
Απορρίπτει έφεση (ή όλους τους λόγους έφεσης) κατηγορουμένου ως απαράδεκτη | 55 | 49,55 |
Απορρίπτει έφεση κατηγορουμένου κατ’ ουσία | 40 | 36,04 |
Απορρίπτει έφεση εισαγγελέα | 1 | 0,90 |
Επιμέρους σύνολο απορριπτικών | 96 | 86,49 |
Δέχεται έφεση κατηγορουμένου | 8 | 7,21 |
Δέχεται έφεση εισαγγελέα | 4 | 3,60 |
Επιμέρους σύνολο δεκτών | 12 | 10,81 |
Απέχει να αποφανθεί | 3 | 2,70 |
ΣΥΝΟΛΟ | 111 | 100 |
ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(περίοδος από 1.1.2019 έως 31.12.2019) |
|
Αριθμός εφέσεων κατά βουλευμάτων συμβουλίου πλημμελειοδικών που εκδικάστηκαν: | 25 |
ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(περίοδος από 1.1.2020 έως 31.12.2020) |
|
Αριθμός εφέσεων κατά βουλευμάτων συμβουλίου πλημμελειοδικών που εκδικάστηκαν: | 32 |
3) Αριθμός εισαγγελέων πλημμελειοδικών που εισάγουν προτάσεις (επί της ουσίας) στο συμβούλιο πλημμελειοδικών.
Αριθμός Εισαγγελικών Προτάσεων (ουσίας) | ||
Εισαγγελία | Αριθμός Εισαγγελέων | Μέσος όρος ετήσιας χρέωσης δικογραφιών |
Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών | 74 | 25 |
Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης | 35 | 7 |
4) Πράξεις προέδρου εφετών για απευθείας κλήση στο (μονομελές ή τριμελές) εφετείο κακουργημάτων κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ- Αριθμός διαφωνιών προέδρου εφετών ή εξ αρχής κρίση του εισαγγελέα εφετών ότι δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις.
Εφαρμογή άρθρου 309 ΚΠΔ στο Εφετείο Αθηνών
(περίοδος από 1.1.2019 έως 31.12.2019) |
|
Απευθείας παραπομπή (συμφωνία προέδρου εφετών και εισαγγελέα εφετών) | Διαφωνία προέδρου εφετών |
1.508 | 3 |
Εφαρμογή άρθρου 309 ΚΠΔ στο Εφετείο Αθηνών
(περίοδος από 1.1.2020 έως 31.12.2020) |
|
Απευθείας παραπομπή (συμφωνία προέδρου εφετών και εισαγγελέα εφετών) | Διαφωνία προέδρου εφετών |
1.639 | 3 |
Κρίση εισαγγελέα εφετών στα πλαίσια του άρθρου 309 ΚΠΔ περί μη συνδρομής προϋποθέσεων για απευθείας εισαγωγή στο ακροατήριο
(στοιχεία βασισμένα στην εμπειρική παρακολούθηση της λειτουργίας του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών) |
Κατά προσέγγιση 60 περιπτώσεις κατ’ έτος |
Αναλύοντας τα πιο πάνω στατιστικά δεδομένα διαπιστώνει κανείς ότι η εικόνα που διαμορφώθηκε τα τελευταία έτη για την ενδιάμεση διαδικασία, στηριζόμενη κατά κανόνα σε μη επαληθευμένα εμπειρικά στοιχεία, αδικεί το διαδικαστικό αυτό στάδιο και την τεράστια συμβολή του τόσο στην επιτάχυνση της διαδικασίας όσο και στην προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Τα συμπεράσματα από την ανάλυση των δεδομένων αυτών, αλλά και από την εμπειρική παρακολούθηση της διαδικασίας ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων, συνοψίζονται στις ακόλουθες προτάσεις:
1) Λιγότερες από τις μισές υποθέσεις παραπέμπονται στο ακροατήριο- σημαντικός αριθμός βουλευμάτων μεταρρυθμίζει-προσαρμόζει την κατηγορία και τη μορφή συμμετοχής κάθε κατηγορουμένου στο έγκλημα και επιλύει δυσχερή νομικά ζητήματα.
Όπως προκύπτει από τα στατιστικά δεδομένα λειτουργίας των συμβουλίων πλημμελειοδικών στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη των ετών 2019 και 2020, που δεν απέχουν από τα αντίστοιχα των προηγούμενων ετών, τα παραπεμπτικά βουλεύματα στην Αθήνα περιορίζονται σε ποσοστό μικρότερο του 50% του συνόλου των εισαγόμενων υποθέσεων, ενώ στη Θεσσαλονίκη κατά μέσο όρο κυμαίνονται στο 50%. Επομένως, εκτιμήσεις για έκδοση παραπεμπτικών βουλευμάτων σε ποσοστό άνω του 90% δεν επιβεβαιώνονται, αποδεικνύοντας ότι η κριτική στον θεσμό της ενδιάμεσης διαδικασίας τίθεται σε λάθος βάση[28].
Για να γίνει περισσότερο αντιληπτή η λειτουργία των δικαστικών συμβουλίων, ο εγγυητικός ρόλος τους για την προστασία των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, αλλά και η συμβολή τους στην επιτάχυνση της διαδικασίας ακολουθούν ορισμένες επισημάνσεις: α) ένα μικρό μόνο μέρος των παραπεμπτικών βουλευμάτων διατηρεί τον χαρακτηρισμό της πράξης, ως προς τη βαρύτητα, τις ιδιαίτερες περιστάσεις, αλλά και τη συμμετοχή κάθε κατηγορουμένου, όπως ακριβώς αποδίδεται στην ποινική δίωξη. Σε πολλές περιπτώσεις δεν γίνεται κατηγορία για τους κατηγορούμενους εκείνους, για τους οποίους δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, αποτρέποντας με τον τρόπο αυτό την ταλαιπωρία και τον άδικο στιγματισμό αμέτοχων στο έγκλημα προσώπων. Σημειώνεται εδώ ότι η αναφορά στους πιο πάνω πίνακες σε απαλλακτικά βουλεύματα αφορά μόνο στα αμιγώς απαλλακτικά βουλεύματα, όταν δηλαδή δεν παραπέμπεται η υπόθεση στο ακροατήριο για κανένα πρόσωπο. Παράλληλα, προσδιορίζονται πληρέστερα οι συνθήκες τέλεσης του εγκλήματος, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης και τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, οριοθετώντας σαφέστερα το αντικείμενο της δίκης· β) επιλύονται δυσχερή ζητήματα συρροής εγκλημάτων, αλλά και συμμετοχής στην πράξη, θέτοντας έτσι την κατηγορία στη σωστή της βάση και προετοιμάζοντας την υπόθεση για την εκδίκαση στο ακροατήριο, ώστε το δικαστήριο να επικεντρωθεί κατά βάση στην ουσιαστική της έρευνα, κάτι που συμβάλλει στην επιτάχυνση της διαδικασίας στο ακροατήριο· γ) αντιμετωπίζονται τα κρίσιμα προβλήματα διαχρονικού δικαίου που συχνά εμφανίζονται στην πράξη· δ) σε σχέση με τα απαλλακτικά βουλεύματα διαπιστώνεται ότι σε αρκετές περιπτώσεις η απαλλακτική κρίση του δικαστικού συμβουλίου δεν συμφωνεί με την εισαγγελική (παραπεμπτική) πρόταση.
Τα στατιστικά αυτά δεδομένα, αλλά και οι σκέψεις που προηγήθηκαν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η μεσολάβηση του δικαστικού συμβουλίου όχι μόνο δεν προκαλεί καθυστερήσεις, αλλά αποτελεί το βασικό ανάχωμα στην παραπομπή αθώων στο ακροατήριο και παράλληλα στην υπερφόρτωση των ποινικών ακροατηρίων με υποθέσεις που δεν έχουν ουσιαστικό ποινικό ενδιαφέρον. Τυχόν παράκαμψη της ενδιάμεσης διαδικασίας θα οδηγήσει με βεβαιότητα στον διπλασιασμό των υποθέσεων που εισάγονται στα ακροατήρια του μονομελούς και τριμελούς εφετείου, αλλά και του ΜΟΔ και τελικά στην επιβράδυνση του ρυθμού απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, χωρίς να μπορεί βάσιμα να γίνει λόγος για ουσιαστική-εγγυητική παρεμβολή του προέδρου εφετών, του οποίου η συμμετοχή στη διαδικασία απευθείας παραπομπής στο ακροατήριο παραμένει μέχρι σήμερα εντελώς τυπική, όπως θα αναπτυχθεί σε επόμενη ενότητα.
2) Σε αρκετές περιπτώσεις το συμβούλιο διαπιστώνει την ανεπάρκεια του αποδεικτικού υλικού και διατάσσει τη συμπλήρωσή του.
Ποσοστό 10% περίπου των βουλευμάτων αφορά περιπτώσεις που το δικαστικό συμβούλιο κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη ή απέχει από την έκδοση οριστικού βουλεύματος, ενώ κατά το μεγαλύτερο μέρος της η κατηγορία αυτή σχετίζεται με διαπίστωση ανεπάρκειας του αποδεικτικού υλικού και με την αναγκαιότητα συμπλήρωσης της δικογραφίας με συγκεκριμένες ανακριτικές πράξεις ή με την υποχρέωση επανάληψης άκυρης πράξης της προδικασίας. Έτσι, με την έγκαιρη παρέμβαση του δικαστικού συμβουλίου εμπλουτίζεται η δικογραφία με το απαραίτητο αποδεικτικό υλικό και προλαμβάνονται ακυρότητες που πολλές φορές σχετίζονται με την νομιμότητα κτήσης αποδεικτικού μέσου, η οποία θα δέσμευε το δικαστήριο και θα αποστερούσε ενδεχόμενα από κρίσιμο αποδεικτικό μέσο ή θα προκαλούσε καθυστέρηση της κύριας διαδικασίας για την επανάληψη «ανακριτικής» ουσιαστικά πράξης από το δικαστήριο. Έτσι, και μ’ αυτόν τον τρόπο η ενδιάμεση διαδικασία συμβάλλει ουσιαστικά στην πρόληψη ακυροτήτων στο ακροατήριο, στην ολοκληρωμένη έρευνα της υπόθεσης και την πληρότητα της δικογραφίας και τελικά στην επιτάχυνση της κύριας διαδικασίας.
3) Η διάρκεια του διαδικαστικού αυτού σταδίου δεν υπερβαίνει στην πράξη τους 10-12 μήνες.
Στη συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων που εισάγονται στο συμβούλιο πλημμελειοδικών το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη χρέωση της δικογραφίας στον αρμόδιο εισαγγελέα μέχρι την έκδοση του βουλεύματος δεν υπερβαίνει κατά μέσο όρο τους 10-12 μήνες. Γίνεται αντιληπτό ότι ενόψει της σοβαρότητας και της φύσης των υποθέσεων στις οποίες αφορούν οι ανακριτικές δικογραφίες, του όγκου του αποδεικτικού υλικού, αλλά και τα δυσχερή νομικά ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν, η διάρκεια του διαδικαστικού αυτού σταδίου κρίνεται απόλυτα δικαιολογημένη.
4) Η επιβάρυνση των εισαγγελέων από την υποβολή προτάσεων στα δικαστικά συμβούλια δεν είναι μεγάλη.
Η ετήσια χρέωση των εισαγγελέων με δικογραφίες για υποβολή επί της ουσίας πρότασης στο δικαστικό συμβούλιο ανέρχεται κατά μέσο όρο στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών σε 25 και στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης σε 7.
Η παράμετρος αυτή είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, καθώς η υπερβολική χρέωση των εισαγγελικών λειτουργών μπορεί πράγματι να προκαλέσει σημαντικές καθυστερήσεις όχι μόνο στα πλαίσια συγκεκριμένης υπόθεσης, αλλά συνολικά στο εισαγγελικό έργο. Ωστόσο, η επιβάρυνση των εισαγγελέων με την εισαγωγή υποθέσεων στο δικαστικό συμβούλιο δεν φαίνεται να συμβάλει στην καθυστέρηση της διαδικασίας, ενόψει και του ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η υποβολή των εισαγγελικών προτάσεων στα δικαστικά συμβούλια είναι κατά κανόνα σύντομη. Η ετήσια χρέωση 25 ή 7 ανακριτικών δικογραφιών, συνεκτιμώντας και τα υπόλοιπα εισαγγελικά καθήκοντα, δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολική ούτε να αντιμετωπιστεί ως παράγοντας καθυστέρησης της ποινικής διαδικασίας.
Αξίζει εδώ να τονιστεί ότι οι εισαγγελικές προτάσεις στα δικαστικά συμβούλια είναι το σημαντικότερο γραπτό κείμενο των εισαγγελέων από κάθε άποψη: τόσο λόγω της επίλυσης δυσχερών νομικών ζητημάτων (που σχετίζονται με την ερμηνεία των ποινικών νόμων, την αντιμετώπιση προβλημάτων συρροής και διαχρονικού δικαίου) όσο και λόγω της αναλυτικής εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού και της εκτεταμένης αιτιολογίας που περιέχουν. Η συμβολή του γραπτού λόγου στον επιστημονικό διάλογο και στη συνεχή ενημέρωση και ολοκλήρωση ενός επιστήμονα είναι δεδομένη και ειδικά σε σχέση με το εισαγγελικό έργο τον ρόλο αυτό επιτελεί κατά κύριο λόγο η σύνταξη προτάσεων προς τα δικαστικά συμβούλια και δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τη σύνταξη κατηγορητηρίων, τα οποία δεν περιέχουν αιτιολογία και εκτίμηση αποδείξεων, αλλά ούτε και από την έκδοση διατάξεων ή αναφορών σε σχέση με τη νομιμότητα ή βασιμότητα μιας καταγγελίας, οι οποίες κατά κανόνα σχετίζονται με παγιωμένες νομικές θέσεις και με αποδεικτικά ξεκάθαρες περιπτώσεις.
5) Δεν παρατηρείται κατάχρηση του δικαιώματος άσκησης έφεσης.
Το ποσοστό των βουλευμάτων του συμβουλίου πλημμελειοδικών που προσβάλλονται με έφεση δεν ξεπερνούν κατά μέσο όρο το 10% και συνεπώς διαπιστώνεται ότι δεν γίνεται κατάχρηση της σχετικής δυνατότητας που παρέχει ο νόμος. Επομένως, προτάσεις για περαιτέρω περιορισμό των ενδίκων μέσων της προδικασίας δεν φαίνονται δικαιολογημένες.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι κατά ποσοστό 10-15% τα βουλεύματα, που εκδίδονται από το συμβούλιο εφετών, κάνουν δεκτές επί της ουσίας εφέσεις, ανατρέποντας την αρχική εκτίμηση του συμβουλίου πλημμελειοδικών, ενώ και αρκετά απορριπτικά των εφέσεων βουλεύματα του συμβουλίου εφετών συνοδεύονται από αναθεώρηση της κατηγορίας. Έτσι, η παρεμβολή του συμβουλίου εφετών φαίνεται σε σημαντικό αριθμό περιπτώσεων ότι συμβάλλει είτε στην αποτροπή εσφαλμένης παραπομπής στο ακροατήριο είτε στον ορθότερο προσδιορισμό της κατηγορίας, προλαμβάνοντας καθυστερήσεις της κύριας διαδικασίας στο ακροατήριο.
Τέλος, αξίζει να τονιστεί ότι κατά ποσοστό 50% οι εφέσεις κατά βουλευμάτων του συμβουλίου πλημμελειοδικών απορρίπτονται ως απαράδεκτες είτε λόγω απαράδεκτης άσκησής τους είτε λόγω απαραδέκτου όλων των προβαλλόμενων λόγων. Συνεπώς, κατά το μέρος αυτός δεν παρατηρείται ιδιαίτερη επιβάρυνση του έργου του συμβουλίου εφετών, αφού τα σχετικά με το παραδεκτό των ενδίκων μέσων ζητήματα δεν εμφανίζουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία κάποια πολυπλοκότητα.
6) Η απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο (κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ) δεν συνοδεύεται από ουσιαστικό έλεγχο για την επάρκεια των αποδεικτικών μέσων- Απόλυτα εύστοχη και στατιστικά επιβεβαιωμένη η εκτίμηση ότι η σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών «δεν ξεπερνάει το επίπεδο της πλήρωσης ενός απλού τύπου»[29].
Από τα πιο πάνω στατιστικά δεδομένα γίνεται αντιληπτό ότι κάθε έτος από το σύνολο των υποθέσεων που παραπέμπονται στο ακροατήριο του Μονομελούς και Τριμελούς Εφετείου της Αθήνας και ανέρχονται κατά μέσο όρο σε 1.500 έως 1.600, μόλις σε 3 περιπτώσεις διατυπώνεται διαφωνία του Προέδρου Εφετών για εφαρμογή του άρθρου 309 ΚΠΔ. Και φυσικά δεν μπορεί να υποστηριχθεί με σοβαρά επιχειρήματα ότι η τεράστια αυτή διαφοροποίηση στην πορεία των υποθέσεων που εισάγονται με απευθείας κλήση σε σχέση με εκείνες που ελέγχονται από το δικαστικό συμβούλιο, οφείλεται στην ιδιαιτερότητα του αντικειμένου τους, αφού οι απαλλακτικές αποφάσεις των δικαστηρίων μάλλον το αντίθετο υποδηλώνουν. Έτσι επιβεβαιώνεται πλήρως και αποδεικνύεται και με αριθμητικά δεδομένα η αρχική εκτίμηση του αειμνήστου δασκάλου Ν.Ανδρουλάκη ότι η παρεμβολή της σύμφωνης γνώμης του Προέδρου Εφετών στη διαδικασία απευθείας εισαγωγής της υπόθεσης στο ακροατήριο κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ «δεν ξεπερνάει το επίπεδο της πλήρωσης ενός απλού τύπου», ενώ η αισιοδοξία που εκφράζεται από την αντίθετη άποψη[30] ότι ο πρόεδρος εφετών «ως ανώτατος δικαστής ουσίας, καλείται να ασκήσει την λειτουργική του αρμοδιότητα, και ασφαλώς θα το πράξει» μοιάζει με απλό ευχολόγιο.
Παράλληλα, οι περιπτώσεις στις οποίες ο εισαγγελέας εφετών εξαρχής θεωρεί ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο, οπότε η υπόθεση εισάγεται στο συμβούλιο εφετών, περιορίζονται στην Αθήνα σε 60 ετησίως.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι αν και από την αναφορά του άρθρου 309 ΚΠΔ (αλλά αντίστοιχα και του άρθρου 308Α προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950) σε «πρόταση» του εισαγγελέα εφετών προς τον πρόεδρο εφετών σχετικά με την απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο θα ανέμενε κανείς μία έστω συνοπτική αιτιολογία, με αναφορά σε πραγματικά περιστατικά, αποδεικτικά μέσα και έρευνα των ισχυρισμών και επιχειρημάτων του κατηγορουμένου, στην πράξη ο εισαγγελέας εφετών υποβάλλει στον πρόεδρο εφετών ένα σχέδιο-έντυπο συμπληρωμένο με τα στοιχεία ταυτότητας του κατηγορουμένου και τυπική αναφορά της πράξης που αποδόθηκε στην ανάκριση με μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου.
Έτσι, γίνεται αντιληπτό ότι η διαδικασία παραπομπής του άρθρου 309 ΚΠΔ δεν χαρακτηρίζεται από ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και εκτίμηση αποδείξεων. Πρακτικά το σύνολο των υποθέσεων παραπέμπεται στο ακροατήριο και μάλιστα χωρίς επίλυση δυσχερών νομικών ζητημάτων (συμμετοχής, συρροών, διαχρονικού δικαίου, κ.λ.π.), μεταφέροντας διογκωμένα τα προβλήματα από την προδικασία στην κύρια διαδικασία.
Τελικά συμπεράσματα.
Η πρόταση για κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας, ακόμα και υπό τον νέο ΚΠΔ, φαίνεται να στηρίζεται κατά βάση σε τρία επιχειρήματα: α) στην εκτίμηση ότι τα παραπεμπτικά βουλεύματα του συμβουλίου πλημμελειοδικών ξεπερνούν σε ποσοστό το 90%, β) στην εγγυητική παρεμβολή του προέδρου εφετών κατά τη διαδικασία απευθείας παραπομπής κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ και γ) στη χρονική καθυστέρηση επεξεργασίας των ανακριτικών δικογραφιών κατά την ενδιάμεση διαδικασία. Όπως, όμως, προέκυψε από στατιστικά δεδομένα η παραπεμπτική κρίση των συμβουλίων πλημμελειοδικών περιορίζεται σε ποσοστό 45-50% και συνεπώς η παρεμβολή του διαδικαστικού αυτού σταδίου όχι μόνο δεν καθυστερεί την ποινική διαδικασία, αλλά αντίθετα συμβάλλει ουσιωδώς στην επιτάχυνση της διαδικασίας στο ακροατήριο, μειώνοντας στο μισό τον αριθμό των εκκρεμών στο ακροατήριο υποθέσεων και προετοιμάζοντας ολοκληρωμένα την υπόθεση με έλεγχο της επάρκειας του αποδεικτικού υλικού και επίλυση δυσχερών νομικών και ουσιαστικών ζητημάτων. Παράλληλα, η επικαλούμενη εγγυητική παρεμβολή του προέδρου εφετών στη διαδικασία του άρθρου 309 ΚΠΔ δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την πρακτική εφαρμογή του θεσμού, αλλά αντίθετα επαληθεύονται οι εκτιμήσεις για μία απλή τυπική διαδικασία χωρίς ουσιαστικό (προστατευτικό-εγγυητικό) περιεχόμενο. Τέλος, η διαδικασία επεξεργασίας των ανακριτικών δικογραφιών (από τη χρέωση της υπόθεσης στον εισαγγελέα μέχρι την έκδοση του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών) δεν διαρκεί περισσότερο από 10-12 μήνες.
Από τις πιο πάνω αναλύσεις καταδεικνύεται ότι η οργάνωση της ενδιάμεσης διαδικασίας στον νέο ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) διασφαλίζει μία ισορροπία ανάμεσα στην απαίτηση για ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων και στην ανάγκη για εγγύηση και προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων και ιδίως του κατηγορουμένου, αποφεύγοντας τις πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες και τις δυσλειτουργίες του προγενέστερου καθεστώτος, όπως είχε επισημανθεί και στη θεωρία. Η ολοκληρωμένη έρευνα της υπόθεσης κατά την προδικασία, η πρόληψη ακυροτήτων και η επίλυση των δυσχερών νομικών και ουσιαστικών ζητημάτων σε ένα πρώιμο στάδιο είναι προφανές ότι προετοιμάζουν καλύτερα την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο και περιορίζουν τον χρόνο που θα αφιερώσει το δικαστήριο, επιταχύνοντας έτσι τον ρυθμό απονομής της δικαιοσύνης. Η αποτροπή αδικαιολόγητης εισαγωγής ανυπόστατων κατηγοριών στο ακροατήριο, σε ποσοστό 50% του συνόλου των ανακριτικών υποθέσεων, επιδρά ευεργετικά από κάθε άποψη: προστατεύει τους πολίτες από την ταλαιπωρία και τη μείωση της προσωπικότητάς τους, μειώνει (στο μισό) τον αριθμό των υποθέσεων που εισάγονται στο ακροατήριο και συνεπώς επιταχύνει τους ρυθμούς εκδίκασης των υποθέσεων που εμφανίζονται να έχουν ένα άξιο λόγου αντικείμενο μετά την ολοκλήρωση της ανάκρισης και τελικά διασφαλίζει το κύρος και την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, καθώς η απαλλαγή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο του 50% δίνει την εντύπωση πρόχειρης παραπομπής.
Καταληκτικά διαπιστώνουμε ότι η λειτουργία της ενδιάμεσης διαδικασίας με βάση τον νέο ΚΠΔ συμβάλλει στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης και εγγυάται τον σεβασμό των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, τυχόν δε κατάργηση του διαδικαστικού αυτού σταδίου και υιοθέτηση του μοντέλου της απευθείας παραπομπής στο ακροατήριο (κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ) και μάλιστα ακόμα και όταν πρόκειται για ανήλικους κατηγορούμενους[31], θα οδηγήσει σε διπλασιασμό των εκκρεμών υποθέσεων στα ποινικά ακροατήρια και σε πρόχειρη και βιαστική παραπομπή, αδιαφορώντας για τη δικαιότητα και αποτελεσματικότητα της διαδικασίας[32].
* Εισήγηση στη διαδικτυακή συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με θέμα «ο ρόλος των δικαστικών συμβουλίων στον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας», που διοργάνωσε η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων στις 23.2.2021 και δημοσιεύτηκε στο ΝοΒ (69/2021), σελ. 250 επ.
[1] Τις αυτονόητες αυτές επισημάνσεις βλ. και στην Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου 8/2002, ΕλλΔνη (43/2002), 557.
[2] Οι παραβιάσεις αυτές της ΕΣΔΑ δεν αφορούν μόνο την ποινική δίκη, αλλά δίνουν μία εικόνα για την συνολική κατάσταση της δικαιοσύνης στη χώρα μας.
[3] Δεν προσβάλλεται με έφεση από τον κατηγορούμενο το βούλευμα που τον παραπέμπει για πλημμέλημα ούτε το αμιγώς απαλλακτικό βούλευμα.
[4] Σύμφωνη με την επιλογή αυτή είναι η ανάθεση της εκδίκασης των κακουργηματικών υποθέσεων στο τριμελές εφετείο και στο ΜΟΕ και μόνο κατ’ εξαίρεση στο μονομελές εφετείο.
[5] Δικαίωμα που στην πράξη είχε ατονήσει από την παγιωμένη πρακτική των συμβουλίων να απορρίπτουν με τυπική αιτιολογία κάθε σχετικό αίτημα.
[6] Για το ότι η διαδοχική άσκηση δικαιωμάτων στο στάδιο της προδικασίας υπό το προγενέστερο καθεστώς ενείχε μια υπερβολή βλ. και Διοικητική Ολομέλεια ΑΠ 8/2002, ΕλλΔνη (43/2002), 557, Α.Παπαδαμάκη, η προδικασία ως πεδίο δοκιμής και δοκιμασίας της επιτάχυνσης της ποινικής δίκης, σε «Δημόσια Οικονομικά και Δίκαιο», 2013, σελ. 355 επ.
[7] Βλ. αναλυτική παρουσίαση σε Α.Ζαχαριάδη, δικαστικά συμβούλια – η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων, 2012, σελ. 37 επ. Βλ. σχετ. και Η.Αναγνωστόπουλο, το σχέδιο νόμου για το οργανωμένο έγκλημα: εκσυγχρονισμός ή αποσύνθεση του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου; στο έργο «το σχέδιο νόμου για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος», ΕΝοΒΕ (2002), σελ. 43, Ν.Ανδρουλάκη, επιτάχυνση της προδικασίας στην ποινική δίκη – με κάθε κόστος; ΠοινΧρ (ΞΑ/2011), σελ. 164, Α.Ελευθεριάνο, ο θεσμός της ενδιάμεσης διαδικασίας, στο έργο «συμβολή για την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης», Εταιρία Δικαστικών Μελετών, 2015, σελ. 505 επ.
[8] Για το γερμανικό σύστημα βλ. αναλυτικά Γ.Καλφέλη, η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, 2000, σελ. 184 επ.
[9] Βλ. αναλυτικά για το ιταλικό σύστημα Γ.Καλφέλη, ό.π., σελ. 43 επ. Βλ. σχετ. και Ν.Ανδρουλάκη, θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, γ΄ έκδ. (2007), σελ. 106-107.
[10] Το σύστημα αυτό ισχύει στη Γαλλία από το 2001, μετά την κατάργηση της μεσολάβησης του δικαστικού συμβουλίου. Βλ. για τα σχετικά ζητήματα Ν.Ανδρουλάκη, θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, γ΄ έκδ. (2007), σελ. 104-105, Α.Ζαχαριάδη, ό.π., σελ. 38-39.
[11] Βλ. σχετ. και Ν.Ανδρουλάκη, θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, γ΄ έκδ. (2007), σελ. 109-110, με αναφορά και στο προγενέστερο αγγλικό καθεστώς, που προέβλεπε έναν προκαταρκτικό έλεγχο της κατηγορίας από δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση και το οποίο εγκαταλείφθηκε ήδη το έτος 1998.
[12] Για το ότι το μοντέλο αυτό βαρύνεται με σοβαρά μειονεκτήματα, όπως η αναπόφευκτη ψυχολογική προκατάληψη του οργάνου που αποφασίζει την παραπομπή από την προηγούμενη διενέργεια των ανακριτικών πράξεων από το ίδιο όργανο (ανακριτή), ενόψει του ότι πολλές φορές η απόφαση για την παραπομπή σχετίζεται και με την νομιμότητα του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε κατά την κύρια ανάκριση, βλ. και σε Α.Ζαχαριάδη, δικαστικά συμβούλια – η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων, 2012, σελ. 40 επ., όπου περαιτέρω παραπομπές, Γ.Καλφέλη, ό.π., σελ. 161.
[13] Αρκεί να αναφερθεί στο σημείο αυτό προκαταβολικά ότι η Γερμανία με 8πλάσιο αριθμό κατοίκων έχει σε απόλυτους αριθμούς συνολικά το 1/5 των καταδικών για παραβίαση της εύλογης διάρκειας της δίκης σε σχέση με την Ελλάδα, αν και όπως αναφέρθηκε αναγνωρίζει παρεμβολή δικαστηρίου που ελέγχει την επάρκεια του αποδεικτικού υλικού. Μήπως τελικά το πρόβλημα της καθυστέρησης στην Ελλάδα εντοπίζεται αλλού και συνεπώς οι λύσεις πρέπει να αναζητηθούν αλλού;
[14] Πρόκειται ειδικότερα για την διεύρυνση της δυνατότητας αποχής από την ποινική δίωξη τόσο επί πλημμελημάτων όσο και επί κακουργημάτων, για τον νέο θεσμό της ποινικής διαταγής, που αφορά στα μικρής βαρύτητας πλημμελήματα, αλλά και για την ποινική συνδιαλλαγή και την ποινική διαπραγμάτευση.
[15] Οι σκέψεις-προτάσεις αυτές εκφράστηκαν αρχικά από την Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος (Ε.Ε.Ε.) με αιτήματα που απηύθυνε στον Υπουργό Δικαιοσύνης στις 17.7.2019 και στις 21.8.2019 και επανέλαβε και στις 16.11.2020 (αναρτημένα στην ηλεκτρονική σελίδα της Ε.Ε.Ε.: enosieisaggeleon.gr) και στη συνέχεια επαναλήφθηκαν και στο άρθρο του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών Π.Παπαγιωτόπουλου, μήπως ήγγικεν η ώρα κατάργησης της ενδιάμεσης διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων; (αναρτημένο στην ηλεκτρονική σελίδα της Ε.Ε.Ε.).
[16] Είναι χαρακτηριστικό ότι στο προαναφερόμενο άρθρο του ο Π.Παναγιωτόπουλος, μετά από αναλυτική παράθεση των απόψεων που υποστηρίζονται σχετικά με την επίδραση του παραπεμπτικού βουλεύματος στην τελική κρίση του δικαστηρίου, καταλήγει χωρίς άλλο επιχείρημα ή στατιστικό ή εμπειρικό δεδομένο στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων είναι «χρονοβόρα και δύστοκος».
[17] Βλ. αναλυτικά για τον προβληματισμό αυτό Ν.Ανδρουλάκη, θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, γ΄ έκδ. (2007), σελ. 119 επ. Βλ. και Π.Παπαγιωτόπουλο, μήπως ήγγικεν η ώρα κατάργησης της ενδιάμεσης διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων; (αναρτημένο στην ηλεκτρονική σελίδα της Ε.Ε.Ε.).
[18] Ν.Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 123.
[19] Ν.Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 123.
[20] Για την ιδιαιτερότητα αυτή του γερμανικού δικαίου βλ. και σε Γ.Καλφέλη, η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, 2000, σελ. 184-185.
[21] Βλ. έτσι Ν.Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 123.
[22] Προτάσεις για αναμόρφωση του διαδικαστικού αυτού σταδίου με διασφάλιση της ουσιαστικής ακρόασης των διαδίκων από το δικαστικό συμβούλιο βλ. στην μονογραφία του Γ.Καλφέλη, η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, 2000, όπου αναλύονται τα αντίστοιχα συστήματα σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
[23] Ν.Ανδρουλάκης, επιτάχυνση της προδικασίας στην ποινική δίκη – με κάθε κόστος; ΠοινΧρ (ΞΑ/2011), σελ. 162, όπου περαιτέρω παραπομπή στη διεθνή βιβλιογραφία.
[24] Ο όρος «δικαστική αστυνομία», που χρησιμοποιείται συχνά στην πράξη, φαίνεται αδόκιμος, καθώς το βοηθητικό προσωπικό κατά κύριο λόγο θα πρέπει να αποτελείται από επιστήμονες όλων των ειδικοτήτων που θα βοηθούν και θα κατευθύνουν τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές κατά τις έρευνες και θα ορίζονται ως πραγματογνώμονες τόσο στην προδικασία όσο και στη διαδικασία στο ακροατήριο.
[25] Για το ότι η αναχαίτιση της πλημμυρίδας καταγγελιών ήδη στο στάδιο της προδικασίας ή ακόμα και στο στάδιο πριν την κίνηση της ποινικής δίωξης συνιστά την μοναδική και προφανή λύση στο πρόβλημα των καθυστερήσεων βλ. και Α.Καρρά, αποτελεσματική απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, ΠοινΧρ (ΞΒ/2012), σελ. 402.
[26] Η πρόταση αυτή έγινε από την κα. Άννα Ζαΐρη, Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου και Πρόεδρο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας, η οποία σε άρθρο της σε ηλεκτρονική σελίδα (dikastiko.gr) πρότεινε την πρακτική αυτή ως τρόπο αντιμετώπισης της μεγάλης διάρκειας ορισμένων πολύπλοκων δικών.
[27] Στο πνεύμα αυτό εντάσσεται η νομολογία που διαμορφώθηκε υπό τον προγενέστερο ΚΠΔ/1950, δεχόμενη ουσιαστικά ότι το (κατ’ άρθρο 308 παρ. 2 ΚΠΔ) δικαίωμα ακρόασης του κατηγορουμένου εξαντλείται στη γνωστοποίηση προς αυτόν της εισαγγελικής πρότασης χωρίς να υπάρχει λόγος εξάντλησης της 10ήμερης προθεσμίας για υποβολή υπομνήματος.
[28] Την εκτίμηση αυτή κάνει επανειλημμένα η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος (Ε.Ε.Ε.), παρουσιάζοντάς την μάλιστα ως «γεγονός», σε αιτήματά της προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης στις 17.7.2019, στις 21.8.2019 και στις 16.11.2020 (αναρτημένα στην ηλεκτρονική σελίδα της Ε.Ε.Ε.: enosieisaggeleon.gr).
[29] Βλ. την ορθή αυτή εκτίμηση σε Ν.Ανδρουλάκη, επιτάχυνση της προδικασίας στην ποινική δίκη – με κάθε κόστος; ΠοινΧρ (ΞΑ/2011), σελ. 163.
[30] Βλ. έτσι Π.Παπαγιωτόπουλο, μήπως ήγγικεν η ώρα κατάργησης της ενδιάμεσης διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων; (αναρτημένο στην ηλεκτρονική σελίδα της Ε.Ε.Ε.). Βλ. σχετ. και Α.Ελευθεριάνο, ό.π., ο οποίος θεωρεί ότι η «άκριτη παραπομπή … στο ακροατήριο αποτρέπεται με τη δυνατότητα τόσο του εισαγγελέα εφετών όσο και του προέδρου εφετών να προκαλέσουν βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο θα κρίνει τελικά για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου»· δυστυχώς, όμως, η πράξη απέδειξε ότι η παρεμβολή του προέδρου και του εισαγγελέα εφετών δεν αποτρέπει τον κίνδυνο αυτό, αλλά αντίθετα λειτουργεί νομιμοποιητικά προς την αντίθετη κατεύθυνση.
[31] Την υποχρέωση διαμόρφωσης ενός ιδιαίτερα προστατευτικού νομοθετικού πλαισίου για τους ανηλίκους φαίνεται να παραβλέπει η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος (Ε.Ε.Ε.) στο από 21.8.2019 αίτημα που απηύθυνε στον Υπουργό Δικαιοσύνης 21.8.2019 (αναρτημένο στην ηλεκτρονική σελίδα της Ε.Ε.Ε.: enosieisaggeleon.gr), όπου η εκφράζεται η άποψη ότι η διαδικασία στα δικαστικά συμβούλια για υποθέσεις ανηλίκων δημιουργεί «άσκοπο φόρτο εργασίας» και διαπιστώνεται το «παράδοξο» η ληστεία και η διακεκριμένη κλοπή ενηλίκων να παραπέμπονται στο ακροατήριο με απευθείας κλήση και επί ανηλίκων να προβλέπεται υποχρεωτική η έκδοση βουλεύματος, ενώ τελικά επισημαίνεται ότι η περάτωση της κύριας ανάκρισης σε υποθέσεις ανηλίκων λειτουργεί «πρωτίστως προς όφελος των ανηλίκων οι οποίοι παραπέμπονται σε δίκη σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς ενδιάμεσες καθυστερήσεις». Ούτε λόγος για προστασία δικαιωμάτων ή ενδεχόμενο απαλλαγής του ανηλίκου ήδη από την προδικασία!!!
[32] Για την ανάγκη εναρμόνισης της επιτάχυνσης της διαδικασίας με άλλες σημαντικότερες αξίες όπως η προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και η δικαιότητα και αποτελεσματικότητα της ποινικής καταστολής βλ. και Ν.Ανδρουλάκη, επιτάχυνση της προδικασίας στην ποινική δίκη – με κάθε κόστος; ΠοινΧρ (ΞΑ/2011), σελ. 162. Βλ. ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση και την Διοικητική Ολομέλεια ΑΠ 8/2002, ΕλλΔνη (43/2002), 557.
Επικοινωνήστε μαζί μας
This is a notification that can be used for cookie consent or other important news. It also got a modal window now! Click "learn more" to see it!
OKLearn MoreWe may request cookies to be set on your device. We use cookies to let us know when you visit our websites, how you interact with us, to enrich your user experience, and to customize your relationship with our website.
Click on the different category headings to find out more. You can also change some of your preferences. Note that blocking some types of cookies may impact your experience on our websites and the services we are able to offer.
These cookies are strictly necessary to provide you with services available through our website and to use some of its features.
Because these cookies are strictly necessary to deliver the website, refusing them will have impact how our site functions. You always can block or delete cookies by changing your browser settings and force blocking all cookies on this website. But this will always prompt you to accept/refuse cookies when revisiting our site.
We fully respect if you want to refuse cookies but to avoid asking you again and again kindly allow us to store a cookie for that. You are free to opt out any time or opt in for other cookies to get a better experience. If you refuse cookies we will remove all set cookies in our domain.
We provide you with a list of stored cookies on your computer in our domain so you can check what we stored. Due to security reasons we are not able to show or modify cookies from other domains. You can check these in your browser security settings.
We also use different external services like Google Webfonts, Google Maps, and external Video providers. Since these providers may collect personal data like your IP address we allow you to block them here. Please be aware that this might heavily reduce the functionality and appearance of our site. Changes will take effect once you reload the page.
Google Webfont Settings:
Google Map Settings:
Google reCaptcha Settings:
Vimeo and Youtube video embeds:
You can read about our cookies and privacy settings in detail on our Privacy Policy Page.